ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ
Πήγα στο σπίτι που νοίκιαζε.
Ένας δρόμος μικρεμπορικός.
Καθώς τον περπατώ ανεβαίνοντας, ένα στενό δρομάκι στ’ αριστερά μου.
Μπαίνω σ’ αυτό, και στα εφτά μέτρα ένα μικρότερο στενάκι πάλι αριστερά μου.
Μπαίνω και αμέσως μπροστά μου το σπίτι όπου νοίκιαζε.
Μία πρόχειρη κατασκευή με πέτρες, που αρχίζει και τελειώνει στον τοίχο του σπιτιού, έχει δημιουργήσει έναν χώρο οχτώ έως εννιά τετραγωνικών μέτρων.
Στη μέση του, η προτομή Του, απεριποίητη.
Μια σκάλα οδηγεί προς το πάνω, στο κατοικήσιμο μέρος του σπιτιού.
Καλώ δυνατά κοιτάζοντας προς την πόρτα.
Μια με σκούρα χρώματα ευπρεπώς ντυμένη γηραιά κυρία εμφανίζεται στο στενό κεφαλόσκαλο.
Ζητώ την άδεια να επισκεφτώ το σπίτι.
Η άδεια μου δίνεται με καλοσύνη και κατανόηση, πριν πω γιατί θέλω να το επισκεφτώ-φαίνεται αμέσως ότι συνηθισμένη είναι η κυρία σ’ αυτό.
Ανεβαίνω τη σκάλα την δίπλα στον τοίχο.
Τη σκάλα που Αυτός ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα.
Διστάζω μπροστά στην εξώπορτα.
Με παροτρύνει η κυρία: «Περάστε…»
Περνώ μέσα από την ψηλή πόρτα και στέκομαι ως να κλείσει την πόρτα πίσω μας η κυρία.
Ένας μικρός χώρος, κάτι σαν «χολ», σανίδι πάτωμα.
Μια μυρωδιά δροσερής παλαιότητας.
Στα δεξιά μου μια ανοιχτή πόρτα που καθώς κατάλαβα οδηγεί στο δωμάτιο της κυρίας, ενώ δίπλα από αυτό αρχίζει ένας διάδρομος προς το υπόλοιπο σπίτι.
Στα τέσσερα μέτρα αριστερά μας μια πόρτα ξύλινη, παλαιά, κλεισμένη.
Η κυρία με προσπερνά οδηγώντας με, και με μια οικεία κίνηση ανοίγει την ξύλινη πόρτα.
«Εδώ έμενε.»
Πλησιάζω και στέκω δίπλα στην κυρία βλέποντας μέσα στο δωμάτιο.
Ένα δωμάτιο που ίσα που χωράει τα λίγα του έπιπλα.
Ένα παραθυράκι που βλέπει προς τον δρόμο.
Αμέσως αριστερά ένα ξύλινο τραπεζάκι με μια καρέκλα.
Στην απέναντι από την πόρτα πλευρά του δωματίου και καταλαμβάνοντας την γωνία του, ένα κρεβάτι, απλό και φτωχικό όπως όλα μέσα στο σπίτι-όπως ήταν τα φτωχά επαρχιακά σπίτια τότε.
Ένα κομοδινάκι δίπλα του.
Βλέπω εκστασιασμένος και συνεπαρμένος.
Η κυρία με βλέπει που κοιτάζω με λαιμαργία, και προφανώς παραξενεμένη που στέκω, μου λέει ενθαρρυντικά: «Μπείτε μέσα!..»
Κάτι ψιθυρίζω σαν απάντηση, από ευγένεια.
Η κυρία με ξαναβλέπει και «Μπείτε!...» μου λέει, παραξενεμένη που δεν το κάνω.
Τρώω με τα μάτια μου την εικόνα.
Στο τραπεζάκι αυτό καθόταν κι έγραφε.
Στο κρεβάτι εκείνο κοιμόταν.
Η κυρία αποδέχεται πως δεν θα μπω στο δωμάτιο και απομακρύνεται.
Πηγαίνει και στέκει μπροστά στην πόρτα του δικού της δωματίου κοιτάζοντας προς το μέρος μου, έτοιμη να με βοηθήσει σε ό,τι της ζητούσα.
Είναι φανερό ότι κατάλαβε πως αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια της δεν αρμόζει να το διαταράξει. Και κάνει αυτή την κίνηση ευγένειας, κατανόησης, τακτ θα έλεγα.
Ευγενική και απλοϊκή κυρία. Πρέπει Εκείνος να ήταν ευχαριστημένος από την ουδετερότητα της σπιτονοικοκυράς Του.
Τίποτε πάνω στο τραπεζάκι-γραφείο.
Το κρεβάτι στρωμένο με καθαρά στρωσίδια.
Δεξιά μου, στον απέναντι από το κρεβάτι τοίχο, χαμηλά, ένα ραφάκι με πάνω του μία μικρή γαβάθα.
Τον είδα να μπαίνει στο σπίτι Του μετά από τη δουλειά, Τον είδα να κοιτάζει το κενό έξω από το παράθυρο, να ξαπλώνει το βράδυ για ύπνο, να κάθεται στην καρέκλα και να γράφει….
Δεν ξέρω πόσην ώρα έμεινα εκεί έτσι, προσπαθώντας να νοιώσω με όλες μου τις γήινες αισθήσεις την παρουσία εκεί, μπροστά στα μάτια μου, της μορφής Του, της απελπισίας Του, της Μεγαλοσύνης Του.
Προσπαθώντας να μικρύνω όσο γινόταν την απόσταση ανάμεσα στο θνητό της δικής μου ύπαρξής και στο αθάνατο της δικής Του.
Και, η κατανόηση του γεγονότος ότι είδα έναν άνθρωπο που τον είδε.
ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΙΔΕ!
Κάτι θα έχει μείνει μέσα στα μάτια της κυρίας αυτής από την ματιά του, που κοιτάζοντας αυτή εμένα τώρα, μου το προσφέρει χωρίς να το γνωρίζει. Έτσι, μπορεί από κει πάνω Αυτός, για λίγο να με είδε που στέκω μπρος στο πάλαι δωμάτιό Του, μεταρσιωμένος.
Αφού η ψυχή μου πλησίασε όσο της εδυνόταν την μεγάλη απούσα ψυχή, στράφηκα προς την σιωπηλά και ευγενικά αναμένουσα Κυρία.
Μερικές ερωταποκρίσεις.
-Τι άνθρωπος ήτανε;
-Ήσυχος.
-Συζητούσατε μαζί του;
-Όχι, αυτός κλεινόταν στο δωμάτιό του μετά τη δουλειά του.
-Τι θυμάστε από αυτόν;
-Μόνο μερικές φορές άνοιγε την πόρτα του και μου ζητούσε ευγενικά να του πάω ένα ποτήρι νερό.
-Τι θυμάστε από την ημέρα του θανάτου του;
-Ήτανε κρίμα να χαθεί ένας τόσο καλός και ήσυχος άνθρωπος… Εγώ συγύρισα το δωμάτιό του μετά από τον θάνατό του… ΒΡΗΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΙ ΧΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΤΑΞΑ… ΠΟΥ ΝΑ ΗΞΕΡΑ ΕΓΩ ΠΩΣ ΗΤΑΝΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ…
Ευχαρίστησα την καλή κυρία για την καλοσύνη της και βγήκα.