ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ
Απόστρατο αξιωματικό που πέθανε στην Αμερική.
Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Νάταν κακές, νάταν πικρές, νάταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν. Μα σταλάγματα μελίρροης είναι κρήνης.
Έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.
Κι έτσι τρανές, κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
Στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του.
Και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
Κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του.
Ευαισθησία, ευθύτητα, ευγένεια, τιμιότη,
Σεμνότητα και αρετή, και ηθική και κρίση,
Κι ανάμεσα τους ρήγισσα και σ’ όλες ολοπρώτη
Η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.
Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
Νάναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
Είτε κει πέρα, στο Στρατό-μες στων αμνών τη μάντρα-
Η στο εργοστάσιο-εδωδά-μες στη μονιά των λύκων…
Γιάννη, με βιάση έφυγες, σαν κάτι εκεί πέρα
Έξαφνη απ’ την ακοίμητη έγνοια σου νάχε χρεία.
Αλλά για μας σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα,
Και η χαρά είναι πιο πικρή, κι η νύχτα είναι πιο κρύα.
Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα.
Η Λεβεντιά τ' ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα.
Άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν ’ξεχείλα
Και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.
Εφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
Εικόνα σ' έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τώρα.
Κι οι φίλο ι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου
Κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.