ΔΙΝΑ
ή
ΔΕΙΝΑ
Η πρώτη και δεύτερη σκηνή (από τις οχτώ), από την θεατρική απόδοση του πρώτου αιματηρού επεισόδιο μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων (τον σφαγιασμό των Συχεμιτών από τα παιδιά του Ιακώβ), όπως αυτό περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη (ΓΕΝΕΣΗ, κεφάλαια ΧΧΧΙΙΙ18 έως και ΧΧΧΙV)
ΔΙΝΑ
ή
ΔΕΙΝΑ
ΧΡΟΝΟΣ
Βιβλικός
ΤΟΠΟΣ
Κατασκήνωση Ιακώβ
Παλάτι Συχεμ
Χωράφι
Εξοχή
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΙΑΚΩΒ, ο πατέρας της Δίνας
ΖΕΛΦΑ, υπηρέτρια
ΛΕΙΑ, γυναίκα του Ιακώβ
ΑΡΑΧΕΜ Επιστάτης
ΡΟΝΙ-υπηρέτρια
ΔΙΝΑ-κόρη του Ιακώβ
ΣΥΧΕΜ άρχοντας του Εμώρ.
ΑΚΌΛΟΥΘΟΊ ΤΟΥ.
ΣΥΜΕΩΝ, ΛΕΥΊ, ΡΟΥΒΊΝ, ΙΟΥΔΑΣ, ΙΣΣΑΧΑΡ, ΔΑΝ, ΖΑΒΟΥΛΏΝ, ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ,
ΓΑΔ, ΑΣΉΡ.-γιοί του Ιακώβ
ΥΠΗΡΕΤΡΙΕΣ
ΝΟΙΚΟΚΥΡA ΤΟΥ Εμώρ
Α¨Β' ΓΕΙΤOΝΙΣΣΑ,
ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
ΒΑΛΛΑ δούλα του Ιακώβ
ΣΚΗΝΉ ΠΡΩΤΗ
Τόπος:
Βασίλειο του Συχέμ, μονοπάτι στην εξοχή, μακριά από την κατασκήνωση του Ιακώβ.
Πρόσωπα:
ΡΟΝΙ-υπηρέτρια
ΔΙΝΑ-κόρη του Ιακώβ
ΣΥΧΕΜ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΤΟΥ.
ΡΟΝΙ
Δίνα ας γυρίσουμε. Η μητέρα σου εμένα θα μαλώσει αν αργήσουμε.
ΔΙΝΑ
Έλα Ρόνι, μη θέλεις να χαλάσεις αυτό το όμορφο περπάτημα. Πώς μπορείς να συλλογίζεσαι το γυρισμό μια τέτοιαν ώρα; Μόνο το αεράκι αυτό που κατεβαίνει απ’ τό βουνό απέναντι και μας δροσίζει ως μέσα την ψυχή, αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για να με κρατήσει εδώ. Μα είναι και τα λουλούδια. Κοίτα. Κοίτα τους κρόκους! Τους αγριονάρκισσους! Τους υάκινθους! Μακρύναμε από το πατρικό μας σπίτι αλλά τουλάχιστο βρεθήκαμε σ’ ένα ωραίο μέρος.
ΡΟΝΙ
Μ’ αρέσουνε και μένα όλα αυτά Δίνα. Όμως ποτέ δεν απομακρυνθήκαμε τόσο από το σπίτι. Το ξέρεις πως ο άρχοντας περνάει απ’ αυτό το δρόμο με τ’ αμάξι του;
ΔΙΝΑ
Που να το ξέρω… Και ούτε με νοιάζει για τον άρχοντα.
ΡΟΝΙ
Κι αν τόνε νοιάζει αυτόν;
ΔΙΝΑ
Τί θα μας κάνει Ρόνι, θα μας φάει;
ΡΟΝΙ
Τόσο μακριά δεν πήγαμε άλλοτε Δίνα.
ΔΙΝΑ
Ούτε άλλοτε ήταν τόσο όμορφα. Κοίτα ένα χρυσοκίτρινο πουλί! Ω! Να μπορούσα να τ’ αγγίσω! Να το κλείσω στα χέρια μου! Να το χαϊδέψω, να το φιλήσω…
(πλησιάζει το πουλί, αυτό φεύγει.)
Γιατί φοβούνται τα πουλιά Ρόνι;
(βλέπει τη Ρόνι που είναι σκεπτική)
Έλα Ρόνι, Χάρου και συ μαζί μου. Αν όλα τ’ άλλα δεν μπορούν να σε κάνουν να ξεχάσεις το σπίτι και τη μητέρα μου, τουλάχιστον αυτό σκέψου: Είμαστε σ’ ένα μέρος που πρώτη φορά το βλέπουμε. Μια καινούργια πόλη. Ποιός ξέρει πόσα ωραία πράγματα θα ’χει μέσα της… Ας τη δούμε κι ας είναι από μακριά. Δε θα ’θελες να δεις κι άλλη μια πόλη εκτός απ’ τή Χαρράν;
ΡΟΝΙ
Θέλω. Μα βλέπεις εκείνο το δέντρο εκεί πέρα; Όταν φτάσουμε εκεί θα γυρίσουμε. Ναι;
ΔΙΝΑ
Ω! Εσύ είσαι χειρότερη από τη μητέρα μου.
ΡΟΝΙ
Γι αυτό και μ’ έχουνε για συντροφιά σου-γιατί είμαι μεγαλύτερη και ξέρω πράγματα περισσότερα. Όλοι με μένα θα τα βάλουνε που αργήσαμε.
ΔΙΝΑ
Κουτή! Και τι μπορεί να γίνει;
(κοιτάζει γύρω της)
Τι ομορφιά! Εκείνο το βουνό εκεί πέρα δε μοιάζει σα να το’ βαλαν εκεί οι άγγελοι του θεού του πατέρα μου, γεμάτο έτσι με δέντρα ολάνθιστα και με ό,τι αγριολούλουδο φανταστείς, μόνο και μόνο για μας;
ΡΟΝΙ
Το βουνό αυτό το λένε Εβάλ και τ’ αντικρυνό του Γε
ζερίμ.
Ακουσα τον πατέρα σου που τόλεγε όταν ερχόμασταν.
ΔΙΝΑ
Ω: Δε με νοιάζει πως το λένε, αρκεί που είναι όμορφο.
ΡΟΝΙ
Και δεν είναι μόνον ο πατέρας σου. Θα μου φωνάζουν και τ’ αδέρφια σου.
ΔΙΝΑ
Ουφ! Άσε με πιά! Αν θέλεις φύγε. Θα προχωρήσω μόνη μου…
ΡΟΝΙ
Οχι. Δε φεύγω.
ΔΙΝΑ
Τότε σταμάτα. Να, φτάνουμε στο δέντρο, θα γυρίσουμε, μην κάνεις έτσι.
(τη βλέπει)
Πώς το μπορείς να πας και να κλειστείς μέσα σε μια σκοτεινή σκηνή μια λαμπρή μέρα σαν και τούτη; Όμως είσαι κουτή. Τ’ αδέρφια μου ότι και να κάνω δε θα με μαλώσουν. Έντεκα αγόρια θα μαλώσουνε μιαν αδερφούλα; Έτσι και με δούνε λίγο λυπημένη θα μου συχωρέσουνε την πιο μεγάλη μου αταξία
(Σιωπή)
Ξέρεις πως τον παλιό καιρό παντρεύονταν αδέρφια με αδέρφια; Ξέρεις ποιον θα ’παιρνα εγώ; Τον Συμεών.
ΡΟΝΙ
Λες και δεν το έχουμε καταλάβει! Ξέρεις, στην Αίγυπτο παντρεύονται αδέρφια με αδέρφια.
ΔΙΝΑ
Ξέρω. Εσύ ποιον θα διάλεγες αν τ’ αδέρφια μου ήταν αδέρφια σου;
ΡΟΝΙ
Τον Λευί.
ΔΙΝΑ (Γελάει)
Εσύ ψηλή ψηλή κι αυτός κοντούτσικος ωραίο ζευγάρι θα κάνατε…
ΡΟΝΙ
Είναι δουλευτής. Μια μέρα θα γίνει πλούσιος σαν τον πατέρα του. Τίποτα δε θα του λείπει.
ΔΙΝΑ
Τα πλούτη κοιτάζεις καημένη κι όχι την αγάπη;
ΡΟΝΙ
Τα πλούτη που δεν έχω. Αν είχα κι εγώ πλούσιο πατέρα, τότε θα σκεφτόμουν κι εγώ τις αγάπες.
(Δυο άμαξες εμφανίζονται στη στροφή του δρόμου. Φοβισμένα)
Κάποιοι έρχονται. Πάμε να φύγουμε!
ΔΙΝΑ
Άνθρωποι είναι. Θα περάσουνε.
ΡΌΝΙ
Μπορεί να ’ναι ο άρχοντας. Πάμε να φύγουμε.
ΔΙΝΑ
Όποιοι και να ’ναι δεν κρύβομαι. Είμαι η κόρη του Ιακώβ. Κι έχω έντεκα αδέρφια. Κάτσε εδώ. Άρματα είναι, θα περάσουν.
(Μεριάζουν κάνοντας τόπο στις άμαξες. Οι άμαξες σταματάνε δίπλα τους. Κατεβαίνει ο Συχέμ)
ΣΤΧΕΜ
Χαιρετίζω τα όμορφα κορίτσια.
ΔΙΝΑ
Και μεις σε χαιρετίζουμε.
ΣΥΧΕΜ (Κάνει ένα γύρο γύρω από τα κορίτσια. Στέκεται μπροστά στη Δίνα)
Πώς και δε σ’ έχω ξαναδεί στα μέρη μου; Ξένη είσαι;
ΔΙΝΑ
Πριν δυο φεγγάρια ήρθα εδώ με την οικογένεια μου. Αγόρασε ο πατέρας μου γης από τον άρχοντα της χώρας και μένουμε. Ιακώβ τον λένε τον πατέρα μου.
ΣΥΧΕΜ
Κάτι άκουσα για κάτι ξένους από τον πατέρα μου. Τον έχεις δει τον άρχοντα;
ΔΙΝΑ
Δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τον άρχοντα. Εγώ μένω στο σπίτι. Βγήκα με τη φίλη μου για μια βόλτα. Κι είναι η ώρα μου να γυρίσω.
(κάνει να φύγει. Ο Συχέμ της κλείνει το δρόμο).
ΣΥΧΕΜ
Αφού δεν ξέρεις τον άρχοντα δε θα ξέρεις και μένα-είμαι ο γιος του ο Συχέμ, που τ’ όνομά μου έχει η χώρα που μέσα της μένεις. Και είμαι ο πρωτότοκος, και είμαι ο κληρονόμος της χώρας τούτης μ' ότι και μ' όποιον έχει μέσα της.
ΔΙΝΑ
Δεν έτυχε να σ’ έχω ακουστά. Κι εγώ είμαι η κόρη του Ιακώβ με τα χιλιάδες ζώα και τις κατοσταριές τους δούλους. Και τώρα πρέπει να γυρίσω γιατί θα με ψάχνει.
ΣΥΧΕΜ
Τέτοια κορμοστασιά σαν της γαζέλας των βουνών και δυο τέτοια μαύρα μάτια μεγάλα το καθένα σαν τη νύχτα και γλυκά σαν το μέλι του Ελάμ, δεν έχω ξαναδεί σ’ όλη τη χώρα.
ΔΙΝΑ
Καλά τα λόγια σου, όμως με περιμένουν οι δικοί μου.
ΣΥΧΕΜ
(Μη δίνοντας σημασία σ’ ότι λέει η Δίνα)
Όταν, πρωί, έρθεις εδώ, θα δεις ομίχλη να σκεπάζει τον κάμπο πέρα πέρα. Τ’ αγριολούλουδα τότε και τα δέντρα φαντάζουν ομορφότερα καθώς μισοκρύβονται μέσα στην πάχνη. Έτσι και συ με το βέλο να σκεπάζει το πρόσωπό σου γίνεσαι ομορφότερη.
Βγαλ’ το. Ίσως δω κάποιαν ασχήμια πάνω του, και τότε θα σ’ αφήσω να πας στο σπίτι σου.
ΔΙΝΑ
Το βέλο του κορίτσι από σπίτι δεν το βγάζει.
ΣΥΧΕΜ
Κορίτσι από σπίτι δεν τριγυρίζει μονάχο του στις ερημιές.
ΡΟΝΙ (Προσκυνάει ως το χώμα)
Άρχοντά μου, χίλια να είναι τα χρόνια σου και όλους τους εχθρούς σου να νικάς. Άκου και με τη δούλη σου. Όσα είπε η κυρά μου είναι αλήθεια. Για ένα περίπατο βγήκαμε. Και μ’ έστειλαν μαζί της για να την προσέχω σα μεγαλύτερη που είμαι. Οι ομορφιές του τόπου μάς μάγεψαν κι αργήσαμε λιγάκι. Κύριέ μου, θα με σκοτώσουνε αν πειραχτεί μια τρίχα μόνον από τα μαλλιά της. Άφησέ μας να γυρίσουμε στο σπίτι μας και ο κύριός μου θα σου στείλει δώρο πενήντα πρόβατα. Εγώ θα του το πω.
ΣΪΧΕΜ (Κάνει νόημα σε δυο άντρες που είναι στ’ αμάξια κι αυτοί παίρνουν από μπροστά του τη Ρόνι. Στη Δίνα) Ανέβα στ’ αμάξι μου!
ΔΙΝΑ
Οχι. Κι άσε με να φύγω γιατί έχω έντεκα αδέρφια και θα μ’ αναζητάνε.
ΣΙΧΕΜ
Ο πόθος που μου άναψες δε σβήνει ούτε με τα παρακάλια της δούλας σου ούτε με τις δικές σου απειλές. Κι αν ένας άρχοντας δεν κάνει ό,τι θέλει μέσα στη χώρα του, τότε άρχοντας δεν είναι. Έλα μαζί μου κι αύριο σε πηγαίνω όπου θέλεις.
ΔΙΝΑ
Δεν έχω μάθει να με διατάζουν. Κι ούτε είμαι δούλα σου. Δούλα είμαι στον πατέρα και στ’ αδέρφια μου. Κι ούτε που με θαμπώνουν τα πλούτη. Μες στο ασήμι και στο χρυσάφι μεγάλωσα.
ΣΪΧΕΜ
Μάρτυρα τον Βεδ βάζω πως δε μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σε πάρω μαζί μου με το ζόρι. Μαρτυρά μου το θεό τον Ήλιο βάζω πως και η κόρη του Φαραώ να ήσουνα η ίδια, πάλι θα σ’ έπαιρνα μαζί μου. Κι αν ήξερα ακόμα πως θα πληρώσω με τη ζωή μου την αγκαλιά σου, πάλι δα θα έκανα πίσω.
ΔΙΝΑ
Άρχοντα άσε με να φύγω.
(Ο Συχέμ την αρπάζει και τη βάζει πάνω στο άρμα του ενώ η Δίνα προσπαθεί να του ξεφύγει)
Τέλος της πρώτης σκηνής
ΣΚΗΝΉ ΔΕΎΤΕΡΗ
Σκηνή του Ιακώβ.
Πρόσωπα:
ΙΑΚΩΒ, ο πατέρας της Δίνας
ΖΕΛΦΑ, υπηρέτρια
ΛΕΙΑ, γυναίκα του Ιακώβ
ΑΡΑΧΕΜ Επιστάτης
ΖΕΛΦΑ
Ρώτησα μια γυναίκα της πόλης. Μου είπε πως υπάρχει στην πόλη μια γριά που ξεγεννάει.
ΙΑΚΩΒ
Να την πάρουμε όταν έρθει η ώρα. Η Ραχήλ είναι αδύνατη. Θα χρειαστεί βοήθεια.
ΖΕΛΦΑ
Όταν ξαναπεράσει η γυναίκα θα της το πω. Με το ζόρι την κατάφερα να μου μιλήσει. Δε στέκονται…
ΛΕΙΑ
(Γνέθοντας)
Μας αποφεύγουν οι ντόπιοι.
ΙΑΚΩΒ
Είναι νωρίς ακόμα. Πρέπει να μας μάθουν, να δουν πως είμαστε καλοί και νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ύστερα θα ξανοιχτούνε.
ΛΕΙΑ
Ήρθε ο Φαρέν από τα κοπάδια. Τρεις αγελάδες γεννήσανε σήμερα.
ΙΑΚΩΒ
Δοξασμένο να είναι το όνομα του Κυρίου. Όλα καλά μας τα κάνει. Αν βρούμε και νερό στα καινούργια πηγάδια, τότε θα ’μαστε καλλίτερα.
(Στη Ζελφά)
Φώναξε μου τον Αραχέμ.
(Η Ζελφά βγαίνει).
ΛΕΙΑ
Η Δίνα άργησε. Στείλε κάποιον να δει.
ΙΑΚΩΒ
Μόνη της πήγε;
ΛΕΙΑ
Με τη Ρόνι.
ΙΑΚΩΒ
Είναι μεγάλη και μυαλωμένη κοπέλα. Όταν είναι αυτή μαζί με τη Δίνα μη φοβάσαι.
ΛΕΙΑ
Είναι πολλή ώρα που φύγανε. Βγήκα έξω να δω και δεν τις πήρε το μάτι μου.
ΙΑΚΩΒ
Ο ήλιος είναι ψηλά ακόμα.
ΛΕΙΑ
Αν αργούσε ο Ιωσήφ θα ’χες στείλει δέκα ανθρώπους να τον βρούνε…
ΙΑΚΩΒ
Ο Ιωσήφ είναι μικρός ακόμα. Μη με κακοπαίρνεις Λεία. Όλα τα παιδιά μου τ’ αγαπάω.
ΛΕΙΑ
Αυτό που σου λέω εγώ.
ΙΑΚΩΒ
Καλά, θα πω του Αραχέμ να στείλει κάποιον. Ησύχασε .
(Μπαίνει ο Αραχέμ και προσκυνάει)
ΑΡΑΧΈΜ
Προσκυνώ αφέντη.
ΙΑΚΩΒ
Πώς τα βλέπεις τα πηγάδια Αραχέμ; Θα δώσουνε νερό;
ΑΡΑΧΕΜ
Πρέπει αφέντη. Ο γείτονας στην Ανατολή έχει τρία γεμάτα. Ο βορεινός τα ίδια. Φαίνεται πως η περιοχή έχει νερό. Κι ο γερο-Ιωβήλ αυτό λέει.
ΙΑΚΩΒ
Ο Φαρέν λέει γεννήσανε τρεις αγελάδες. Τις είδες;
ΑΡΑΧΕΜ
Ναι αφέντη. Καλά είναι τα ζώα. Η μία δυσκολεύτηκε, είπαμε δε θα το βγάλει ζωντανό όμως τα κατάφερε.
ΙΑΚΩΒ
Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Κι ας δώσει να γεννήσει καλά και η Ραχήλ. Τράβα να ησυχάσεις Αραχέμ. Προτού, στείλε κάποιον να φέρει τη Δίνα.
ΑΡΑΧΈΜ
Πάω αφέντη. Μόνο ένα πράγμα να σου πω για να το ξέρεις. Δεν είναι σπουδαίο, αλλά μη σου κάνει κανείς τίποτα παράπονα…
ΙΑΚΩΒ
Τι;
ΑΡΑΧΕΜ
Να, αρπαχτήκανε οι προβατάδες μας με τους ντόπιους για δυό ζώα.
ΙΑΚΩΒ
Δε σας είπα να μην πιανόσαστε-να προσέχετε; Είμαστε ξένοι εδώ Αραχέμ!
ΑΡΑΧΕΜ
Δεν προχώρησε το πράγμα αφεντικό. Μπροστά στους ξένους μάλωσα τους δικούς μας. Ησύχασαν τα πράγματα. Μόνο για να το ξέρεις στο είπα.
(Απέξω ακούγεται θόρυβος και κλάματα γυναικεία.)
ΛΕΊΑ
Τι να συμβαίνει; (Αφήνει το γνέσιμο και βγαίνει)
ΙΑΚΩΒ
Θα τσακώθηκαν τίποτα γυναίκες.
(Περιμένει να δει τι έγινε. Μπαίνει η Λεία. Από πίσω της έρχεται η Μελχά σπρώχνοντας μπροστά της τη Ρόνι, που για προστασία έχει κολλήσει πάνω της.)
ΛΕΙΑ
(θρηνώντας)
Πάει το παιδί μου! Πάει το κορίτσι μου! Μου το πήρανε. Πάει το μοναχοκόριτσό μου!
ΙΑΚΩΒ
Τ’ είναι αυτά που λες; Τι Θα πει… Ποιός το πήρε;
(Στη Μελχά)
Τι έγινε;
ΜΕΛΧΑ
Ο γιος του Εμώρ άρπαξε τη Δίνα.
ΙΑΚΩΒ
Ο γιος του άρχοντα-ποιος; Ο Συχέμ;
(Η Μελχά κοιτάζει ερωτηματικά τη Ρόνι. Εκείνη γνέφει ναι).
Πώς έγινε; Πότε; Πες μου.
ΛΕΊΑ
Πάει το κορίτσι μου. Το ’λεγα εγώ.
(Στη Ρόνι)
Και συ που είχες τα μυαλά σου; Ω! Δυστυχία μου!
ΙΑΚΩΒ
(Βάζει τη Λεία να καθίσει)
Σώπασε να δούμε τι έγινε.
(Στη Ρόνι)
Λέγε επιτέλους κορίτσι, τί έγινε;
(Η Ρόνι κλαίγοντας πέφτει μπροστά στα πόδια του Ιακώβ. Δυνατά)
Σταμάτα τα κλάματα και μίλα.
ΡΟΝΙ
Εγώ της έλεγα να γυρίσουμε αφέντη. Δε μ’ άκουγε.
ΑΡΑΧΕΜ
(Πλησιάζει, τη Ρόνι)
Μη φοβάσαι. Άσε τα κλάματα και μίλα. Λέγε.
ΡΌΝΙ
Εκεί που περπατούσαμε ήρθανε δύο άρματα. Στο ένα ήτανε ο Συχέμ ο άρχοντας. Κατέβηκε και μας μίλησε .Είπε της Δίνας να πάει μαζί του. Εκείνη δεν πήγαινε και την άρπαξε ο ίδιος. Την έβαλε στο άρμα του και φύγανε.
ΛΕΙΑ
(κλαίγοντας)
Κορίτσι μου!
ΙΑΚΩΒ
Δε μπορώ να το πιστέψω. Ο Εμώρ να το κάνει αυτό σε μένα;.. Ήξερε ποια είναι η Δίνα;
ΡΟΝΙ
Του το είπε. Του είπε για τ’ αδέρφια της, του είπε για σένα αφέντη, τίποτα εκείνος. Την πήρε. Του μίλησα κι εγώ αφέντη. Έπεσα στα πόδια του. Τον παρακάλεσα. Μ’ έκανε πέρα. Δε φταίω κυρά μου... της έλεγα να γυρίσουμε.., δε μ’ άκουγε. Τί να ’κανα;
ΙΑΚΩΒ (στη Ρόνι)
Πήγαινε.
(Η Ρόνι οπισθοχωρεί κλαίγοντας και προσκυνώντας και βγαίνει. Η Ζελφά βγαίνει πίσω της)
Το παλιόσκυλο!
ΛΕΙΑ
Σαν τα μάτια μου τη φύλαγα. Σα λουλουδάκι τη μεγάλωνα. Γιατί; Για να τη χαρεί ένας αγριάνθρωπος
(Κλαίγοντας κρύβει το κεφάλι στις παλάμες της)
ΑΡΑΧΕΜ
Αφεντικό, να ετοιμάσω τους άντρες; Θα ’χουμε φασαρίες;
ΙΑΚΩΒ
Όχι. Αυτό όχι. Πήγαινε για την ώρα Αραχέμ. Και να μην πείτε σε κανέναν τίποτα.
(Ο Αραχέμ βγαίνει).
ΛΕΙΑ
Στείλε να το μηνύσεις στ’ αδέρφια της μήπως αυτά κάτι κάνουν. Γιατί να μ’ ακούσεις θεέ μου και να μου το δώσεις κορίτσι το παιδί αυτό; Στο ζήτησα για να μην είναι αγόρι πάλι και ζηλεύει η αδερφή μου, και συ μ’ άκουσες. Ας μη μιλούσα καθόλου. Τώρα δε θα μ’ έβρισκε τούτο το κακό.
ΙΑΚΩΒ
Δεν το ’ξερα αυτό.
ΛΕΙΑ
Το ξέρεις τώρα. Και τι αλλάζει; Ω! Δυστυχία!
ΙΑΚΩΒ
Έτσι ήθελε ο Κύριος έτσι έγινε. Μην αμαρταίνεις. Μόνο μπορούσα πες να την είχα δώσει του Ησαύ. Για χάρη σου όμως δεν το ’κανα -δε θα περνούσε καλά το κορίτσι μαζί του.
ΛΕΙΑ
Θα στείλω να το μηνύσω στα παιδιά. Αυτά κάτι θα κάνουν.
ΙΑΚΩΒ
Κοίταξε πώς θα τους το πεις. Μη τους αγριέψεις. Και να μην κάνουν τίποτα αν πρώτα δε μιλήσουν μαζί μου.
(Η Λεία βγαίνει)
Τέλος της δεύτερης σκηνής