ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει,
καθόλου δεν τη σταματώ
και δίχως ν' αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
όπου πετάει κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.
Δεν με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα 'ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν, πάνε-
μα με κρατεί η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να 'χει
που τη βοηθά να μην πιαστεί
αιχμάλωτη, ή να κουραστεί
εις τη μεγάλη μάχη
που δίνει μέσα στις φριχτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.