Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

 


Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ "ΛΩΘΑ"



ΛΩΘΑ



Ερεί τις ως το γήρας ουκ αισχύνομαι
μέλλων χορεύειν κράτα κισσώσας εμόν;
Ου γαρ διήρηχ' ο θεός,είτε τον νέον
ει χρη χορεύειν είτε τον γεραίτερον,
αλλ' εξ απάντων βούλεται τιμάς έχειν
κοινάς.
(Τειρεσίας στον Κάδμο, ΒΑΚΧΕΣ)



Το μέλλον του κόσμου βρίσκεται μέσα
στα δυο κοριτσίστικα στήθη.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ







ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

ΘΑΛΗΣ-γέρος ερωτευμένος με τη Λώρα.
ΜΕΝΩΝ-φίλος του Θαλή.
Α' νέα και Β' νέα-φίλες.
Νέος-περαστικός.
Φίλη του νέου (βουβό πρόσωπο)
Ένας νέος.
Μεθυσμένος.
Τύχη.
Λώρα-γειτονοπούλα του Θαλή.
Α' γειτόνισσα.
Β' γειτόνισσα.
Θεος.
Κακίστρα.
Μητέρα της Λώρας.
Φίλη της Λώρας.
Ο παπάς της ενορίας.
Νέος που αγαπούσε τη Λώρα.
Το δωμάτιο του Θαλή.
Η δυστυχία.
Χορός των αντικειμένων του δωματίου του Θαλή.
Λώρα και Θαλής.
Η γη.
Ο ψευτοφιλόσοφος.
Η πόρνη.
Τα λουλούδια.
Η πολυτελής ερωμένη.
Υπουργός.
Λώθα.








Σκηνή πρώτη
(τόπος: πλατεία με το κτίσμα της Τύχης 

στα δυτικά της )




ΘΑΛΗΣ
Λοιπόν εδώ στον τόπο αυτό
πολύ το βρίσκω λογικό
να βρούμε Μένων κάτι
που άγνωστο μας το εκράτει
ως τώρα η ζωή.
Του πλήθους χλαλοή
και της καρδιάς σκιρτήματα
μ' ελπιδοφόρα βήματα
το σώμα μας ωθούνε
και κάπου τ' οδηγούνε
που κάποια τύχη χαρωπή
"δική σου είμαι" θα του πει.

ΜΕΝΩΝ
Γέροι σχεδόν εμείς
στο δρόμο της θερμής
οδεύουμε της νιότης
ενώ χυμάει γοργά
και να χυθεί οργά
μέσα μας η αιωνιότης.

ΘΑΛΗΣ
Κι έχουμε πεθυμιά
γιούλια και γιασεμιά
να δούμε μες στο κρύο
της μοναξιάς μας της πικρής,
και στης χαράς μας της νεκρής
να μπουν το ανθοδοχείο,
και τη χαρά να βρούμε
όσο ακόμα ζούμε
που όμοια της δεν ειν' άλλη-
και τη χαρά να βρούμε
και να τηνε τρυγούμε
πανώρια και μεγάλη.

(περνούν δίπλα τους δυο νέες)

Α' ΝΕΑ
Να και δυο γέροι. Θέαμα οικτρότατο βεβαίως-
όπως τουλάχιστον αυτό το βλέπει κάθε νέος-
που ήρθανε στο φετινό της Τύχης πανηγύρι
ν' ανθίσουνε προσμένοντας οι πόθοι τους οι στείροι.

Β' ΝΕΑ
Τι να γυρεύουν τάχα λες; Μήπως καινούργια δόντια;
Ή νιάτα πάλι να 'χουνε; Κακόμοιρα γερόντια!

Α' ΝΕΑ
Μην τους γελάς. Μπορεί κανείς δικόν του κάποιον να ` χει
που ίσως με το θάνατο να δίνει τώρα μάχη
και να ζητάει για κείνονε της Τύχης τη βοήθεια.
Ή κι ίσως κάποιον φίλο τους να 'χουν αυτοί αλήθεια
και μια βοήθεια σήμερα για κείνον να ζητάνε.
Αλλά, πάμε να φύγουμε. Νομίζω μας κοιτάνε.

(φεύγουν` περνούν νέος με νέα)

ΝΕΟΣ
Αν το λαχείο κερδίζαμε
και με λεφτά γεμίζαμε
ω! τότε αντίο φτώχεια
και δυστυχίας βρόχια.
Τότε υπηρέτες θα 'χαμε
και με χρυσά θα γράφαμε
γράμματα τ' όνομά μας
με πέννα τη χαρά μας.

(περνούν` έρχεται μεθυσμένος κρατώντας στα χέρια του πεσσούς)

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ
Κόσμε με γέννησες εσύ
ή εγώ σ' έχω γεννήσει;
Και ποιος το ήπιε το κρασί;
Και ποιος έχει μεθύσει;
Ω! τυχεροί μου εσείς πεσσοί!
Ω! Κινουμένη φύση!

(ρίχνει στο χώμα τους πεσσούς)

Ω! Ζάρια μου που να σας δω
δεν το μπορώ καθάρια
κι έτσι δεν ξέρω τι έχω 'δω-
δυάρες ή τεσσάρια;
Κι αν ειν' δυάρια πια ας μην μπω στης Τύχης τον κατάλογο-
με τέτοια γκίνια θα 'τανε αυτό πολύ παράλογο.
Μα θα 'μπω κι ας αδυνατώ
ποιο το σωστό είναι να πω.
Ίσως και όλη να 'ναι αυτή του κόσμου η ιστορία
εξάρες να 'ναι τα διπλά, το έξη να 'ναι τρία...

(βγαίνει)

ΘΑΛΗΣ
Πώς κάθε όμως μηχάνημα τάχατες να δουλεύει;
Άραγε γράφει πάνω του της χρήσης οδηγίες;

ΜΕΝΩΝ
Νομίζω ο νους σου αδύνατο πως κάτι τι γυρεύει.
Τα τέτοια τ΄ αναγράφουνε μόνο οι βιομηχανίες.
Δε γίνανε οι μηχανές
αυτές με χέρι ανθρώπινο
αλλ' απ' το σύμπαν το αχανές
μας ήρθαν δώρο αδόκητο-
κι εδώ εγκαταστάθηκαν
σε τούτη την πλατεία-
κι έκτοτε δε σταμάτησαν
να έχουν πελατεία
και κάθε χρόνο τυχερόν
βγάζουνε κι από ένανε.

ΘΑΛΗΣ
Κι ήρθα κι εγώ και καρτερώ
να βγάλουνε κι εμένανε.
Αλλά για ρώτησε αυτά
εκεί τα παιδαρέλια
που λεν αστεία φωναχτά
και σκάζουνε στα γέλια,
πώς πρέπει αυτή τη μηχανή να τηνε χειριστώ
αν μες στο δώμα κείνο εκεί μαζί της θα κλειστώ;

ΜΕΝΩΝ
Παιδιά για πέστε μου, καλό να έχετε
σεις που τις μηχανές αυτές καλά κατέχετε
πώς πρέπει ο φίλος μου μέσα σαν μπει
να κάνει;

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ
Θα πατήσει το κουμπί
και τ' άλλα είναι δουλειά της μηχανής'
μα μέσα να μην είναι άλλος κανείς.

ΜΕΝΩΝ
Αυτό ειν' όλο κι όλο που θα κάνει;
Πέστε μου γιατί εύκολα τα χάνει.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ
Το πράγμα βέβαια μόνο του μιλάει
αφού και άλλον βάζει να ρωτάει.
Μα όμως όλο κι όλο ειν' αυτό
Κι ίσως της τύχης του είναι γραφτό
εκείνο που γυρεύει να πετύχει.

ΜΕΝΩΝ
Ευχαριστώ παιδιά. Καλή σας τύχη.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ
Νομίζω γέροντα με κοροϊδεύεις.
Ένας θα είναι μόνο ο τυχερός
και βέβαια νικητή αν συ γυρεύεις
ο φίλος σου θα θέλεις να 'ναι αυτός.

(γελάνε` φεύγουν)

ΜΕΝΩΝ
Μονάχα ένα κουμπάκι θα πατήσεις.
Δεν ξέρουν άλλο τι κι οι νεαροί.
Δε θα 'τανε κι αυτοί εδώ επίσης
αν κάποτε υπήρξαν τυχεροί.

ΘΑΛΗΣ
Ξέρεις, δε θα 'κανα τέτοιο κάτι
τη δύναμη αν είχα να πεθάνω.
Μα είμαι ανίκανος όπως το μάτι
να δει κατά τον ήλιο ίσα πάνω.
Και ποιος μου λέει πάλι
απ' τη ζωή πως σβηώντας
το ίδιο τούτο χάλι
δε θα τραβώ πονώντας;
Ποιος ήρθε να μας πει
αν όταν θα κοπεί
του βίου μας το νήμα
και μπούμε μες στο μνήμα
δε θα 'χουμε βρεθεί
σε άλλη μια ζωή
και η μορφή της Λώρας
κάθε λεφτό της ώρας
δε θα με τυραννεί
και δε θα με πονεί;
Ίσως το χρέος του κάθε ον
στη γη αν δεν ξοφλήσει
να 'ναι άστρο δίχως δύση
στα χάη των ουρανών.
Πρέπει γι αυτό να κάμω
στη ζωή ό,τι χρωστώ-
να δέσω πρέπει γάμο
με ό,τι μου πιο αρεστό.
Και ειν' αυτό η Λώρα
και είναι το καλλίτερο
από της γης τα δώρα
και είναι τ' ομορφύτερο.
Μον' έτσι θα σωθώ-
μόνο θα λυτρωθώ
στα κάλλη της αν πέσω
σε κείνην αν θ' αρέσω.

ΜΕΝΩΝ
Σ΄άκουγα να το λες
μα νόμιζα μαθές
πως έλεγες αστεία,
πως κάνεις κωμωδία.
Κι εγώ καμιά φορά
θυμούμαι τα παλιά
και σιγαναστενάζω
καμία σαν κοιτάζω.
Μα να πονώ γερά
θα 'τανε συφορά`
σ' αυτή την ηλικία
το θεωρώ βλακεία.
Το κάθε τι που φτάνει
χρήσιμο μας το κάνει
κι ωφέλιμο ασφαλώς
μονάχα ο καιρός.
Καιρός για το παιχνίδι
καιρός για τη δουλειά
κι ειν' ο καιρός μας ήδη
τα έρμα γηρατειά.
Κι ειν' ό,τι θέλουνε αυτά
χουζούρι, ζεστασιά,
και όχι μαύρα μάτια
και κόρης αγκαλιά.

ΘΑΛΗΣ
Μπορεί από σε να παίρνουν
τα έρμα γερατειά
όμως σε μένα φέρνουν
μαγεία και γητειά.
Και όποια αγάπη άλλη
τώρα δεν επαρκεί-
της Λώρας μόνο η ζάλη
περσεύει και αρκεί.
Πρέπει να μ' αγαπήσει-
πρέπει να με θελήσει-
πρέπει να με φιλήσει
και μέσα μου να σβήσει.
Κι αφού σ' αυτής τη δίνη
σώζω την ύπαρξή μου
ευνόητο και κείνη
πως σώζεται μαζί μου.
Χρόνια πολλά επέρασα μεσοκοπιάς και νιότης
γυρεύοντας το αθάνατο νερό της αιωνιότης.
Και μ' έδωσε στα γερατειά ο ανάλγητος ο Χρόνος
και μέσα τους με άφησε να υποφέρω μόνος.
Κι ενώ απαρηγόρητος κι απελπισμένος άκρως
μετρώντας εκαθόμουνα του δρόμου μου το μάκρος
ξάφνου μι' αχτίδα έπεσε στο μάτι μου μ' ορμή
από 'να φως που ως τα πριν δεν το 'βλεπαν τα μάτια.
Και των ελπίδων μέσα μου καλπάσαν πάλι τ' άτια-
και η αχτίδα ήταν αυτή της Λώρας το κορμί.
Και ήταν οι καμπύλες του ωσάν για να ταιριάσουν
με το δικό μου σώμα
μες σε κρυφό ένα δώμα`
και ήρθανε οι κύκλοι του βαριά να μ' ανταριάσουν.
Το φύτρο πώς αποζητά το χάδι του Απρίλη
για να προβάλουνε στο φως τ' αφώτιστά του χείλη...
Πώς του χειμάρρου τα νερά τ' αγριοπεριδίνητα
κλεισμένα μες σε δυο βουνά που τα θωρούν ακίνητα
το πλάνταμά τους το πολύ τα σπρώχνει να 'βρουν πόρο
σκορπώντας μια βροντόφωνη βουή στο γύρω χώρο...
Πώς το φιλί του έρωτα στόμα να βρει γυρεύει...
πώς η ανόητη ζωή αποζητάει τη χλεύη...
μα τέτοια δύναμη κι εγώ κι έτσι αφροχτυπώντας
κι έτσι τα χέρια μου κι εγώ απελπισμέν' απλώντας
ζητάω εκείνης το κορμί. Κι ολόκληρ' η ύπαρξή μου
και η ουσία όλη μου τ' αποζητάει μαζί μου.
Και άφριζα και λύσσαγα
κι έβραζα και ξεφύσαγα
κι ήμουνα κλειδωμένος
στον πόνο μου κλεισμένος.
Πόσες φορές το χέρι μου δεν άπλωσα να πιάσω
μιαν άκρη από το ρούχο της, μια τρίχα των μαλλιών
έχοντας την ψευδαίσθηση πως έτσι θα γιορτάσω
την πανδαισία των όσων της μου λείψανε φιλιών...
Πόσες φορές δεν κράτησα βαθιά μου την ανάσα
που ρούφηξα σαν πέρναγεν εκείνη από μπρος μου
στη ζάλη μου νομίζοντας πως θα 'ταν σύντροφός μου
η ανάσα αυτή όταν θα μπω στην ξύλινή μου κάσσα...
Μάταιος κόπος` πάντα αυτή βιάζονταν να μου φύγει
αφήνοντας τα χέρια μου πάντοτε αδειανά.
Κι η ευτυχία που έλπιζα έτσι να νιώσω η λίγη
στης δυστυχίας βυθίζονταν την άβυσσο ξανά.
Αλλά δεν παραιτιόμουνα. Ένα θεριό εντός μου
ουρλιάζοντας με κέντριζε πάντα να προσπαθώ
για να 'χω έστω τ' άρωμα μονάχα απ' τον ανθό.
Του δινα δίκιο. Το θεριό ήμουν εγώ εκείνο
και μέσα του ένας άλλος μου κλεινόταν εαυτός
κι αδίκιωτος αν ένιωθα πολλές φορές να σβήνω
θέριευεν όμως κι άγριευε και μούγκριζεν αυτός.
Και κάτω δεν το έβαλα ποτέ κι ούτε το βάζω
κι ας λένε ό,τι θέλουνε οι άνθρωποι της γης`
ακόμα και να πέθαινα τη γνώμη δεν αλλάζω-
δε θα οδηγήσω εγώ ποτέ το άρμα της φυγής.
Φυγής! Να φύγω από πού; Μέσα σ' αυτή την πλάση
ποιο μέρος θα εβρίσκονταν σωτήριο; Μες στα δάση
τι άλλο θα 'βρισκε κανείς από φυτά και δέντρα:
στη γούβα τι άλλο των φιδιών από έρυκα κι οχέντρα;
Κι ό,τι κι αν εγινόμουνα στου κόσμου όποιαν άκρη
ο πόνος δε θα μ' έλιωνε και το πικρό το δάκρυ;
Τι αν ειμ' εδώ, αν ειμ' εκεί, αν είμαι παραπέρα-
στου σύμπαντος τις εσχατιές, στα ύψη του αιθέρα;
Το ένα στ' άλλο αφού μπορεί το κάθε τι ν' αλλάζει
όλα τα τρώει ο καημός και το πικρό μαράζι.
Όποιος εδώ επόνεσε παντού θα νιώθει πόνο
και μια φορά όποιος πόνεσε όλον πονεί το χρόνο.
Αλλά δεν είναι η Λώρα μου του κόσμου αυτού παιδί.
Δεν έχει χρόνου μέστωμα-δεν έχει τόπου ντύμα.
Από τους κόσμους έρχεται που δε γνωρίζουν μνήμα
που αυτί ποτέ δεν άκουσε-μάτι δεν έχει δει.
Είναι οι κόσμοι που απαλά φαίνονται κάθε απόβραδο
σιγαλινοί κι αβρόπλαστοι μέσα να ξεπροβάλουν
από τα βάθη του είναι μας και σαν ανθοί να θάλλουν-
κι είναι πρωινή δροσοφεγγιά γι αυτούς το μισοσκόταδο.
Είναι οι κόσμοι που όταν πια μες στη βαθιά τη θλίψη
έχουνε όλα βυθιστεί κι έχουνε απολείψει
τότε γεμίζουν τ' αδειανό αυτοί με πλήθος μάγια
που 'ναι γι αυτά πρωτόγονα τα ιερά και τ' άγια.
Είναι οι κόσμοι που σ΄αυτούς κανείς όταν βρεθεί
θα πει πως έχει μ' ό,τι εδώ του λείπει ενωθεί.
Ένα κομμάτι από αυτούς τους κόσμους ειν' η αγάπη μου.
Άλλου ενός δείγμα ουρανού-ενός απείρου άνθινου.
...Όχι άνθινου...όχι ουρανού…όχι…δεν ξέρω τι…
λέξεις δεν έχουν για να πουν τ' Ωραίο οι θνητοί.
Ποτέ για το ανέκφραστο δε θα υπάρξουν λέξεις
και θα 'ναι ατελέσφορες νιες όσες και να πλέξεις.
Κι όμως της Λώρας μου οι γραμμές εμένα μου θυμίζουν
τα μήλα δέντρων αλλωνών κι άλλες ακρογιαλιές.
Κι ακούραστα στα μάτια της μέσαθε φτερακίζουν
σπίθες απ' άλλες, άγνωστες, πιο λαμπερές φωτιές.
Η Λώρα μου αν στη ζωή αυτήν δε μ' αγαπήσει
κάθε μου ελπίδα γι ζωή αιώνια, θα σβήσει.

ΜΕΝΩΝ
Αλλ’ ανοίξανε οι πόρτες
που στους χώρους οδηγούν
που άδειοι τώρα καρτερούν
του τυχαίου τους θιασώτες.
Να χωθείς μέσα σε μια τους
βιάσου φίλε μου κι εσύ
γιατ' η ώρα προχωρεί
και θα κλείσει τ' άνοιγμά τους.

ΘΑΛΗΣ
Κι αν απόφαση έχω πάρει
να 'μπω μέσα ανυπερθέτως
μα ο διάολος να με πάρει
δεν αισθάνομαι ανέτως.

ΜΕΝΩΝ
Είναι που μεγάλος είσαι`
μα τους όποιους δισταγμούς
σου γεννάει τώρα ο νους
στην καρδιά σου μέσα σβήσε
και μπες μέσα γιατί αλλιώς
θα περάσει ο καιρός
και τα πέλματα του πόνου
θα σε λιώσουν ως του χρόνου.

ΘΑΛΗΣ
Δεν μπορώ έτσι να ζήσω
δίχως καν να προσπαθήσω.
Πάω μέσα. Προσευχήσου.

ΜΕΝΩΝ
Το καλό Θαλή μαζί σου.


(τέλος της πρώτης σκηνής)