ΞΕΝΟΣ
Κάτι μου λεν όταν με βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ' άλση τους βρεθώ τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους μου μηνά.
Κάτι γυρεύουν από μένα οι πετρούλες.
μόνος καθώς στα έρημα και στ' άγρια περπατώ
με απαλές, τραγουδιστές με κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη μου κρατώ.
Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
δίπλα μου στ’ άβαθο καθώς ρυάκι του περνά
το άρωμα και η δροσιά του δροσερού του χνώτου
στων κοχυλιών μου τις στροφές λόγια πικρά κερνά.
Αγαπημένα μου τη γλώσσα σας δεν ξέρω
μα μη μ’ αδικοκρίνετε-ψυχή μου, σώμα, νους
δικά σας είναι. Aπό σας κι αν στη μορφή διαφέρω
αντάμα σελαγίζουμε στους ίδιους ουράνούς.
Ξένος εγώ είμαι στους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από μένα πιο καλά.
Κι ας ειν’ αυτό το ποίημα-δεν έχω άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούω τα πολλά.