Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΣΤΑΣΙΣ Α΄
(ΥΜΝΟΣ ΨΑΛΛΟΜΕΝΟΣ)

Η  Ζωή, σε τάφο
μέσα εβάλθης Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου   
Σε δοξάζανε  που αυτό έχεις δεχτεί.

Η Ζωή πεθαίνει;
Πώς σε τάφο έχεις μπει
και το θάνατο απ' το θρόνο του έριξες
και ανάστησες του Άδη τους νεκρούς;

Σε δοξολογούμε
και, τιμούμε Ιησού,
βασιλιά μας, την ταφή και τα πάθη Σου
που μ' αυτά μας έχεις σώσει απ' το Χαμό.

Συ τη γη έχεις φτιάξει,
τώρα όμως Εσέ
βασιλιά, σ' έναν μικρό τάφο σ' έβαλαν
κι απ' τα μνήματα ανασταίνεις τους νεκρούς.

Ο άρχοντας των πάντων
πεθαμένος! Ιδές!
Και Αυτός που πεθαμένους ανάστησε
σ' αναπάντεχο έναν τάφο έχει μπει.

Από τους ανθρώπους
ο πιο απ’ όλους καλός
πεθαμένος λες, Αυτός! ότι κείτεται
που σε όλα έχει δώσει ομορφιά.

Θάνατος και Ζήση
κουβεντιάζουν οι δυο!
Πώς με θάνατο ακυρώνεται ο θάνατος
και πηγή γίνεται Ζωής ένας νεκρός;

Τον Αδάμ Συ έχεις
πλάσει από πηλό
και για κείνον έχεις Συ γίνει άνθρωπος
κι έχεις, θέλοντας, ανέβει στο Σταυρό.

Τον Αδάμ να σώσεις
κάτω ήρθες εδώ
και στη γη μη βρίσκοντάς τόνε Δέσποτα
μες στον Άδη έχεις κατέβει να τον βρεις.

Από φθόνο είχε
μπει σε τάφο ο Αδάμ
και στη ζωή τον ξαναδίνεις πεθαίνοντας
σαν να είσαι νέος ένας Συ Αδάμ.

'Σένα που δικάζεις
από δίκη περνούν
μα από δίκη όλους Σύ μας απάλλαξες
και αθάνατους μας έκανες κι εμάς.

Μια πλευρά Εσύ πήρες
κι είχε η Εύα πλαστεί
και πλευρά μία σε Σένα τρυπήσανε
κι έχει τρέξει Σωτηρία απ' την πληγή.

Τέσσερες ημέρες
φίλο Σου έναν νεκρό
αναστήσει έχεις Χριστέ μου: το Λάζαρο.
Τώρα Συ πώς μέρες τρεις μένεις νεκρός;

Σάββατο είναι που είχες
αναστήσει νεκρό
Πώς το Σάββατο Εσύ, τώρα Αθάνατε,
το γιορτάζεις σαν νεκρός μες στους νεκρούς;

Σαν θνητός, Σωτήρα,
μόνος πας στη θανή
σαν Θεός όμως νεκρούς Συ ανάστησες
από τάφους αμαρτίας βαθιούς πολύ.

Της Τριάδας ο Ένας-
άτρωτος είσαι Συ
μα υπόφερες σαν έγινες άνθρωπος
για να κάνεις έτσι άτρωτους εμάς.

Και σε τάφο μπήκες
κι απ’ το πλάι Χριστέ
του  Πατέρα Σου καθόλου δεν έφυγες
πράγμα αλλόκοτο κι απίστευτο μαζί.

Σαν νεκρός στον τάφο,
με Πατέρα, Θεός
και στον Άδη σαν κυρίαρχος Δέσποτας
τους ανθρώπους έχεις σώσει απ' τη φθορά.

Κάτω από το χώμα
θέλοντας είχες μπει
και στα ουράνια ’πό τη γη ξανανέβασες
όσους κάποτε είχαν πέσει από κει.

Σε καινούργιον τάφο
Συ εμπήκες Χριστέ  
και του ανθρώπου την ουσία καινούργιωσες
όταν είχες σαν Θεός αναστηθεί.

Ουρανό έχεις θρόνο.
πάτωμα είχες τη γη
και τον τάφο Σου πώς τάχα να λέγαμε;
Μάλλον: τόπο Αναστάσεως Χριστού.

Δακρυοθρηνώντας
η Μητέρα η Αγνή
φώναζε καθώς με μύρα Σε ράντιζε:
Πώς θα Σε κηδέψω εγώ παιδί μου-πώς;

Φώς Εσύ του Κόσμου,
των ματιών μου Εσύ, φως
Ιησού Εσύ μου, πολυαγάπητε!
η Παρθένος κλαίοντας έκραζε πικρά.

Θεϊκέ Συ Λόγε!
Μόνη Εσύ μου χαρά!
Πώς θ' αντέξω την ταφή Σου την τριήμερη;
Αχ! τα σπλάχνα μου σπαράζουνε βαριά!

Πού νερό θα έβρω;
Πού δακρύων πηγές;
η Παρθένα η Θεοπάντρευτη φώναζε,
για να κλάψω τον γλυκό μου τον Ιησού;

Σεις βουνά, φαράγγια,
πλήθη ανθρώπων εσείς,
κι όσα έφτιαξε ο Θεός μας, θρηνήστε Τον
σαν που η μάνα Του-εγώ-Τόνε θρηνώ.

To σπαθί-αλί μου!-
της πικρής Σου σφαγής
την καρδιά μου διαπερνά, ω! αιώνιε!
ω! Μυστήριο ακατανόητο! Γιε μου Εσύ!

Πότε το αιώνιο
φως  Σωτήρα εγώ,
η Παρθένος μες στους θρήνους Της έλεγε-
την τρανή εγώ χαρά πότε θα δω;

Με το άγιο Σου αίμα
για μελάνι, Χριστέ,
έχεις σβήσει όλα μας τ' αμαρτήματα
κι απ' τον τάφο Συ βραβεύεις τη ζωή.

Προσκυνώ τα Πάθη,
ψέλνω Σου την ταφή,
και υμνώ τη δύναμή Σου φιλάνθρωπε,
γιατί αυτά μ' έχουν γλιτώσει απ' το Χαμό.

Κι όπως εθυμήθης
το Ληστή στο σταυρό  
κι εμάς τώρα που Σε υμνούμε θυμήσου μας
την ψυχή Σου λύτρα που έδωσες για μας.

Κι όσους επεθάναν
ευσεβείς Σου πιστούς
δώσε τους Σωτήρα μου δίκια ανάπαυση
και στο βασίλειό Σου βάλε τους να ζουν.

Τον Πατέρα υμνούμε
μα κι Εσένα μαζί,
Θεέ των πάντων, και το Άγιο το Πνεύμα Σου
και τη Θεια Σου ανυμνούμε την ταφή.

Σε καλοτυχίζου-
με Θεοτόκε Αγνή
και τιμούμε την ταφή την τριήμερη
του Παιδιού Σου που Θεός είναι για μας.

Η  Ζωή, σε τάφο
μέσα εβάλθης Χριστέ
κι οι στρατιές εκστατικές των Αγγέλων Σου  
Σε δοξάζαν που αυτό έχεις δεχτεί.