ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
Γεράσανε
Σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.
Κι ούτε προσέξανε
πότε άρχισε το χρώμα να τους ντύνει το κεραμιδί
κι ούτε θυμούνται
πότε ακούσανε το πρώτο τρίξιμο,
ή τη μέρα που οι αρμοί τους
στη συνηθισμένη ώθηση δυστρόπησαν.
Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.
Σκουριάσανε.
Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία τους ανοίγει.