ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΆΝΕΜΑ ΤΗΣ ΜΆΡΩΣ
Χτες ξαναζωντανέψαμε τη Μάρω.
Δυο γέροντες –παιδιά μαζί της τότε
και μια γριά –καλή της φιλενάδα
σκυμμένοι πάνω απ’ την παλιά φωτογραφία
με τ’ άσπλαχνα της μνήμης μας τα νύχια αρπάξαμε
και ζώσα πάλι φέραμε κοντά μας
την χρόνια πριν για μας χαμένη κόρη,
με τα μεγάλα της τα μαύρα μάτια
και το λεπτό σαν σανιδένιο της κορμί
με τα δυο στήθη τα μικρά και πετρωτά
να ξεπηδούν απ’ το κλουβί του θώρακά τους
τροφή ετοιμάζοντας για κάθε πεινασμένο.
Δεν τόλμησα ούτε τώρα να τα εγγίσω.
Το άφησα για όταν όλοι πάλι θα βρεθούμε
σε κάποιας γειτονιάς ξανά τη ζέστα
με όλα ίδια-το φως της κολόνας στη γωνιά
τα αινίγματα το βράδυ στη μάντρα καθισμένοι,
το κυνηγητό…
όλα πλην του δισταγμού,
που αυτός μονάχα
(που τόσα εδώ κάτω μας κρατεί)
εκεί θα λείπει.