ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΙΜΙ ΒΑΛΛΕΥ
Ειν’ ένα χτήμα μια απλωσιά.
Λουλούδια προς το βάθος
Και δίπλα μας και γύρω μας
Ο,τι χλωρό θελήσεις:
Ντομάτες, φράουλες, αρακάς,
Μπάμιες και φασολάκια,
Βασιλικός και άνηθος,
Πατάτες, κολοκύθια…
Και λάμπουν μες στ' απόγιομα,
Πιότερο από τον ήλιο
Τα γένια τ’ αραποσιτιού
Και οι κιτρινοπράσινες
Κολοκυθοκορφάδες.
Μέσα σ' αυτή την απλωσιά
Μικρές νοικοκυρούλες
Σαν τ' αγριοπερίστερα
Αλέγρα τριγυρνώντας
Μαζεύουνε τα φρέσκα τους
Και τα σαλατικά τους.
Φορές, εκεί, μία φωνή
Έξαφνα κάποια βγάζει
Για να καλέσει το παιδί,
Ή για να την ακούσει
Η φιλενάδα που γερτή
Μακριά μαζεύει πέρα.
Μέσα στην ήσυχη εξοχή-
Μέσα στου αίθριου χτήματος
Την απεραντοσύνη,
Έρχοντας σαν μια κίνηση
Στου ακίνητου τη χώρα,
Ακούγεται αυτή η φωνή.
Σαν από κόσμο άλλονε
Ή σαν μια υπενθύμιση
Αιωνιότητας, ή σάμπως .
Έξαφνα να Ερωτεύεται
με τον εαυτό του ο κάμπος.
Έτσι θ' ακούγεται η φωνή
Του θεού μέσα στο Σύμπαν.