Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

 ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ

(Ο Μήτρος θέλει σ’ εκκλησιά να κάνει τον σταυρό του
Κι Γιάννος του το εύχεται, μα μόνο στ’ όνειρό του.)

-Μην παίρνεις φόρα κι άκου με. Δίνοντας κάθε χρόνο Σκαστά στην ενορία σου δολάρια εφτακόσα-
Όσα οι ραγιάδες στον πασά πληρώνανε σε γρόσια-
Και τότε Μήτρο εκκλησιάς γίνεσαι μέλος μόνο.
-Μα Γιάννο μου, είμαι πιστός. Όπου λοιπόν κι αν πάω
Δεν έχω το δικαίωμα κι εγώ να προσκυνάω,
Σ’ όποια εκκλησιά κοντά μου
Βρεθεί στη γειτονιά μου;
-Να προσκυνήσεις; Πώς θα μπεις; Οι εκκλησιές ανοιούν Πρωΐ ως δείλι Κυριακής. Μετά και πάλι κλειούν.
-Και δεν μπορώ θέλεις να πεις ολόκληρη εβδομάδα
Να πάω μες στην εκκλησιά ν’ ανάψω μια λαμπάδα;
-Άκου λοιπόν να σου τα πω γιατί εδώ είσαι νέος,
Ώστε αν άλλος σου τα πει να μην τ’ ακούς με δέος:
Στ’ ωραίο το Λος Αντζελες μα τον ωραίο καιρό
Που των Ελλήνων η βρωμιά στέκι κρατεί γερό
Να τι στις εκκλησίες του συμβαίνει
Που κάθε γήινο ιερό ρυπαίνει:
Αν θέλεις υπακούοντας στον Κύριο
Να κάνεις οποιοδήποτε Μυστήριο
Πρέπει της εκκλησιάς μέλος να είσαι αισίως
Ήτοι παράν πολύ να δίνεις ετησίως.
Έτσι τρανά θ’ αποδειχτεί ότι τα θεία σέβεσαι
Κι ένα χαρτάκι μαγικό αμέσως προμηθεύεσαι.
Μ’ αυτό μπορείς σ’ όποια βρεθείς Ελληνική εκκλησία
Με όλα τα Μυστήρια να βολευτείς τα θεία.
Αν όμως Μήτρο φουκαρά μέλος λαμπρό δεν είσαι
Και των λεφτάδων το χαρτί το μαγικό στερείσαι,
Να κάνεις γάμο αν και καλά το έχεις βάλει πίκα
Πρέπει να δώσεις στον παπά καημένε μου την προίκα.
Κι αν να βαφτίσεις μόνο θες, για του ναού το νοίκι
Το σπίτι σου θα έπρεπε να βάλεις υποθήκη.
Κι όπως σου είπα και πιό πριν, αν θες να βρείς γαλήνη
Μες στης ζωής της σημερνής την ψυχοφθόρα δίνη-
Αν θες να πας κάποια βραδιά, ή έστω κάποια μέρα
Και να ζητήσεις του θεού λίγο να σ’ αλαφρύνει
Από το άγχος το βαρύ που του διωγμού σου φέρνει
Η σπάθη η Δαμόκλειος που πάνω σου αργογέρνει,
Η' από την παλιανθρωπιά Ελλήνων δικηγόρων
Που βρίσκοντάς σε αδύναμον τελείως ν’ αντιδράσεις
Καθώς πιασμένος βρίσκεσαι στου Νόμου την παγίδα
Έρχονται και με διάφορες αντίχριστες προφάσεις
Του αίματός σου πίνουνε και τη στερνή ρανίδα,
Η' αν να ξεφύγεις προσπαθείς μονάχος προσευχόμενος
Από το πολυκέφαλο του νόστου το θηρίο
Ώστε να σ’ έβρει ζωντανόν ο χρόνος ο επόμενος
Να τρέμεις μες στης ξενιτιάς το φοβερό το κρύο,
Η' αν την ανάγκη ένιωθες για λίγο να μιλήσεις
Σε γλώσσα που ο που του μιλάς να σε καταλαβαίνει-
Πράγμα που δέκα χρόνια εδώ καθόλου δεν συμβαίνει-
Ήγουν αν θες με τον Θεό να επικοινωνήσεις
Για να Του πεις τον πόνο σου, ν’ ακούσεις τον δικό Του
Και να ηρεμήσεις βλέποντας το Θείο πρόσωπό Του,
Και αν να νιώσεις προσπαθείς ότι δεν είσαι μόνο
Άψυχο χώμα που βορά ερίχτηκε στο Χρόνο,
Παρά και κάτι αιώνιο εντός σου πως υπάρχει
Που του θεού σου δώρησαν τα φρένα τα παντάρκη-
Αν θες όπως σου έλεγα λοιπόν, να βρεις γαλήνη
Μες στης ζωής της σημερνής την ψυχοφθόρα δίνη
Κι αναζητήσεις εκκλησιά για να προσευχηθείς,
Όλες χωρίς εξαίρεση κλεισμένες θα τις βρεις.

                                -----

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΑΓΑΠΗ

Ωραία πουν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.

Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα ολαξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.

Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη...

Το κεφαλάκι της γυρνά και στα ουράνια νεύει .
Βλέπει τον ήλιο και γελά, τ’ αστέρια και χορεύει.  
Τη βλέπει ο ήλιος να γελά και πιότερο φλογίζει .
Βλέπει να νταβραντίζεται κι ο πόθος τον ζαλίζει.

Στων λογισμών μου τα νερά, στου νου μου τ’
ακρογιάλια
στιλβώνει το κορίτσι μου τα κρύφια του τα
οπάλια.
Εκεί βουτάει αποβραδίς και λούζεται το γιόμα
εκεί ομορφαίνει το καυτό και ρόδινό της στόμα.

Ωραία πουν’ η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σα σε μιαν έρμη εκκλησία το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν μυγδαλίτσα Γεναριού με άνθη φορτωμένη.
Ωραία πουν’ η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!



Η ΕΒΔΟΜΗΝΤΑΧΡΟΝΗ ΤΖΟΥΛΙΑ

Με ξεβαμμένο μπλε
και τσιγάρο στο στόμα,
γριά
κι αγαπιέται ακόμα.

ΛΑΜΙΩΤΙΣΣΑ

Για πες μου πού δουλεύεις
περιστεράκι μου
για πες μου πού δουλεύεις
κυπαρισσάκι μου.

Αν είσαι χαρτορίχτρα
να δω τη μοίρα μου
αν είσαι σερβιτόρα
να πιω την μπύρα μου

μανικιουρίστα αν είσαι
να δεις τα νύχια μου
ψυχίατρος, ν’  ανοίξω
σε σε τα μύχια μου.

Κι αν είσαι νοσοκόμα
γλυκιά Λαμιώτισσα-
κι αν είσαι νοσοκόμα
τρέξε κι αρρώστησα.


ΕΛΕ(ΕΙ)ΝΟΤΑΤΕΣ

Ήθελε να ’ξερε γιατί όλοι οι ποιητές
γράφουν κι από ’να ποίημα για την Ελένη-
μια πόρνη εκεί...
κι αφήνουν ατραγούδητες τόσες Ελένες άλλες-
τι λέει Ελένες...Ελε(ει)νότερες...
Ελε(ει)νότατες μπορεί να πει...



ΞΕΡΕΙ...

Αυτό το παιδί δεν κάνει για στρατιώτης.
Τα βέλη που εκτοξεύει δεν σκοτώνουν
μα πυρπολούν.
Στην πάλη όταν αδράξει τον εχθρό
αυτός θα σπαρταράει από πόθο
στην αγκαλιά του.
Κι όταν μια διαταγή θα πάρει
την εκτελεί τόσο γλυκά...

Ακούστε μια τριαντάχρονη
που ξέρει ζωντοχήρα
κι αυτά τα ρούχα βγάλτε τα από τούτο το παιδί.
Άλλες πατρίδες κι άλλες μάχες του ταιριάζουν.





TO ΤΣΑΪ

Αυτό το τσάϊ που δίνεται απόψε
δεν είναι τσάι απ’ τα συνηθισμένα
όπου ανταλλάσσονται απόψεις για τη μόδα
κι οι τελευταίες συζητούνται ειδήσεις.
Αυτό το τσαϊ συνωμοσίες εκκολάπτει
ματιές με τις ματιές συνεννοούνται
φίδια γλιστράνε από στόμα σε αυτί
κι ανάμεσα σε δυο γουλιές του χύνεται  αίμα.

Αυτό το τσαϊ μιαν επανάσταση γεννάει.
Έχουνε οι κοιλόπονοι αρχίσει
κι όλοι γνωρίζουν για τη γέννα
εκτός από τους αμφιτρύωνες βιαστές.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

 ΓΙΑΝΝΟΣ ΜΗΤΡΟΣ
(Μείωση μισθού Μήτρου)

Στο σπίτι πάει τρέχοντας ο Μήτρακας του Γιάννη
χτυπάει την πόρτα δυνατά κι όταν αυτή ανοίγει
κοιτάει το Γιάννο τρέμοντας και: «Γιάννο μου» του κάνει,
«η φτώχεια που ο Σαμαράς μας έφερε με πνίγει.
Μου κόψανε διακόσα ευρώ απ’ το μιστό που έπαιρνα
και με καμάρι χαρωπό στο σπίτι μου τον έφερνα,
προσεκτικά τον μοίραζα εκεί δια του τριάντα-
χωρίς να βάζω τίποτε από αυτόν στην πάντα,
και κάθε μέρα έπαιρνα όσο ήταν το πηλίκο
το σώμα μου σιτίζοντας με κείνα το αγροίκο.
Και τώρα πώς μ’ εφτά ευρώ τη μέρα ολιγότερα
θα ζήσω, που, αντίθετα, χρειαζόμουν περισσότερα;»

Κι ο Μήτρος ερωτώντας τον κι ο Γιάννος απαντώντας
περάσανε ένα δίωρο οι δυο τους συζητώντας:

……………………………………………….
ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου πώς εφτάσαμε σε τούτη την κατάντια
να είναι η πατρίδα μας σκαρί με δίχως ξάρτια
και να μην έρχεται κανείς να τήνε ρυμουλκήσει…
Τάχα της μέλλει στων νερών τον πάτο να βυθίσει;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Όπως σε βλέπω Μήτρο μου και όπως με θωρείς,
πάει-καπούτ-τετέλεσται η δόλια σου η πατρίς.

ΜΉΤΡΟΣ
Μα πώς Γιαννάκο μου-γιατί; ποια είναι η αιτία;
Μία πατρίδα σαν αυτήν, με τέτοια ιστορία
πάνω στης γης την απλωσιά θα πάψει να υπάρχει,
και μάλιστα χωρίς καν μιά να δώσει έστω μάχη;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ήτανε ληξιπρόθεσμο κράτος η Ελλάδα Μήτρο
όσο είν’ απάνω στην κιτριά το χαλασμένο κίτρο.

ΜΉΤΡΟΣ
Εσύ μιλάς Γιαννάκο μου για κίτρα χαλασμένα
ενώ για την Ελλάδα μας μιλώ εγώ σε σένα.
Πάψε αυτά να τσαμπουνάς και πες μου-ζωή να ’χεις-
τι τα βιβλία τα σοφά που ολημερίς συ ψάχεις
λένε για την κατάντια μας΄ και πες μου, αυτό το χάλι
που έχει η πατρίδα μας πότε θα το αποβάλει;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου δεν χρειάζονται βιβλία και σοφοί
ούτε να έχει κάποιος μας με αμβροσία τραφεί,
για να μπορέσει να ιδεί πού η Ελλάς τραβάει:
ευθεία στην αφάνεια της και στο χαμό της πάει!

ΜΉΤΡΟΣ
Και ποιος εκεί την οδηγεί; Γιάννο μου αυτό συ πες μου
γιατί το ακώ, αλλά –παρόλ!-δεν το ’μαθα ποτέ μου.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Αφού έμαθες και το παρόλ, ε, τότε το αξίζεις
να μάθεις ό,τι ως σήμερα Μήτρο μου δεν γνωρίζεις.
Άκου λοιπόν ποιος στο γκρεμό πηγαίνει την Ελλάδα!..

ΜΉΤΡΟΣ
…Γιάννο μου μη σου βρίσκεται καμιά πορτοκαλάδα
γιατί τα λόγια σου πολύ νομίζω θα τραβήξουν
κι ηλεκτρολύτες-αν δεν πιω-στον ύπνο θα με ρίξουν
κι η που θα κάνεις διάλεξη  θα πάει έτσι στο βρόντο.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ώστε στον ύπνο σου λοιπόν δεν κάνεις λίγο σκόντο
όταν για την πατρίδα σου θα μ’ άκουγες να λέω;

ΜΉΤΡΟΣ
Για σένανε Γιαννάκο μου δεν είναι κάτι νέο
ότι τον ύπνο αγαπώ. Αλλά ξέρεις ακόμα
όταν μιλάς πως κρέμομαι απ’ το δικό σου στόμα.
Πες μου λοιπό’ αν σου βρίσκεται κάποιο ποτό ή όχι
γιατί το θέλω όπως η γη ζητάει το πρωτοβρόχι.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Βρίσκεται. Πήγαινε λοιπόν και πάρε το ποτό σου
και μ’ αϋπνία και με ζωή φίλε Μητρούση ζώσου
και άκου το που ζήτησες να μάθεις-ποιος ο φταίχτης
που η Ελλάδα χάνεται-αυτό αφού ορέχτης.
… Την ήπιες;

ΜΉΤΡΟΣ
                          Ναι Γιαννάκο μου.

ΓΙΆΝΝΟΣ
                                                 Ωραία. Λοιπόν άκου.
Μα δώσε λίγη προσοχή να μη μιλώ του κάκου…

ΜΉΤΡΟΣ
Και προσοχή κι ανάπαυση κι επ’ ώμου κι ό,τι πεις.
Λέγε-σ’ ακούει ο πιο καλός στον κόσμο ακροατής.

 ΓΙΆΝΝΟΣ
Άκου λοιπόν Μητρούση μου πώς έχει το όλο θέμα-
κι απ’ όσες λέξεις θα ειπώ καμιά δε θα’ ναι ψέμα.
Πεθαίνει η Ελλάδα απ’ αυτούς που κάποτε τη γέννησαν:
Τη θέλησαν-τη χτίσανε. Τη μίσησαν-τη γκρέμισαν.

ΜΉΤΡΟΣ
Σε δυο προτάσεις Γιάννο μου τα όσα εγίναν έκλεισες
Γόρδιος Δεσμός λες ήτανε και με σπαθί τον έλυσες;
Πες μου με λόγια πιο πολλά τι έχει γίνει Γιάννο
με τρόπο που κι ο βλαξ εγώ το νόημα να πιάνω.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Λοιπόν η επανάσταση Μήτρο του εικοσιένα
που τόσο μεγαλειώδικη σου φαίνεται εσένα
δεν ήταν επανάσταση κουτέ κάποιων ελλήνων
αλλά ανάγκη των τρανών Δυνάμεων εκείνων
όπου εκείνο τον καιρό  θέλαν θυσία πάσει
τα εδάφη που εκράταγε η Τουρκία να τα χάσει.
Μέσα σε κείνα Μήτρο μου κι η Πελοπόννησο ήτανε.
Οι ευρωπαίοι το λοιπόν μέσα σ’ αυτήν εμπήκανε
τους τούρκους διώξαν και απέ, σ’ όσους εκεί εζούσαν
τον τόπο αυτό τους νοίκιασαν για να τονε διοικούσαν
όσο εκείνοι θα ’θελαν. Κι αν άλλαζε η βουλή τους
το ακίνητο θα πήγαινε πάλι στην κατοχή τους.
Κι έτσι εφτιάχτηκε η Ελλάς γι αυτήν που εσύ σκοτώνεσαι
κι όταν τον ύμνο της ακούς σαν χάνος μεταρσιώνεσαι.

ΜΉΤΡΟΣ
Δηλαδή Γιάννο η Ελλάς ήταν καπρίτσιο κάποιο
των ισχυρών Δυνάμεων; Το κίτρο ήταν το σάπιο;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Όπως το λες Μητρούση μου. Και στους αρχόντους πήγανε
που ξεζουμίζαν το Μωρηά, κι εκεί τρεις ώρες μείνανε
και «το Μωρηά τον δίνουμε χτήμα δικό σας να ’ναι
όσο τα χρόνια φεύγουνε και οι καιροί γυρνάνε
για να τον έχετε και σεις και οι απόγονοί σας.
Κλέβετε και ρημάζετε και όσο θέτε φάτε΄
για μάς αυτό ειν’ αδιάφορο. Κι όποτε το ζητάτε»,
τους είπαν, «σ’ ότι θέλετε θα είμαστε βοηθοί σας.
Μόνο να βάλετε καλά στο κούφιο το μυαλό σας
πως τίποτ’ από τούτα δω δε θα ’ν’ ποτέ δικό σας-
πως όποτε το κρίνουμε, μία ωραία μέρα,
σας στέλνουμε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα
και δίχως νάζια φεύγετε κι εμείς αναλαμβάνουμε.»
Κι είπαν αυτοί: «Ναι αφέντες μας, αυτό ακριβώς θα κάνουμε.
Κι ευχαριστούμε σας πολύ για την προτίμησή σας.
Και τώρα αντέστε στο καλό και ο θεός μαζί σας.»
Και από τότε κι ύστερα εκείνοι κυβερνήσαν
κι ύστερα γιοι κι αγγόνια τους κι όσοι αυτά γεννήσαν.
Κι ακόμα αυτοί αρμέγανε την άμοιρη Ελλάδα
που ένα κάνει η συννεφιά και δέκα η λιακάδα.
Ως τώρα. Γιατί έφτασε Μητρούση μου η ώρα
να πάρουν πίσω οι ισχυροί την που λατρεύεις χώρα.

ΜΉΤΡΟΣ
Καλά, μα γιατί κόβουνε εμένα το μιστό;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Χρήμα για να γεμίσουνε την τσέπη τους ζεστό.
Μήτρο οι παραδίδοντες σου κόβουν το μιστό σου
ώστε να φαν πριν φύγουνε ότι έχεις συ δικό σου.

ΜΉΤΡΟΣ
Και δεν τους φτάνουν οι εταιρείες που έχουν οι οφσόρ
και οι πισίνες και τα γιωτ και όλα τα κομφόρ
παρά γυρεύουν και μιστούς από φτωχούς ανθρώπους;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γιατί ολ’ αυτά τα αποκτούν με τους δικούς σου κόπους.

ΜΉΤΡΟΣ
Και δε μου λες Γιαννάκο μου, καλά οι τότε κλέφτες.
Μα οι κλέφτες οι σημερινοί κι οι σημερνοί οι ψεύτες
ποια σχέση έχουν –όχι, πες!-
με εκεινούς του χτες;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου άλλοτε με γιους που κάνουνε αβέρτα,
με κουμπαριές άλλες φορές που γίνονται στα σβέλτα,
με γνωριμιές, με παντρειές, με συνεταιρισμούς
και μ’ άλλους που αναπτύσσουνε παράνομους δεσμούς,
αλλάζουν χέρια οι τρανές θολές περιουσίες
και πάνε από τον ένανε στον άλλο λωποδύτη.
Και καθώς πάντα στη ζωή το χρήμα κυβερνάει,
κι η εξουσία στον ένανε από τον άλλον πάει.
Κι οι ίδιες οικογένειες πάντα σε κυβερνάνε.
Αυτές και τις αδύναμες τις σάρκες σου θα φάνε
ώστε όταν θα τους πάρουνε οι ξένοι το γκουβέρνο
να μη αυτοί στις τόσες τους σπατάλες βάλουν φρένο,
αλλά με άλλο πρόσωπο, και μ’ όνομα  ίσως άλλο
αυτοί να έχουν πάντοτε κομπόδεμα μεγάλο.

ΜΉΤΡΟΣ
Κι ο Σαμαράς λες Γιάννο μου ότι κι αυτός ακόμα
στο ίδιο ανήκει των αισχρών καταστροφέων το κόμμα;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Απ’ όλους περισσότερο.

ΜΉΤΡΟΣ
                                            Συμπέρασμα πώς τέτοιο
Γιάννο μου βγάζεις-ειν’ αυτός πρωθυπουργός-δεν είναι;!..

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ε και;

ΜΉΤΡΟΣ
               Τι ε και; Τον θεωρείς κι αυτόν κλεψιάς υπαίτιον;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Στο πρωθυπουργιλίκι του εσύ Γιάννο μου μείνε.
Όμως εγώ που όπως εσύ δεν είμαι βλάξ κι ανόητος
απ’ όσα λες εσύ γι αυτόν, μένω, Μητρούση, απτόητος.
Έγγονο έναν, βουλευτή, που έχει παραδώσει
τη χώρα του απροκάλυπτα-θα πει έχει προδώσει-
στα νύχια τότε της Αντάντ, και που στην Κατοχή
κόλος με τους εθνικιστές ήτανε και βρακί…
έγγονο έναν έμπορου που λήστεψε λαούς
και ήρθε εδώ και ύψωσε στο φασισμό ναούς…
έγγονο έναν μιας κυράς που ’γραφε παραμύθια
ενώ ο κόσμος γύρω της διψούσε την αλήθεια…
γιο έναν πάμπλουτης κυράς ελέω Ιπποκράτους
όπου τα στήθη άρμεγε του ταλαιπώρου κράτους…
από έναν τέτοιο άνθρωπο τι τάχα περιμένεις
όπου ποτίζει ολοζωής κήπους φυτείας ξένης;
Όπου όταν θέλει χρήματα τους μισθωτούς ρημάζει
ενώ ο κάθε φίλος του από το χρήμα σκάζει;
Που προστατεύει βουλευτές του ίδιου του του κόμματος
ενώ στους άλλους γίνεται βαρύς και μονοκόμματος;
Που συγκαλύπτει διαφθορά ΜΜΕ και υπουργών του
και κάνει ό,τι του ειπεί η φωνή των ελεγκτών του;
Που την Ελλάδα έδεσε στο άρμα της Ευρώπης
για να της φέρονται εκεί σαν να ’τανε της Πόπης;
Που αφήνει αφορολόγητους μεγαλοκαρχαρίες
και φορομπήχνει τους φτωχούς και τις κουρελαρίες;
Που δίνει εκατομμύρια στο πατρικό του Ίδρυμα
ενώ γεννάει καθημερνά η δυστυχία δίδυμα;
Που είναι με λόγο ένανε μεγάλη μαλαγάνα
κι είναι ατσίδα στην κλεψιά και στη ρεμούλα μάνα;
Που ενώ κάνει όλ’ αυτά μούτρα έχει και μιλάει
κι ένα κρατώντας θυμιατό Γεθσημανές πουλάει;
Που μ’ ένα λόγο συντηρεί κάθε παρανομία
ενώ απόφαση σωστή δεν πήρε ούτε μία;
Που την αντίσταση του λαού τη λέει τρομοκρατία
ενώ τη χούντα που έστησε τη λέει δημοκρατία;
Τι περιμένεις το λοιπόν Μήτρακα από κείνον
που κόβει εσένα το μισθό κι αξαίνει των κηφήνων;

ΜΉΤΡΟΣ
Το τελευταίο Γιάννο μου το ’πιασα και μου άρεσε.
Λάμψη ελέους το είναι μου Γιάννο μου το εβάρεσε
γιατί μου λες αν κι έμμεσα, πώς είμαι εργατικός
αν και δεν ξέρω από πού το έβγαλες και πώς.
Όμως με όλα τ’ άλλα σου για Σαμαρά που είπες
νομίζω πως μες στο νερό έκανες μόνο τρύπες.
Γιατί για λίγους μοναχά μετράν οι κατηγόριες-
γι άλλους αυτές είν’ από θεού ευχές και παρηγόριες.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Αλήθεια! Να που Μήτρο μου έχεις πολύ προοδέψει.
Με σκέψεις το κεφάλι σου θα ’χεις πολύ παιδέψει
για να μπορέσει και σ’ αυτό να φτάσει το συμπέρασμα.
Βλέπεις η σκέψη τελικά που έχει αποτέλεσμα;

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου εσκεφτόμουνα και πριν-πολλές φορές!
Και σκέψεις μάλιστα έκανα κάποιες φορές γερές.
Να, όπως όταν σκέφτηκα πως σαν η νύχτα πέφτει
οι άνθρωποι των αστεριών τα φώτα τους ανάβουν
γι αυτό στον άλλως άναστρο ουράνιο καθρέφτη
τ’ αστέρια βγαίνουν τις νυχτιές και κόβουνε και ράβουν.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μπράβο ρε Μήτρο. Αληθινά σκέψη πολλών αστέρων!
Θα ’ναι περήφανος για σε ο ουράνιος ο γέρων.

ΜΉΤΡΟΣ
Ποιος;

ΓΙΆΝΝΟΣ
               Άστο Μήτρο μου. Γερές μη σκέψεις κάνεις άλλες
Τη μπόρα μην αποζητάς. Αρκέσου στις ψιχάλες.

ΜΉΤΡΟΣ
Τι μπόρες και ψιχάλες λες; Μη θες να με μπερδεύεις.
Κι ας μην αλλάξουμε την πριν που είχαμε κουβέντα.
Και πες μου, γίνεται κι εμείς νομίζεις-τι πιστεύεις;-
στο πόκερ της παλιοζωής να κάνουμε μια κέντα
αντί ζευγάρι ένα η δυο οι ντίλερς που μας δίνουνε
και κάποτε πρωθυπουργοί Γιάννο κι εμείς να γίνουμε;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μητρούση μου πρωθυπουργοί γίνονται οι ματσωμένοι
Είδες κανένανε φτωχό πρωθυπουργός να βγαίνει;

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου όμως όλοι τους έχουν καλά σπουδάσει
κι έχουνε όλοι τους  γι αυτό το γένος τους δοξάσει.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ναι. Όμως πώς; Αλλάζοντας σε σένα τον αδόξαστο…
Αχ! Έχεις Μήτρο μου μυαλό άσκεφτο και αστόχαστο.
Έχουν λεφτά, πηγαίνουνε στα πιο καλά σχολεία
και έρχονται και βγάζουνε σε μας την Παναγία.
Σπουδάζουν πώς να γίνουνε βασανιστές ανθρώπων
στα μήκη όλων των χωρών, στα πλάτη όλων των τόπων.  
Σπουδάζουν καπιταλισμό και «στέρεη παιδεία»-
μα που ούτε είναι στέρεη ούτε είναι και Παιδεία.
Σπουδάζουν πώς να κλέβουνε αυτοί και οι δικοί τους
σπουδάζουν πώς να καταντούν τους άλλους ρακενδύτους
σπουδάζουν πώς θα κάνουνε να μη σπουδάσουν άλλοι
και πώς στη θέση της ψυχής να έχουνε κεφάλι.
Και παν και ζούνε ταιριαστά με άλλους όμοιούς τους
που τους λαούς αρμέγουνε καθείς τους τους δικούς τους.
Σπουδάζουν την απανθρωπιά, σπουδάζουνε τη βία,
το ψέμμα, το ξεγέλασμα, το μίσος, την κακία.
Με λόγια απλά σπουδάζουνε πώς θα επιβληθούνε
σε λαούς που στην κατάσταση του ζώου τους κρατούνε.

ΜΉΤΡΟΣ
Μιλάς για όλους τους λαούς Γιάννο, της οικουμένης;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Για της Ελλάδας το Λαό μιλάω της βλαμμένης,
χώρας που όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι
καθένας τον αγκλέουρα ολοζωής του τρώει
και για όσους άλλους απ’ αυτούς που ζουν στις άλλες χώρες
τις ίδιες με το Σαμαρά τραβάνε κατηφόρες.
Γιατί αλλού υπάρχουνε και σώφρονες ανθρώποι
που το λαό τους ωφελούν οι όσοι κάνουν κόποι
και που δε ζουν για να ρουφούν εργαζομένων αίμα,
δεν ξέρουν τ’ είναι διαφθορά, δεν ξέρουν τ’ είναι ψέμα
και το λαό να υπηρετούν η μόνη τους ειν’ έγνοια
και όχι ξένων ηγετών να έχουνε την εύνοια.

ΜΉΤΡΟΣ
Όλα καλά Γιαννάκο μου γιατί όμως είπες ότι
βλαμμένη ειν’ η Ελλάδα μας; Με πείραξε αυτό.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γιατί σε όλα τ’ άσχημα Μήτρο αυτή είναι πρώτη
και τελευταία σε κάθε τι ωραίο ή σωστό.
Και το χειρότερο γιατί, δεν το καταλαβαίνει
και πιο βαθιά στο χάλι της κάθε ημέρα μπαίνει.

ΜΉΤΡΟΣ
Μα ο λαός της Γιάννο μου τι φταίει ο κακομοίρης;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Φταίει γιατί στον τόπο του δεν είναι νοικοκύρης.
Γιατί τα εύκολα ζητά και όχι τα καλά
και τη ζωή του άκοπη τη θέλει να κυλά.
Γιατί αφήνει σαν το ζω’ να τον μεταχειρίζονται
εκείνοι που στο αίμα του επίορκα ορκίζονται.
Γιατί το «θα» αν και τ’ άκουγε δεκαετίες τώρα
τις δυστυχιές που του ’φερνε τις έπαιρνε για δώρα
και φάντασμα ένα ψήφιζε για να τον κυβερνήσει.
Κι όταν του «θα» τον όλεθρο είχε κατανοήσει-
και χρειαστήκανε γι αυτό σαράντα πέντε χρόνια-
τότε σε  άλλην έπεσε λούμπα, πιο καταχθόνια.
Αυτήνε που και σήμερα τον διαφεντεύει ακόμα
κι απ’ τη ζωή του και το φως του παίρνει και το χρώμα
και πλέον σκότιος κι άχρωμος στη γη του τριγυρίζει
και δεν χτυπά-και δεν ορμά-μονάχα κλαυθμηρίζει.
Και ειν’ αυτή το χαοτικό-το λαοβόρο «πρέπει»!
Πόσα δεν πήρε αυτό λεφτά από του λαού την τσέπη
κι άνομο πλούτο τα ’κανε για τους πολιτικούς!
Πόσα… μα ας μη και άλλα πω αφού δεν με ακούς…

ΜΉΤΡΟΣ
Με συγχωρείς Γιαννάκο μου, τη μύγα έβλεπα αυτή
που η κακομοίρα δεν μπορεί-κοίτα την-να πετάξει…

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γι αυτό σου λέω Μήτρο μου, η μοίρα έχει γραφτεί
ενός λαού που δεν μπορεί μέσα του να κοιτάξει
και τα φτερά του να ιδεί τα σύρριζα κομμένα
κι όχι της μύγας… κι ύστερα… μου λες εσύ εμένα…

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου μη μια μύγα εκεί το λόγο σου τελειώσει
που εγώ τον επερίμενα με αδημονία τόση…
Συνέχισε να μου μιλάς και να με δασκαλεύεις…

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο δεν ξέρω τι από με να σου ειπώ γυρεύεις,
αλλ’ αν μια μύγα κέρδισε τόσο την προσοχή σου
πιότερο απ’ τη συζήτηση που κάνω εγώ μαζί σου
τότε να συνεχίσουμε διόλου δεν ωφελεί
(όχι κι ως τώρα τάχατες που ωφέλησε πολύ…)
Γι αυτό και άλλο Μήτρο μου από μένα μη ζητάς
αφού εγώ λέω, κι άφτερη μια μύγα εσύ κοιτάς.
Και πήγαινε στο σπίτι σου και δες μες στον καθρέφτη
ένα λαό μες στου χαμού το βάραθρο να πέφτει.

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου βλέπω θύμωσες. Γι αυτό άλλο δε μιλάω
παρά στο σπίτι μου όπως λες θα φύγω και θα πάω,
κι αν ξεθυμώσεις Γιάννο μου μου λες κι εγώ ξανάρχομαι
αντί στο σπίτι μόνος μου δίχως παρέα να κάθομαι.


ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου δεν εθύμωσα-και πώς να σου θυμώσω
αφού τόσο είμαι φίλος σου και σε πηγαίνω τόσο.
Μα να, κι εγώ κουράστηκα μόνο να τσαμπουνώ
και να μην παίρνω  τ’ όπλο μου να πάω στο βουνό…
Γιατί νοιώθω ένοχος να ζω σε μία κοινωνία
που ενώ τάχα πολεμώ με τόση μια μανία
μα στη ουσία τρέφεται αυτή από τα λόγια
του κάθε που παραμιλά χαζού και κουτομόγια.
Κατάλαβες Μητρούση μου;

ΜΉΤΡΟΣ
Κατάλαβα Γιαννάκο.
Ή τέλος πάντων γρήγορα λέω θα καταλάβω.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Έτσι Μητρούση φίλε μου. Καλά τα λες και μπράβο
που ελπίζεις ότι κάποτε στο νόημα θα μπεις.

ΜΉΤΡΟΣ
Ευχαριστώ Γιαννάκο μου που έτσι μ’ επαινείς
σοφός εσύ, εμένανε, τον άμαθο κι αγροίκο.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου σουτ! Μην προχωρείς! Εν δήμω μη τα εν οίκω…

ΜΉΤΡΟΣ
Αυτό δεν ξέρω τι θα πει, μα κι ούτε θα ρωτήσω
γιατί απ’ αυτό η κουβέντα μας μπορεί ν’ αρχίσει πίσω,
κι εσύ δεν θα το ήθελες. Γι αυτό γεια σου Γιαννιό μου.
κι αν με θελήσεις πάρε με-έχεις το νούμερό μου…

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γεια σου ρε Μήτρο κι αν καμιά ερώτηση πάλι έχεις
μη πάλι απάντηση ζητάς κι εδώ τρεχάτος έρθεις…

ΜΉΤΡΟΣ
Και τι να κάνω Γιάννο μου; Στην απορία μου ποιος
απάντηση θα έδινε μεγάλος ή μικρός
αν όχι εσύ που με όρεξη και λέξεις όχι λίγες
μου τα εξηγείς…

ΓΙΆΝΝΟΣ
                               …ενώ εσύ χαζολογάς με μύγες…

ΜΉΤΡΟΣ
Καλά είπα ’γω μου θύμωσες-βλέπεις, το ξαναλές!

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου τράβα στο καλό. Και γράψε μου ότι θες.

ΜΉΤΡΟΣ
Δε θα σου γράψω-θα σου ’ρθώ- αλλιώς τι φίλος θα ’σουν;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Καλά, μα λίγες άφησε ημέρες να περάσουν…

ΜΉΤΡΟΣ
Μήπως Γιαννάκο δε με θες; Μήπως…

ΓΙΆΝΝΟΣ
                                                     Ρε Μήτρο τράβα!
προτού αντί για τον καπνό το ηφαίστειο βγάλει λάβα.
Κουράστηκε το χέρι μου να γράφει τόσην ώρα…

ΜΉΤΡΟΣ
Γιατί δεν μου το έλεγες; Φεύγω αμέσως τώρα!

(Κι ευθύς ο Μήτρος έφυγε και ο Γιαννιός ευχόταν
να μη όπως κάνει πάντοτε γρήγορα ξαναρχόταν)

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Ο κακός ψυχρός καιρός μας
και ο νέος πρωθυπουργός μας)

-Γιάννο φοβάμαι. Τ’ ειν' αυτοί οι θόρυβοι που ακούγονται
Σαν αλόγα να χλιμιντρούν, τεντζέρια να συγκρούονται
Και σαν προς ζωντανά οκνά οτρύνσεις αγωγιάτη;
Πράγματα ασυνήθιστα. Συμβαίνει νέο κάτι;

-Πως νέος μας πρωθυπουργός έγινε ο Σημίτης
Κι ότ’ είναι Ευρωπαϊστής μεγάλος  αγνοείς;

-Και πώς μπορώ να τ’ αγνοώ; Αλλά μη μ' επιπλήττεις
Με τούτο αν δεν εννοώ ό,τι εσύ εννοείς.
Πες μου λοιπόν τί ειν’ αυτός ο ασυνήθης πάταγος;

-Ειν' όλο το Ελληνικό Μήτρο νοικοκυριό μας
Που ο Σημίτης βιαστικός πάντοτε και αβάσταγος
Φορτώνει πάνω στ' αχαμνό και βρώμιο μόνιππό μας
Και στην Ευρώπη σβουριχτό να πάει το οδηγεί.
Κι όληνε μονοκόμματη τη χώρα προσπαθεί
Να τηνε κάνει όσο μπορεί πιο γρήγορα Ευρώπη.

-Μα όσοι κι αν καταβληθούν γι αυτό Γιάννο μου κόποι
Ποτέ η Ελλαδίτσα μας Ευρώπη δε θα γίνει.

-Αυτό σε κείνον να το πεις που έχει παραμείνει
Με την ιδέα πως αυτό θα επιτευχθεί στα σίγουρα.

-Οσο μπορούν να γίνουνε μάτια τα ματοτσίνουρα.
Τόσο κι αυτό θα γίνονταν. Μα τόσο είναι ανόητος
Ωστε σε τέτοια θέματα να προχωρεί απτόητος;

-Ναι. Τόσο είναι δυστυχώς. Ομως από την άλλη
Υπάρχουν κι άλλοι πούχουνε μυαλό μες στο κεφάλι
Και μες στην που μας έβρηκε μεγάλη παραζάλη
Φροντίζουν για το μέλλον τους σωστά και δίχως άργητα.
Και τους θωρείς να τρέχουνε με βιάση και με μάνητα
Αλλοι να βρούνε το πανί, άλλοι να το σχεδιάσουν,
Αλλοι να το γαζώσουνε, και ότι ετοιμάσουν
Να το πουλήσουν σε τιμή ψηλη σε κάθε Ελληνα.

-Αυτά σου τα λεγόμενα φιδίσια είναι και χέλινα.
Πες μου ευθύς τι φτιάχνουνε οι άνθρωποι που λες.

-Τί φτιάχνουν! Δε μπορείς να δεις; Μα, φίλε μου, ποδιές.
-Και τί τις θέλουν τις ποδιές άντρες παιδιά και γέροι;

-Βρε κουτεντέ, αυτό πλην σου, άλλος καθείς το ξέρει.
Τις θέλουν για να τις φορούν είτε σαν καμαριέρηδες
Ή σαν γκαρσόνια, ή σαν καλοί λακέδες και πορτιέρηδες
Ωστε σωστά να υπηρετούν έτσι τους Ευρωπαίους
Που θα μας φτάσουν στους καιρούς που έρχονται τους νέους.

-Ωστε υπηρέτες όλοι μας θα γίνουμε στους ξένους;

-Ναι.  Όπως πάντοτε οι φτωχοί στους οικονομημένους.
Μόνο που τώρα θάμαστε υπηρέτες με ταυτότητα
Κι η ΕΟΚ θάχει απάνω μας την αποκλειστικότητα.
Γιατί αυτό Μήτρο η Ελλάς για την Ευρώπη θάναι:
Το μέρος όπου διακοπές οι εταίροι θα περνάνε.

-Μα οι εταίροι Γιάννο μου δε θέλουνε κι εταίρες;

-Γι αυτό το θέμα ας ειν' καλά οι Ελληνες πατέρες.
Αυτοί θα προμηθεύουνε εταίρες στους εταίρους,
Τους νέους, τους μεσόκοπους, ακόμα και τους γέρους,
Εχοντας σαν αντάλλαγμα χρήμα Ευρωπαϊκό.

-Ω! Τι μεγάλο Ελλάδα μου που σ’ έβρηκε κακό!
Για χρήμα τα κορίτσια σου σε λίγο θα εκδίδονται.

-Γιατί; Μήπως εκδόσεων παρόμοιων τώρα φείδονται;
Κορίτσια και ανύπαντρες, γρηές και παντρεμμένες,
Στον πληρωμένο έρωτα είναι παραδομένες.
Η διαφορά η μοναχή θα είναι ότι τότε
θα τις γλεντούν αλλοδαποί-ξένοι χρηματοδόται.

-Εκεί ο Σημίτης οδηγεί το κράτος μας λοιπόν;

-Ναι. Συνεπικουρούμενος κι υπό άλλων αλητών.

-Αλήτης ο Σημίτης;

-                                             Σαν κάθε ΠΑΣΟΚίτης.
-Ωστε δεν έχει τίποτα επάνω του καλό;

-Τίποτα. Και αν θες αυτό υπευθύνως στο δηλώ.
Το μόνο ενθαρρυντικό είναι το επώνυμό του.
Για’  είναι ισραηλίτικο. Κι αυτό δίνει ελπίδες
Πως απ' τον ήλιο το μικρό και τον ασήμαντό του
Μπορούν να ξεπηδήσουνε κάποιες λαμπρές αχτίδες.
Και πριν, αιώνια απορών, και πάλι με ρωτήσεις
Ετσι γιατί το νέο μας πρωθυπουργό στολίζω,
Αρώτητα από μένανε θα έχεις απαντήσεις
Εξ όσων μου έτυχε απλά ως τώρα να γνωρίζω.
Και πρώτα θάταν αρκετό αν σούλεγα πως όλοι
Οι Ευρωπαίοι, χαίρονται που βγήκε ο Σημίτης.
Γιατί όπως ο Ομηρικός έκανε αισυμνήτης
Για τήρηση θα μεριμνά των τύπων μες στην πόλη
Ενώ θα ρέβουν οι φτωχοί μες στη σκληρή βιοπάλη
Κι ενώ θα οργιάζουνε οι πλούσιοι και πάλι.
Κι άκου και τούτο. Ακουσες τι απάντηση έχει δώσει
Οταν τον κατηγόρησαν ότι  των Ναυπηγείων
Το θέμα, όντας υπουργός, το είχε χαντακώσει;
Είπε πως όποιος νάτανε σ' αυτό το υπουργείο
Τίποτε δε θα έκανε κι αυτός, όπως κι εκείνος.
Με άλλα λόγια ο άνθρωπος μας λέει υπευθύνως
Ότι τελείως απέτυχε στη θέση του υπουργού.
Και μεις ευθύς του δώσαμε θέση πρωθυπουργού
Σαν αμοιβή για την τρανή ανικανότητα του.
Ναι! Και ακόμα έχει πει, η σημερνή εποχή
Πως για να πάει χρειάζεται, μπροστά, καινούργια πράγματα.
Και είναι αυτά,διευκρίνισε, "ιδέες και οράματα".
Και η Ελλάδα θα σωθεί και θα μεγαλουργήσει
Αν τρία, λέει, προβλήματα, μπορέσει να επιλύσει.
Και να ποια είναι η σειρά αυτών των προβλημάτων
Που δέον να επιλυθούν βραδύτερον ή θάττον:
Πρώτον να μη μας κλέφτουνε στο ζύγι οι μαγαζάτορες
(Ξύλο που θα του δίνανε αν άκουαν οι προπάτορες..)
Του περιβάλλοντος μετά έρχεται η προστασία,
Και τρίτον, η βελτίωση των Συγκοινωνιών
Γι αυτά ο νέος πρωθυπουργός θα γίνει λέει θυσία.

-Φαίνεται κάνει σύγχυση ο ταλαίπωρος εννοιών.

-Μπορεί και όχι Μήτρο μου. Για σκέψου λιγουλάκι.
Ισως η Ελλάδα χειριστή καλόν νάχει στο δοιάκι
Κι εμεις να μην το ξέρουμε
Κι αδίκως υποφέρουμε.

Μπορεί όταν την ατμόσφαιρα
Τελείως καθαρίσει
Το οξυγόνο, καθαρό,
Το νου μας να ξυπνήσει,

Και ξαφνικά να γίνουμε
Οι Ελληνες πρώτοι σ’ όλα
Οπως στου Αντρέα τη ζωή
Ητανε η Κοκκόλα.

Και ξαφνικά το Εθνικό
Το μένος να μας πιάσει
Κι οι μέγιστοι να γίνουμε
Ηρωες μες στην Πλάση.

Να μπούμε στην Αγια Σοφιά
Να πάρουμε την Πόλη
Και τα Βαλκάνια το μικρό
μας νάναι περιβόλι.

Να είμαστε ηγήτορες
Της Κολλητής Ευρώπης
Οπως ο Δίας ήτανε
Της άλλης της Ευρώπης.

Και στη φούρια του Σημίτη
Την περιβαλλοντική
Κάθε άλλη δραστηριότης
Συνεπώς θα υπαχθεί .

………………………
……………………..

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Μήτρος και Γιάννος τρέχοντας όλο στα δικαστήρια
Ρίζες για να μπορέσουνε να ρίξουνε στα ξένας,
Μονάχος μου θα διηγηθώ τα κόλπα τα μυστήρια
που Τούρκοι κάνουν κι Ελληνες στον άλλονε καθένας)

(Οπου η καρδούλα του Καρντάκ
Κάνει μπαμ-μπουμ αντί τικ-τακ)


Αχ! Δύο μέτρα το νερό
Νάτανε πιό ψηλά
Δε θα υπήρχα σαν νησί
Και θάταν πιό καλά.

Τ’ ήτανε τούτο πούγινε;
Τι φασαρία μεγάλη!
Κι όλη αυτή για μένανε-
Για μένα όλη η ζάλη.

Πού νάξερα η ασήμαντη
Εγώ, πως θα ερχόταν
Ενας καιρός όπου για με
Κόσμος θα σκοτωνόταν…

Για μένα-ένα ξερόβραχο
Μία μικρή εκεί πέρα
Που τρέμω και στο φύσημα
Ακόμα του αγέρα…

Μοίρα που δεν εζήλεψα
Μ’ ήβρε. Με  ήβρε  τύχη
Που δε  θα το φαντάζονταν
ούτε του Ομέρ οι  στίχοι.
 
Εγώ καλά καθόμουνα
Στ' αυγά μου τα νερένια
Χωρίς σκοτούρα στο μυαλό
Και δίχως μία έγνοια.

Εγώ καλά στεκόμουνα
Μες στα νερά τα Αιγαία
Τα όμορφα και τα καλά
Και τα γλυκά κι ωραία.

Ένα νησάκι! Μια γωνιά
Μικρή αυτού του κόσμου
Που όλονε τον ένιωθα
Σα νάτανε δικός μου.

Δίπλα από την γειτόνισσα
Βρίσκομαι, την Τουρκία
Και μ' όλα νιώθω γύρω μου
Συγγένεια και φιλία.

Κοντά σε δυό αδέρφια μου
Γιγάντια κατοικώ
Που μ' αγαπούν και τ’ αγαπώ:
Την Κάλυμνο και Κω.

Κι αυτό πως δεν το ξέρουνε  
Κάνουνε οι ΠΑΣΟΚοι
Και μ’ έχουν ολοσούσουμη
Πάλι στους Τούρκους δώκει.

Κι αν δύο όπως άκουσα
"Οχι" είπαν βουλευτές τους,
Ποιος τους ακούει-πνίγηκαν
Στων άλλων οι φωνές τους-

Ξεκάθαρη η δήλωση
Του κύριου Σημίτη:
"Πάρτε εκείνο το πανί
Από το ξένο σπίτι:"

Και η σημαία έφυγε-
Πληγή πάνω στη ράχη μου-
Και πάλι θάμαι ήσυχη
Καθάρια και μονάχη μου.

Κι αν ίσως με ρωτήσετε
Για όνομα, δεν έχω-
Δεν είχα μάλλον. Σήμερα
Έχω και παραέχω.

Ίμια οι Ελληνες, Καρντάκ
Οι Τούρκοι λεν εμένα.
Για σκέψου! Δυό ονόματα
Να ’χω από κανένα…

Τέλος. Καλά. Με ονόμασαν.
Μα τι τα θέλαν τ' άλλα
Τα αίσχη που εκάνανε
Τ' αμέτρητα μεγάλα;

Ητανε λέει πάνω μου
Σημαία Ελληνική
Κι οι Τούρκοι τήνε βγάλανε
Και βαλαν Τουρκική.

Τούρκους αυτό τους Ελληνες
Τους είχε κάνει ευθύς
Που νόμισα θα φίλιωναν
Πια σαν ομοεθνείς-

Τούρκοι οι μεν, Τούρκοι κι οι δε,
Ε, είπα, θα τα βρούνε.
Μα κείνοι, όχι εμένανε-
Κανέναν δεν ακούνε!

Αρχίσαν να φωνάζουνε
Κι από τα δυο μέρη
Κι αυτή η φαγωμάρα τους
Μ' άλλη δεν είχε ταίρι.

Και πόλεμο θα κάνανε
Αν οι Αμερικάνοι
Δεν είχαν μιαν ουδέτερη
Χειρονομία κάνει:

Τους είπαν "Φύγετε κι οι δυο
Απάνω απ' το νησί!...»
(Κλίντον μου γεια στο στόμα σου
Κι οι δρόμοι σου χρυσοί.)
 
«…Και γύρω απόνα κάτσετε
Συζήτησης τραπέζι
Και βρείτε τα-με πόλεμου
Φωτιά κανείς δεν παίζει!".

Και βέβαια είμαι ελληνική.
Όμως γιατί δεν πάνε
Στους Ευρωπαίους "φίλους" τους
Την Πόλη να ζητάνε;

Κι εκεί εκατοικήσανε
Αιώνες οι δικοί τους.
Τι έχει άραγε να πει
Γι αυτό η λογική τους;

«Αλλά δεν μας την έδωσε
απαντούν, καμιά συνθήκη!..»
Θαυμάστε τους κακόμοιρους
Που με τα όπλα νίκη,

Γιατί ποτέ δεν καρτερούν,
Προσμένουν η Ευρώπη
Να τους χαρίσει όσους λεν-
Κι είναι- δικοί τους τόποι…

Ω! Τους κακόμοιρους! Που ενώ
Όσο κι αν προσπαθήσουνε
Δυο γαïδουριώνε άχερα
Δεν ξέρουν να χωρίσουνε,

Ζητάνε δύσκολες πολύ
Να μάθουν συναρτήσεις.
Τι να τους πεις, και πώς μ' αυτούς
Να πας να συζητήσεις…

Ανόητοι. Κοροϊδεύουνε
Τους άλλους, μα εκείνοι
Πιο πίσω απ’ όλους αυτουνούς
Έχουνε απομείνει-

Αφήνουν τον καθένανε
Την εξουσία να παίρνει
Και τόνε βλέπουν ήσυχα
Το δέρμα τους να γδέρνει,

Κι επάνω δεν σηκώνονται
Να επαναστατήσουν
Κι αληθινά Ελληνική
Κυβέρνηση να στήσουν.

Και σαν μικρά κακά παιδιά
Φωνάζουν και γκρινιάζουνε
Κι Ευρώπη και Αμερική
Με φωνασκίες ταράζουνε.

Κι όλων αυτών παρακαλώ
Ποια είναι η κατάληξη;
Ντυμένοι παληοκούρελα
Να βγαίνουν κάθε Ανοιξη,

Κι Ευρώπη και Αμερική
Τριγύρω να τις φέρνουνε
Κι απλώνοντας το χέρι τους
Κάτι να ζητιανεύουνε.

Πότε Αιγαίο και σύνορα,
Πότε Μακεδονίες
Πότε νησάκια ξερικά
Και τέτοιες ιστορίες.

Ελληνικά ειν’ όλα αυτά.
Μα δεν τα ζητιανεύουν
Από έναν κι από άλλονε
Μα με τη βιά τα παίρνουν!

…Και τους βαριούνται οι δυνατοί
Κι όλοι γελούν μαζί τους
Μ’ αυτές τις απαιτήσεις τους
Τις τόσον ανόητους.

Κι ήρθαν εδώ πλοία πολλά
Ελληνικά και Τούρκικα
Και με την τόση αντάρα τους
Με πρήξαν τα μαγκούφικα.

Και από κει που πουθενά
Δε μ’ ήξερε κανένας
Στην άκρη αμέσως βρέθηκα
Κάθε χειλιού και πέννας.

Κι ασχοληθήκανε μ’ εμέ
Οι δυνατοί της γης
Και αντικείμενο έγινα
Μελέτης και σπουδής,

Πρωθυπουργών και υπουργών,
Προέδρων, Βασιλέων,
Σα να μην ήμουνα λαγός
Αλλ’ ένας άγριος λέων.

Κι Επιτελείων γέμισα
Τους αιμοβόρους χάρτες
Και έριξα τις μετοχές,
Και πλούτισα τους γδάρτες,
 
Και Μεραρχίες κίνησα,
Σε πλοία άλλαξα ρότες
Κι έκλεισα επιφυλακή
Τους Ελληνες στρατιώτες.

Και δύο έκανα λαούς
Τα σοβαρά ν' αφήσουνε
Κι ένα γελοίο κι οι δυό τους φλερτ
Με μένανε ν' αρχίσουνε.

Κι ενώ εγώ είμαι ελληνική
Απ' τα παλιά ζαμάνια
Δική τους τώρα με ζητούν
Τα Τούρκικα φιντάνια.

Ποιάν; Μια νησίδα τόση δα,
Μία βραχονησίδα
Που αγνοώ αν έχω καν
Και υφαλοκρηπίδα.

Να πεις εγώ πως ήθελα
Σε κάποιον να δοθώ;
 Καθόλου. Δόξα τω θεώ
Το έχω ότι ποθώ.

Το κύμα γύρω γύρω μου
Που έρχετ' αγριεμένο
Και μ' αγκαλιάζει δυνατό
Κι αφροστεφανωμένο,

Ειν' ο καλλίτερος γαμπρός-
Στο στρώμα πά’ της άμμου-
Μαζί του κάθε μέρα μου
Σαν πρώτη μέρα γάμου!

Και να μην τόθελα εγώ,
Το χάδι του αγέρα,
Μ’ ανατριχιάζει ερωτικά
Και νύχτα και ημέρα.

Και δίνομαι στου κύματος
Την άσπρη την αγκάλη
Και γεύομαι της γλύκας του
Τη μοναχή τη ζάλη.

Και δίνομαι στον ήλιο μου
Δίνομαι στο φεγγάρι
Και δίνομαι στων αστεριών
Τη μαγεμένη χάρη.

Και στην ημέρα δίνομαι
Και δίνομαι στο δείλι
Που πλάθει ολοπόρφυρο
Του Πλάστη μας η σμίλη.

Και στα πουλιά και στα ερπετά
Και στα ζωάκια δίνομαι
Και ένα με την γύρω μου
Εγώ τη Φύση γίνομαι.

Δεν ήθελα περσότερα.
(Σκέψου,τι άλλο νάθελα;
Αν ναι, ε, τότε όλα αυτά
Δικαίως να τα πάθαινα)-

Δεν ήθελα. Ούτε ειμ' εγώ
Σαν τις γυναίκες κείνες
Που, ξένες για τον έρωτα,
Άλλες τις δέρνουν πείνες.

Δεν ειμ' εγώ όπως αυτές
Τις παστρικές κοκώνες
Που προσκυνούνε του Χριστού
Και των αγίων εικόνες,

Ενώ την ίδια σκέφτονται
Την ώρα το φουστάνι
Πούδανε χτες στα μαγαζιά
Πόσα δολάρια κάνει.

Δεν είμαι εν’ ανερμάτιστο
Εγώ σαν κείνες ον
Στις δεξιώσεις μοναχά
Να δίνω το παρόν

Κι άλλη για με στον κόσμο αυτό
Να μην υπάρχει έγνοια
Παρά τσάντες κροκόδειλου
Και ρούχα μεταξένια.

Όχι-σαν του Λος Αντζελες
Δεν είμαι εγώ τα θήλεα
Που όποιαν δε μοιάζει σαν αυτές
Τήνε χτυπούν ανήλεα.

Που ότι ζουν το ξέρουνε
Μόνο γιατί μπορούνε
Να τρώνε και να πίνουνε
Και να γλεντοκοπούνε.

Που αν τις ρωτήσεις απ' αυτά
Κάτι άλλο, θα σου πούνε
Οτι για πρώτη τους φορά
Το πράγμα αυτό ακούνε.

Που λέξεις ξέρουν μοναχά
Όσες τους επιτρέπουνε
Οταν τις πουν, τις τρύπες τους
Τις διάφορες να τέρπουνε.

Που όλη τους η προσπάθεια
Κι η έγνοια μες στη ζήση
Είναι πώς πλούσιο καθεμιά
Σύζυγο θ' αποκτήσει,

Ώστε για κείνηνε αυτός
Σαν σκύλος να εργάζεται
Κι αυτή-κι αυτό αναίσθητα-
Μόνο να συνουσιάζεται.
 
(Κι όχι με τον ταλαίπωρο
Τον σύζυγο βεβαίως
Αλλά με όποιον θάτανε
Πιο πλούσιος και πιο νέος).

Σαν τις Λοσαντζελιώτισσες
Οχι-δεν είμαι εγώ
Που λες και κάναν το χρυσό
Και το μεγάλο αυγό,

Θέλουν για κείνες όλοι τους
Μόνο να συζητάνε
Κι ούτε λεφτό-κι ούτε στιγμή
Μακριά τους να μην πάνε,

Παρά να τις κοιτάζουνε
Που λεν μέσα στα μάτια
Κι όλες οι άλλες τους δουλειές
Ας πάνε στα κομμάτια.

Οχι-σαν του Λος Αντζελες
Δεν είμαι τις κυρίες
(Τις Ελληνίδες πάντοτε)
Που κάνουν αβαρίες

Σε σύζυγο και σε παιδιά
Σε σπίτι κι οικογένεια
Και που γι αυτές ειρωνικά
Μιλάει η ομογένεια.

Που κάτω απ’ τα βαμμένα τους
Μαλλιά, μυαλό δεν έχουνε
Κι άλογα μέσα στης ζωής
Γοργά τον στίβο τρέχουνε.

Εγώ είμαι μια ήσυχη
Μικρή βραχονησίδα
Που με αγάπη δέχομαι
Την κάθε καταιγίδα,

Κι ευχαριστώ τον Πλάστη μου
Που μου την έχει δώσει.
Ως για τα τόσα τα κακά
Που μ’ έχουνε πλακώσει

(Πλοία και ελικόπτερα,
Πόλεμους και σημαίες)
Που μαύρες τις ημέρες μου
Εκάναν τις ωραίες-

Όσο για τούτα τι να πω-
θεός να τους φωτίσει
Ωστε και Τούρκοι κι Ελληνες
Καθείς ν' ακολουθήσει

Των Αμερκάνων τη σοφή
Κι απλή και μόνη λύση
Ο ένας με τον άλλονε
Για με να συζητήσει,

Για να μη πάλι μ’ έβρουνε
Πολέμου φασαρίες
Που δε γνωρίζουνε γιορτές
Και σκόλες και αργίες,

Παρά σκοτώνουν μοναχά,
Χαλάν και καταστρέφουν
Και μίσος κι έχθρητα κι οργή
Για τους ανθρώπους τρέφουν.

             -----

 ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ
(Ο Μήτρος τα χαλάει με τη Βιβή)

-Γεια σου ρε Μήτρο. Αρκετές δε σ' έχω δει ημέρες.
Τί γίνεται; Περάσατε με τη Βιβή τις βέρες;

 -Α! Οχι. Τα χαλάσαμε.   

-                                         Ναι; Και για ποιάν αιτία;
-Τι να στα λέω Γιάννο μου… Ολόκληρη ιστορία.

-Πες μου γιατί ενδιαφέρομαι. Ξέρεις πως σ' αγαπώ.

-Αφού το θέλεις, σύντομα, έστω, θα σου τα πω.
Γιατ’ η Βιβή δεν ήθελε να παντρευτεί δια βίου,
Και από μένα σύντομο τον χωρισμό ηξίου.
Υστερα θα παντρεύονταν για δεύτερη φορά,
Κι αφού και πάλι χώριζε,  μου είπε καθαρά,
Οτι θα παντρευότανε πρωθυπουργό κανένα.

-Πρωτάκουστα καμώματα είναι αυτά για μένα.
Καλά... πώς τέτοια έλεγε; Δεν ήταν στα καλά της;

-Ήτανε. Αλλά ήτανε αυτό το πρόγραμμα της.
Γιατί τα ίδια έκανε, λέει, και η Μιμή
Και σύζυγος πρωθυπουργού έγινε στη στιγμή.

-Αλλά αεροσυνοδός ήταν αυτή επίσης.

-Αυτό κι εγώ της είχα πει. Μα βρέθηκε η λύσις:
Είπε ότι θα πήγαινε σχολείο για να σπουδάσει.

-Θεέ μου πού η μίμησις των θηλυκών θα φτάσει…
Όμως και πάλι ελλιπής θάταν πρωθυπουργίνα
μεγάλα αν δεν ήτανε τα δύο της εκείνα..

-Κι αυτό το εκανόνίσε. Εκανε πλαστική.

-Νοοτροπία αληθινά έχει Ελληνική-
Η ζήλεια της την οδηγεί σ' ένα σωρό αηδίες.
Καλά  ολ' αυτά. Αλλά γυμνές έχει φωτογραφίες;

 -Εχει. Και μου τις έδειξε και μένα τις προάλλες.
Εγχρωμες και ασπρόμαυρες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες.

-Και άλλο τί σοφίστηκε σε κείνη για να μοιάσει;

-Τρίτη φορά ως να παντρευτεί φίλους πολλούς να πιάσει.

-Για να γυρεύει κι η Βιβή Μήτρο μου τέτοια δόξα
θα πει πως αναντίρρητα έχει μεγάλη λόξα.
Ομως κι αν όλα τ'  άλλα αυτή θα τάχει ευχερώς
Φίλους για νάβρει μπόλικους θα χρειαστεί καιρός.

-Μπα! Πάει στο ίδιο το σκολειό που πήγε κι η Μιμή
Κι εκεί όλα τα μαθαίνουνε εκτός από το "μη".

-Και τι θα κάνεις Μήτρο συ; Θα ψάξεις νάβρεις άλλη;

-Ναι. Λες να μπλέξω άσχημα και να την πάθω πάλι;

-Τι να σου πω. Δοκίμασε κι έχε στο Θεό τα θάρρη.
Μπορεί η γυναίκα που θα βρεις νάναι από τον Αρη.

-Και του Άρη λες τα θηλυκά για λογικά περνάνε;

 -Δεν ξέρω. Μα καλλίτερα από τα γήινα θάναι
Τα θήλεα όποιου αστεριού και όποιου Γαλαξία.

-Γιάννο μου από το στόμα σου κι ίσα στ' αυτιά τα θεία.
Τώρα σ' αφήνω. Χάρηκα. Και θα σε ξαναδώ.

-Γεια σου και σένα Μήτρο μου. Και ψάχνε με φειδώ.

                              -----







ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μήτρος και Γιάννος, κάτοικοι από ετών του Ελ Έι,
Κάτω από ήλιο έναν μιλούν που και τους δύο  καίει.)

Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΣΙΣΤΙΟΣ…
(Οπως κοτσιλιές η κλώσσα,
έτσι λάθη και η γλώσσα)

-Μήτρο μου για να μη θαρρείς πως το μικρό Σταθμό μας
Τόνε δουλεύουν άνθρωποι με άγνοια Ελληνικών
Κι ότι μες στ’ άλλα είναι κι αυτός ακόμα ένα κακόν,
Και για ν’ αλλάξεις τας ζαβάς γι αυτόν που έχεις γνώμας
Ενα μονάχα θα σου πω-ότι λεξούλες λέει
Που με Ελληνικότητας τόνε γεμίζουν κλέη.
Και άκου αυτό που άκουσα εχτές στα Ερτζιανά
Που απ’ τη μια γέλιο πολύ στους Ελληνας γεννά
Μα θλίψη από την άλληνε κερνά για το κατάντημα
Αυτού που νάναι θάπρεπε της Παροικίας το καύχημα.
Χτες η "Μελίνα μας" λοιπόν, τον ένα χρόνο έκλεινε
Που χάθηκε. Και ο Σταθμός, δάκρυα μαύρα έχυνε.
Κάποια κυρά εκεί λοιπόν
Είπε με ύφος λυπηρόν
Οτι γι αυτό "η Ελλάδα μας, «μεσίστια είναι σήμερα».

-Μη μου το λες-ειπώθηκε τετοιο μαργαριτάρι;

 -Μάλιστα. Κυριακάτικα, τ Αγιο-Γρηγόρη ανήμερα.
Και την ιεροσύνη της διόλου δεν εσεβάστηκα
Κι αμέσως την Ελλάδα μας να κρέμεται φαντάστηκα
Από τη μέση ενός κοντού με πάνω της τους Ελληνες
Και να την παν εδώ και κει ό,που φυσάν οι αγέρηδες.
Κι ως η σημαία πλατάγιζε και δίπλωνε κι αυλάκωνε
Το γερο-Ολυμπο έβλεπες την Αίγινα και πλάκωνε,
Την Κέρκυρα στο πέλαγο το Αιγαίο να βυθίζεται,
Τη Θεσσαλία απ’ την κορφή της Ιδης να ξεσκίζεται,
Και γενικά μια ρούσικη εγίνανε σαλάτα
Κάμποι, οροπέδια και βουνά και πέλαγα δροσάτα.
Κι όταν λεβάντες ήτανε, ελιώνανε τα χιόνια
Κι οι Αγγλοι μας επαίρνανε και πάλι τα Ιόνια.
Κι όταν πουνέντες, η Τουρκιά, αμαχητί η αλάνισσα,
Ολο το Αιγαίο έπαιρνε κι όλα τα Δωδεκάνησα,
Ενώ στην Οστρια πήγαινε όλη η Μακεδονία
Και ίσια πάνω έπεφτε στα Σκόπια με μανία.
Και με τις τέτοιες πούκανε κινήσεις η Ελλάδα
Απάνω της τους Ελληνες τους έπιανε ζαλάδα
Γιατί πήγαιναν κι έρχονταν κι αυτοί με την ορμή της
Γερά απ το κοκκαλιάρικο πιασμένοι το κορμί της.

-Τι θάλεγες να κάναμε μιαν αίτηση να λέει
Να κλείσει ο Σταθμός αυτός-το ντρόπιασμα του Ελ Εϊ;

-Φίλε καλέ μου και πιστέ, και ακριβέ και μπούφο
Δεν ήξερα μες στ’ άλλα σου και μέγα ότι είσαι ούφο.
Και πρώτον πώς εσκέφτηκες πως κάτι τόσο ανόητο
Μπορεί καμία δύναμη να κάνει να σιγήσει;
Θα προχωρεί αδίστακτο και θα εκπέμπει απτόητο
Τις πλήθιες σαχλαμάρες του σ’ Ανατολή και Δύση.
Δεύτερον πού να κάναμε μιαν αίτηση παρόμοια;
Αυτό το κατασκεύασμα όχι μονάχα τέλος
Μα ούτε Αρχή έχει καμιά. Ειν' ένα απ’ τα προνόμια
Που έχει μόνο όποιος στο κλαμπ του ανεύθυνου είναι μέλος.
Και τρίτο και χειρότερο εκείνους ποιος ακούει
Που διαφημίζονται σ αυτή τη χαζοεκπομπή
Που έχουν το μαζοχιστικό και κερδοφόρο χούι
Του ραδιοφώνου, Κυριακή, πατώντας το κουμπί
Ν’ ακούνε τη συνέντευξη που έδωσαν προσφάτως
Στο που τη δόλια εκπομπή καθυποτάσσει θήλυ;
Βλέπεις, κανείς πριν δράσει, αυτά, να τα σκεφτεί οφείλει.

-Γιάννο, δεν είναι εύκολο, ξέρεις, να βρεις τις λέξεις.
Πολλές ίδια έννοια έχουνε και πρέπει να διαλέξεις.
Και λέξεις αλλοπρόσαλλες μη τις παρεξηγείς
Αν σ’ οδηγούν αυτές αντίς, συ να τις οδηγείς.
Ανθρωποι είμαστε όλοι μας και όλοι λάθη κάνουμε.    
Μα και οι δυο πως Ελληνες είμαστε, ας μην ξεχάνουμε.
Και αν γελοία μια εκπομπή είναι, μα μην το λες-
Δες τις πλευρές τις άλλες της που έχει-τις καλές.

-Σαν ποιες ρε Μήτρο δηλαδή; Για πες μου συ καμία.

-Το γεγονός ότι κρατεί δυο ώρες είναι μία.
Σκέψου διπλά να κράταγε, ή νάταν κάθε μέρα…
Ύστερα πως η εκπομπή δεν βγάζει στον αέρα
Ασχετα λόγια μοναχά, μα βγάζει και τραγούδια.
Και αν γινότανε κανείς διαγωνισμός ασμάτων
Να δούμε ποιος χειρότερα βάζει Σταθμός λουλούδια,
Πρώτοι θαρχόμασταν εμείς, κι οι άλλοι θα πιάναν πάτον.
Κι ακόμα αν κάποιος δε μπορεί να κοιμηθεί ο φτωχός
Γιατί η ζωή τα νεύρα του τεντώνει συνεχώς,
Τότε ακούει την εκπομπή κι αποκοιμιέται ευθύς.
Τέτοια καλά δεν το μπορείς πως έχει ν’ αρνηθείς…
Και θέλεις κι άλλα να σου πω; Να! Τα εθνικά μας θέματα.
Ολο με τούτα ο Σταθμός έχει να κάνει-ψέματα;
Αντί όταν θα ερωτηθεί τι έχει καταφέρει
Στη θέση όπου βρίσκεται για ένα τώρα χρόνο
Ο δήμαρχος των Αθηνών, να λέει αρλούμπες μόνο,
Η εκπομπή αντίθετα-αυτό καθείς το ξέρει-,
Κάνει κάτι άλλο χρήσιμο: με λόγια ψυχωμένα
Για το ανεπανάληπτο μιλάει Εικοσιένα.
Αντίς μία στο θέατρο να έκανε διαφήμιση
Που για του Μίδα τα ονικά θα εμιλούσε αυτιά του,
Σε άλλα δείχνει θέματα-τα εθνικά-προτίμηση
Και για τη θεία μας μιλά δράση του Ακομινάτου.
Κι αντίς Προξένων και λοιπά παροικιακά κεφάλια
Να βάζει και να μας μιλούν για ό,τι αυτοί σκαρώνουν
(Εκθέσεις, φιέστες, μάζωξες, πικ-νικ και τέτοια χάλια)
Ωστε "αριστοκρατικά" πολύ να τα τσακώνουν),
Ο Εθνικός μας ο Σταθμός μιλάει για Φερραίους,
Και για Καραϊσκάκηδες και Κολοκοτρωναίους.
Και ολ' αυτά τα αγνοείς και βρίσκεις να γκρινιάξεις
Για μία λέξη μοναχά που έτυχε ν' αρπάξεις;
Και το ύφος παντογνώστισσας μία φωνή που παίρνει
Και που μ' αυτό κάθε αίσθημα σκοτώνει σοβαρότητας
Δεν πρέπει συναισθήματα αηδίας να σου φέρνει
Πάρτο σα μίαν αφορμή γέλιου και ιλαρότητας.

-Αλλά, ρε Μήτρο, κι αν εγώ πολύ το διασκεδάζω,
Μα όταν τα Σκοπια, την Τουρκιά και την ΕΟΚ κοιτάζω
Δάκρυα μού έρχονται πικρά για το κατάντημα μας.
Εκεί που θάπρεπε αγνός να λάμπει ένας αδάμας
Υπάρχει ένα κάρβουνο, ανάναφτο κι εκείνο-
Μία τσουκνίδα ό,που τ’ αγνό έπρεπε νάναι κρίνο. –
-Βλέπω πως σε Βοτανική και Ορυκτολογία
Επίδοση έχεις Γιάννο μου αλήθεια θαυμασία.

-Βοτανική με μάθανε της εκπομπής τα βλήτα
Κι έμαθα περί ορυκτών σα νάταν αλφαβήτα
Απ’ τις πολλές που πάνω μας πετάει αυτή κοτρώνες.

-Ισως μιμούμενη κι αυτή τους τόσους μας αγώνες
Μπήκε στη μάχη ορμητικά, κι άλλο όπλο μη διαθέτοντας
Πως αγωνίζεται θαρρεί κοτρώνες τέτοιες πέτοντας.

-Ναι. Πού να ξέρεις καθενός πώς το μυαλό δουλεύει…
Μα να νυχτώσει για καλά Μητρουση μου κοντεύει.
Ας πάμε στα τσαρδάκια μας. Και να ονειρευτείς
Σου εύχομαι την Ελλάδα μας. Δε θα δυσκολευτείς
Να την αγγίσεις, όπως πριν, που άλλα μέτρα ίσχυον:
Τώρα την έχεις χαμηλά. Πλησίον σου. Μεσίστιον!..»

                                  -----

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ελλήνων του Ελ Εϊ η μερίς
Στα κλέη πούχε ως τώρα η πατρίς)
.
ΜΗΤΡΟΣ
Λοιπόν το ξαναβρήκανε το πράγμα οι Αμερκάνοι
Και τώρα υποστηρίζουνε τους Ελληνες-ναι Γιάννη;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ναι. Κι έμαθες τι έτρεξε ώστε αυτό να γίνει;

ΜΗΤΡΟΣ
-Οχι. Κι η περιέργεια ήσυχον δε μ' αφήνει.

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Ακου λοιπόν. Πήγανε τρεις Ελληνοαμερκανοί
Και βρήκανε τον Πρόεδρο στο Ασπρο του το Σπίτι.
Αλλ' άκου τα με τη σειρά. Οι Σύλλογοι οι τρανοί
Των Ελληνοαμερικανών μίλησαν του Σημίτη
Και τούπανε: "Το κέρδος μας ποιό θάναι ρε Κωστάκη
Τη γνώμη αν αλλάξουμε στο Αμερικανάκι;"
 "Σας δίνω εκατομμύρια εξήντα του καθένα".

"Οχι. Δε θέλουμε λεφτά. Χάρισμα αυτά σε σένα."

"Θα διώξω απ’ την Κυβέρνηση όποιους μου πείτε εσείς…
Θα σας αφήσω εμπόριο να κάνετε χασίς...
Τρία Συμβούλια απόδημου θα κάνω Ελληνισμού…
Θα πάψω νάμαι υπέρμαχος του Ευρωπαϊσμού..."
Και μετά τέτοιες κάμποσες υπόσχεσες ευτράπελες
"Τον Πρόξενο", ξεστόμισε, "θ' αλλάξω του Λος Αντζελες".


Αυτό ήταν. Η υπόθεση αμέσως συμφωνήθηκε
Αφού αντάξιο της δουλειάς το κέρδος τους εκρίθηκε.
Και μια και δυό εστείλανε στον Κλίντον μία νότα
Πως θα περάσουν γρήγορα του Οίκου του την πόρτα.
Ο Κλίντον, όταν έλαβε την είδηση, ευθύς
Όλοι του διέταξε να παν εκεί οι επιτελείς.
Και τους δηλώνει τρέμοντας πως έρχονται Γραικοί.
Αμέσως μία σύγχυσις παρετηρήθη εκεί.
Ωσπου είπε κάποιος: «Πρόεδρε θα το αντιμετωπίσουμε.
Ο,τι πολύτιμο έχετε στο Σπίτι θα το κρύψουμε
Ώστε το κάθε Ελληνικό που θάρθει υποκείμενο
Να κλέψει να δυσκολευτεί κάποιο μας αντικείμενο.»

«Δεν ειν' αυτοί οι φόβοι μου εμένα αγαπητέ μου.
Εχω πολλά. Δυο τρία χρυσά ας πάνε κατ' ανέμου.
Εγώ τας αλλάς σκέπτομαι μεγάλας συνεπείας
Που η επίσκεψη εδώ έστω τριών Ελλήνων
Στας τόσο Ηνωμένας μας θα έχει Πολιτείας.
Ξεχνάτε πως απόγονοι είναι αυτοί εκείνων
Που ήρωες τα συγγράμματα τους λεν της Ιστορίας
Και που αθλημάτων έκαμε καθένας του σωρείας;
Μελέαγρος και Ηρακλής, Θησεύς και τόσοι άλλοι
Κάναν ανδραγαθήματα που να σε πιάνει ζάλη.
Τα βάζαν με ολόκληρους λαούς και τους νικούσαν,
Θηρίων εννιακέφαλων κεφάλια πελεκούσαν,
Σκοτώνανε Μινώταυρους, σκοτώνανε λιοντάρια,
Με μία λέξη άφταστα ήτανε παλληκάρια.
Αλλά και κάποιος Διγενής στου Βυζαντίου τα χρόνια
Που όπως λεν Ελληνική είχε και κείνος ρίζα
Δε νίκησε τη θρυλική κι εκείνος Μονοβύζα
Κι έμεινε ο άθλος του αυτός μ' άλλους πολλούς αιώνια;
Λοιπόν, αφού ειν' Ελληνες κι αυτοί, μπορεί σαρθούνε
Ν’ αρχίσουνε να σπάζουνε κι εδώ και να χαλούνε.
Κι αφού τον Οίκο το Λευκό έτσι θα μας ξηλώσουνε
Κατόπι και τη χώρα μας ανήλεα θα δηώσουνε.»

«Τόσος στρατός μας Πρόεδρε, δεν θα τους εμποδίσει;»

«Οι Πέρσες είχαν πιότερο στρατόν απ’ τον δικό μας
Και όμως τάφος έγινε γι αυτούς ο Μαραθώνας.
Οι Ελληνες! Οι Ελληνες!  Ποιος θα τους σταματήσει;»

«Πρόεδρε, απαντήστε τους ότι τη μέρα εκείνη
Δε θάστε εδώ κι αν θέλουνε ημέρα νάρθουν άλλη.
Κι ύστερα βλέπουμε…»  

«Μ’ αυτό τίποτα δε θα γίνει.
Χειρότερο η χώρα μας θα πάθει τότε χάλι
Γιατί αυτό οπωσδήποτε πολύ θα τους θυμώσει
Κι ό,τι μπροστά του βρει ο καθείς θα το ισοπεδώσει…
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό-σκέπτεστε τι θα πούνε
Οι Ρώσοι όταν μ' Ελληνες παρέα θα μας δούνε;
Πως συμμαχήσαμε μ' αυτούς θα βγάλουν το συμπέρασμα
Και θα μας πάψουνε ευθύς κάθε που στέλνουν έμβασμα.
Κι η Ευρώπη τη μακάρια της θα χάσει ηρεμία
Οταν θα δει πως κάναμε μια τέτοια συμμαχία.
Ως για την ήπειρον αυτή την Αμερκανική μας
Θα πάψει τότε σίγουρα να είναι πια δίκη μας
Αφού κι εδώ Ελληνικό ποδάρι θα μυρίσει.»

«Μα θα τα βάλουν οι Ελληνες μ’ ολόκληρη τη Δύση;»

«Γιατί; Αυτοί δεν τάβαλαν με την Ανατολή;
Κάποιος Αλέξανδρος παλιά, δεν πήγε στην Ασία
Και προπαγάνδα Ελληνική έκανε εξαισία;
Και στων Ελλήνων λένε αυτός ανήκε τη Φυλή.»

-Πρόεδρε, μόνο η Ελλάς αυτό το ισχυρίζεται.

-Ειν' ισχυρή κι ό,τι θα πει αυτή, υπολογίζεται.
Γι αυτό σα λεω-δεν μπορώ μ’ Έλληνες να τα βάλω.
Τι να σας κάνω… Πρόεδρο διαλέξτε αμέσως άλλο
Που των Ελλήνων τη θωριά να μη τήνε φοβάται,
Και κάτσετε μ' αυτόν και σεις, για να τόνε φυλάτε.
Αυτοί αναστατώσανε ολόκληρη τη γη
Και στη μικρή Αμερική θα κάνουνε εξαίρεση;
Δε βλέπετε που ανάστατη κάνανε την Ευρώπη;
Που η Γαλλία ό,τι αυτή της πούνε πάντα κάνει;
Τη Γερμανία πως παίζουνε σαν λαστιχένιο τόπι  
Κι όποιος μαζί τους εθνικά θα μπλέξει ότι χάνει;

-Καλά οι άλλοι Πρόεδρε, αλλά με την Αγγλία
Νομίζω επιρροή σ’ αυτή δεν έχουνε καμία.
 
-Πώς όχι; Τον χειρότερο της έχουν δώσει ρόλο:
Τη βόηθησαν μεγάλονε να φτιάσει ένα στόλο
Και τηνε κάνανε νταντά, την Κύπρο να προσέχει.
Κι όποιος θα τηνε πείραζε, ευθύς να του τις βρέχει.

-Ομως αυτή τις έβρεξε πρώτα σ' αυτούς τους ίδιους.

-Στους Ελληνες οφείλεται κι αυτό τους επιτήδειους:
 Επειδή όλα ήτανε εν τάξει μες στη χώρα τους
Ζήτησαν να τους δείρουνε για να περάσει η ώρα τους.
Και για να έχουν κάτι τι και πλάκα για να σπάνε
Τα Σκόπια δημιούργησαν, μαζί τους να γελάνε.
Και είπανε στους Αλβανούς, στους Ελληνες εκεί
Απάνθρωπα να φέρονται πολύ, ώστε κάθε τρεις
Οι διμερείς οι σχέσεις τους να έχουν εμπλοκή
Κι άεργη να μην κάθεται η μεγάλη τους πατρίς.

-Καλά τα λέτε Πρόεδρε, αλλ' ας μη γενικεύουμε.
Ας μη τους Έλληνες αυτούς με τους εδώ μπερδεύουμε-
Αυτοί εδώ που θάρθουνε σε λίγο να σας δούνε
Δεν έχουν δα και τίποτα για να περφανευτούνε
Και ούτε τόσο ειν' άγριοι όσο οι γηγενείς των
-Δεν εγεννήθηκεν εδώ ακόμα ο Διγενής των.

-Τι μακριά που είσαστε όλοι σας νυχτωμένοι…
Οι εδώ ειν' οι χειρότεροι κι οι πιο διαβολεμένοι-
Οι πλέον παραδοσιακοί Ελληνες πατριώτες
Είναι (πλησιάστε να σας πω) ειν' οι Λοσαντζελιώτες.

-Τόσο που και η μνεία τους ακόμα ν' αξιώνει
Τον Πρόεδρο τη στεντόρεια του φωνή να χαμηλώνει ;

-Ω! Είναι φοβερότατοι. Δαιμόνιοι τω όντι.
Καθείς τους όσο δυό Θησείς ή δέκα Τζίμυ Λόντοι.
Μα κρύβονται. Φυλάγονται μεγάλοι να μη δείξουν
Και λάδι μέσα στη φωτιά που τους ανάβει ρίξουν.
Στο ίδιο κύμα ανήκουνε με κείνους τους αρχαίους
Κι ας δείχνουν άλλη διαγωγήν, κι ας έχουν τίτλους νέους.
Στο ίδιο κύμα ανηκουνε, αλλά σε άλλη φάση
Το κύμα ως τον αιώνα μας κυλώντας έχει φτάσει.
 Και τώρα φέρονται όλοι τους οι ύστατοι σα νάναι,
Ενώ στους πρώτους πάντοτε-πιστέψτε με-μετράνε.
Τώρα ενώ στην κορυφή στέκουνε των Γραμμάτων
Κάνουνε υποκριτικά πως βρίσκονται στον πάτον.
Αντί στις Τέχνες νάχουνε την ίδια θέση πάλι
Τώρα σα Γιόγκι κάθονται με κάτω το κεφάλι.
Κι αν πεις για την πολεμική την τακτική τους,
τώρα
Αδυναμίες κάνουνε σα νάχουνε πληθώρα.
Κι αντίς συγγράμματα σοφά κι αιώνια να μας δίδουνε
Μονάχα μια κατάπτυστη παλιοφυλλάδα εκδίδουνε.
Κι αντίς για Ευριπίδεια θέατρα και Διονύσια
Θέατρα ανεβάζουνε που μοιάζουν παιδιακίσια.
Και "Ιλια Νταρλινγκ" τόλμησαν. Και διάλεξαν την Ίλια
Απ’ την ψυχή του ρόλου της τόσα ν’ απέχει μίλια
Που, αν και υποκρινόμενος κι εκείνος απιθάνως
Δική του την παράσταση να κάνει «ο Αμερκάνος».
Για Ποίηση ευπρόσωπη κάλλιο ας μη μιλώ
Ούτε για δείγμα ποίημα δε φτιάχνουνε καλό.
Κι ενώ οι παλιοί τους πρόγονοι λάτρευαν τα βιβλία
Αυτοί δε θέλουν νάχουνε σχέση μ’ αυτά καμία.
Κι οι Σύλλογοι που υπάρχουνε υπέρ πατρίδος τάχα
Από τις εκδηλώσεις τους που κάθε τόσο κάνουνε
Η άμοιρη τους και φτωχή πατρίς λείπει μονάχα
Και είναι η διασκέδαση μόνος σκοπός που βάνουνε.
Και λένε «η συγκέντρωσις αυτή σκοπόν θα έχει
Της Κύπρου την ελευτεριά απ' το ζυγό των Τούρκων»
Αλλ’ από κάθε τοιούτον τι η συγκέντρωσις απέχει
Μόνο στου φαγοπιόματος κυλίονται τον βούρκον.
Και λένε "Για να διώξουμε τους Τούρκους απ’ τα Ιμια!"
Μα ούτε του βραχόνησου το όνομα δε λένε
Οταν στου οίνου τα ερυθρά πελάγη μέσα πλέ’νε
Και στου Ευρωπαϊκού χορού χάνονται τα τσαλίμια.
Δεν είναι ακόμα συνεπείς ούτε σα λένε πως
"Η εκκλησία της σύναξης της τάδε είν' ο σκοπός"
Γιατ' οι εισπράξεις πούχουνε από τίκετς και λοιπά,
Στην εκκλησία δεν παν, αλλά, στην τσέπη του παπά.
Κι αν θα τους πουν πως πόλεμος γίνεται στην πατρίδα τους
Αυτοί ξαπλώνουν πιο πολύ ετότε την αρίδα τους
Και ο καθείς τους αρχινά τραγούδι να σφυρίζει
Που ο σκοπδς του θούριο μονάχα δε θυμίζει.
Ναι. Τετοια κάνουν θέλοντας να μας καθησυχάσουν
Ωστε σαν έρθει η ώρα τους γερά πολύ να δράσουν.

Και ήρθε η ώρα τους παιδιά. Και σας παρακαλώ
Σώστε με και σε όλους σας εύχομαι ό,τι καλό".
Μα ενώ τέτοια έλεγε, νάσου και μες στον Οίκο
Αχός βαρύς ακούστηκε σα νάπεφταν κανόνια
Η' σα σε μια βουνοπλαγιά να κύλαγαν κοτρώνια.
Κι όλοι έσκουξαν σαν πρόβατα που μυριστήκαν λύκο:
"Οι Ελληνες!" Κι ακούστηκε βαρύς απ' άκρη σ' άκρη
Ο αντίλαλος: "οι Ελληνες!" στου Ασπρου Σπιτιού τα μάκρη.
Πίσω απ’ την πολυθρόνα του ευθύς ο Κλίντον κρύφτηκε
Κι όλο το πλήθος γύρω του πάραυτα εξαφανίστηκε.
Και μπαίνει στο Ωοειδές η Αγία Τριάς Γραφείο.
Κι ο τρόμος μπήκε μέσα κει μαζί της και το κρύο.
Ψάχνουν, τον Κλίντον βρίσκουνε, ορθόνε τόνε στήνουν
Κι αρχίζουνε να τον χτυπούν και να τον ανακρίνουν.

Εσύ 'σαι ο Πρόεδρος;

-                      Εγώ                
-    
-                                   Εσύ είπες τη σημαία
Τα δυό να κατεβάσουνε τα κράτη από τα Ιμια;

-Εθάρεψα πως ήτανε μια ενέργεια αναγκαία
Αλλιώς κάποια θα γίνονταν σύγκρουσις επιζήμια.

-Κι Ελληνικά δε σκέφτηκες ότι τα Ιμια ήταν;
Γιατί έκοψες και έδωσες και εις τους Τούρκους πίταν;

-Σχωράτε με και έφταιξα. Σχωράτε με και φταίω.

-Χειρότερο κανένας μας δεν έχει ακούσει νέο.
Λοιπόν τσακίσου γρήγορα και τράβα να διορθώσεις
Το άδικο που έκανες, αλλιώς θα μετανιώσεις.

-Αμέσως… Ο,τι θέλετε… Μόνο παρακαλώ σας
Να με θεωρείτε πάντοτε δούλο πιστόν δικό σας.
Και για να δείτε τι πιστός που είμαι Ελληνές μου
Μια εμπειρία θα σα πω απ’ τις προσωπικές μου.
Ξέρετε πως υπάρχει εδώ-ναι, εδώ, μέσα στις ΗΠΑ
Κάποιος που ενώ ακόμα εσείς ούτε ότι υπάρχει ξέρετε
Αυτός κατ' απ' τα πόδια σας ανοίγει μία τρύπα
Έτσι που εσείς μέσα σ' αυτήν ανύποπτοι να πέσετε.
Πρόκειται για ένα ποιητή, ένα βρωμιάρη γέρον
Που λέει πως τον "ψεύτικο" τον πατριωτισμό σας
Τόνε κινεί-απίστευτο!-μονάχα το συμφέρον
Που έχετε στον τόπο σας εσείς τον πατρικό σας…
Αυτός ψυχήν Ελληνικήν δεν έχει ωρισμένως
Αφού ενάντια στρέφεται σε σας με τόσον μένος.
Αισχρός. Αλλα εσείς γι αυτόν να μην ανησυχείτε
Γρήγορα από τη χώρα μας διωγμένου θα τον δείτε.    
Ασχετος. Πού να ξέρει αυτό το γέρικο γαϊδούρι
Τι πατριώτες φλογεροί είσαστε σεις και πούροι.
Αλλ’ αν εκείνος τ' αγνοεί και λόγια λέει τ' αέρα
Ξέρω εγώ. Αφήστε τον αυτόν να πάει πέρα.
Ξέρω εγώ με τι θολό απ' το ξενύχτι μάτι
Ήρθατε και με βρήκατε με αγωνία γεμάτοι
Όταν το δράμα παίχτηκε εκείνο με τα Ιμια.

Σας είδε ο πορτιέρης μου και μούπε ο αδαής
"Πρόεδρε, γύφτοι ήρθανε και φέρνουνε κιλίμια"-
Αλλά εγώ που φίλος σας τυγχάνω ολοζωής
Αμέσως εκετάλαβα. Και πράγματι χωρίς
Διόλου καιρό να χάσετε: "Δημήτρη, να χαρείς
Πρώτη φορά για το νησί όλοι αυτό ακούμε.
Πού βρίσκεται; Σου βρίσκεται χάρτης κανείς να δούμε;"
Και λέγοντας, αγέρωχα σειόντανε το δασύτρι-
χο και μακρύ μουστάκι σας (ω! τι υπερηφάνεια
Όταν με είπατε απλά κι αυθόρμητα Δημήτρη
Ένιωσα τη φιλία σας που απόλαυα τη σπάνια…)
Γι αυτό σα λέω-ξέρω εγώ όσο κι εσείς κατέχετε
Γραμμένη την πατρίδα σας στα τρία σας πως έχετε:
Κορμί, Ψυχή και Διάνοια. Και από κει εκείνη
Σοφίας, κάλλους κι αρετής τα νάματα ξεχύνει.
Ξέρω εγώ πως ο Σταθμός ο ραδιοφωνικός σας
Όλο για θέματα εθνικά μιλάει με τας τόσας
Που κάθε τόσο προσκαλεί Ελληνιζούσας γκιόσας-
Και όλο θέματα ιερά εκπέμπει Ιστορίας
Εξαίρων των ενδόξων σας προγόνων τας θυσίας.
Κι όλο ζωντάνια και παλμό είναι πανάθεμά τον
Που τόνε δείχνω στους μικρούς δικούς μας τους Σταθμούς
Καλώντας τους να πάρουνε απ’ αυτόν το μάθημά των
Και να μιλούνε και αυτοί πλέον με βρυχηθμούς.
Ξέρω εγώ που σας θωρώ μαζί μου όταν πίνετε
Οίνους ξηρούς βουργουνδικούς, και χάφτετε και μπρικ
Πόσο για την πατρίδα σας καυτά τα δάκρυα χύνετε
Χωρίς να επιστρατεύσετε γι αυτό κανένα τρυκ.
Ξέρω εγώ που έκπληκτος κοιτάζω τας κυρίας σας
(Πού αι ιδικαί μας νάχανε τέτοιαν ευαισθησίαν…)
Να λιγοστεύουν τον μισθόν εις τας υπηρετρίας σας
Και στην Ελλάδα το ποσόν να στέλλουν κατευθείαν.
Ξέρω εγώ, ο ελάχιστος, που βλέπω τους παπάδες σας
βίλλες να χτίζουν σ' όμορφες λίμνες με τους παράδες σας
Ωστε να χρησιμεύσουνε-τι προνοια!-γιά εκκλησίες
Οταν οι Τούρκοι φτάσουνε μέχρι τις παροικίες.
Ξέρω εγώ που όλους σας τους Σύλλογους θωρώ
Χορούς να διοργανώνουνε και μουσικής βραδιές
Γιατί, σου λέει, αν έρθουνε των Τούρκων οι ορδές
Να ξέρουμε του Ζάλογγου όλοι μας τον χορό
Για να μην πάμε στο γκρεμό χωρίς χαρά και χάρη
Και τότε η Οικουμένη μας τι δίδαγμα θα πάρει…

Ξέρω εγώ που η μοναχή φυλλάδα του Λος Αντζελες
Ολο με θέματα εθνικά και κείνη ασχολείται
Και όχι μονό αλλά βαθιά σε κάθε τρύπα χώνεται
Οπου του hοmo sariens η νοημοσύνη απλώνεται,
Που τόση πείρα απόκτησε στις τρύπες με καιρό
Ωστε την πιο μεγάλη της την κάνει στο νερό.
Εμένα να ρωτήσετε να μάθετε λοιπόν.
Τα ξέρω-υπό τον ήλιον ουδέν είναι κρυπτόν.
Και ξέρω πόση δύναμη στα χέρια σας κρατείτε
Και σεις κι οι άλλοι Ελληνες που ζούνε στην πατρίδα σας.
Γι αυτό και σας παρακαλώ-αφέντες μου να ζείτε
Και πάντοτε ν’ απλώνετε ραθύμως την αρίδα σας-
Μες στην ισχύ την τόση σας κι εμάς μη μας ξεχνάτε-
εννοώ τους Αμερικανούς-και να μας αγαπάτε.
Στρέψτε ευήκοον το ους στας τόσας παρακλήσεις μας
Κι "όχι" μην πείτε κραταιοί στας ταπεινάς αιτήσεις μας.
Στείλτε μας μια βοήθεια γερή οικονομική
Των Αμερκάνων τ' άντερο να λαδωθεί λιγάκι
Και λίγη απ' τη σοφία σας δώστε μας δανεική
Γιατί μας τέλειωσε αυτή πούχαμε απ' τον Δουκάκη.

Κι όπλα παλιά σας τίποτα αντί να τα πετάτε
Στη χώρα μας παρακαλώ-εδω να τα περνάτε.
Κι ας πάψει πια η πλάστιγγα στο Μεξικό να γέρνει-
Δεκα αυτή, κι η χώρα μας μονό εφτά να παίρνει.
Και αξιωματικούς δυο τρεις Ελληνες στείλετέ μας
Και δι αυτών την τακτική πολέμου μάθετέ μας.
Κι αν η Ευρώπη από μας ζητά την Καταλίνα
Κάντε της εν' αποκλεισμό να τηνε κόψει η πείνα
Κι αφήστε τη σημαία μας πάνω να κυματίζει
Στη νήσο που ανέκαθεν η Αμερική ορίζει.
Και βάσεις όσες θέλετε βάλτε στο έδαφος μας-
Δικό σας να λογιάζετε το χώμα το δικό μας.
Κι αν καποιοι στην Πρεσβεία μας θα ρίξουνε ρουκέτες
Αυτό μη σας στενοχωρεί, ω κραταιοί ηγέτες.
Πράγματα που συμβαίνουνε και στο Παρίσι ακόμα,
Ας μη κι εμείς τα πιάνουμε στο φιλικό μας στόμα.
Και αν η Κούβα τόλμαγε τα χωρικά της ύδατα
Στα δώδεκα αντί τριών να τα επεκτείνει κύματα
Παρακαλούμε βάλτε τη στη θέση της και γρήγορα
Και λόγια στείλετε σε μας μέσω ΟΤΕ παρήγορα.
 Κι είναι τα παρακάλια μας θερμότερα απ' τη φλόγα
Το μυστικό αν και σε μας κάποιος σας θα 'μολόγα:
Πώς διάολο καταφέρατε πάνω σ' αυτή τη γη
Και στο μηδέν ερίξατε τη φοροδιαφυγή.
Και μερικά μαθήματα για Σοσιαλισμό
Δώστε μας, για να διώξουνε τον Καπιταλισμό
Και όλοι μες στο κράτος μας νάμαστε όπως εσεις
Ισόπλουτοι, ισόδικοι κι ισοδημοκρατείς.

Προσωπική θα χρώσταγα δε χάρη ουρανομήκη
Σε όποιον από λόγου σας μια μέρα θα μπορέσει
Να μούστελνε να μίλαγα λίγο με το Σημίτη
Να δω πώς τέτοια ατράνταχτη έχει εξουσία δέσει
Ωστε ενώ πρωθυπουργεί για ένα μόνο μήνα
Ανάστατη εμπόρεσε όχι μόνο την Αθήνα
Αλλά και την Ουάσιγκτον και την ΕΟΚ να κάνει-
Θάχα πολλά από τέτοιονε να μάθω μπεχλιβάνη.
Αλλά δε θα μπορούσατε να πείτε και στον Πάγκαλο
Το μάτι του να έστρεφε και προς τα δω το ευάγγελο
Κι όταν βρεθούμε σ’ εθνική μεγάλη καμιά κρίση
Μιας κι αγνοούμε τέτοια εμείς, για μας αυτός να βρίσει;
Αλήθεια πως αλλάζουνε τα ήθη κατά κόρον
ΥΠΕΞ τώρα να γίνονται εγγόνια δικτατόρων
Και νάχουν την πολιτική την εξωτερική
Ωσάν καμιά να ήτανε Βουλή Ελληνική
Κι όλη τη γη υποτακτική να έχουνε τη μαύρη
Οχι με πόλεμο ή πειθώ, μα μ' ένα γαμοσταύρι..

Μπορεί ένα κατάλογον υβρεολογικόν
Νάκανε και να έστελνε-τα έξοδα δικά μας-
Και στον δικό μας υπουργό των Εξωτερικών,
Απ' τους γειτόνους μας κι εμείς να βρούμε την υγειά μας;
Ισως να πείτε φίλοι μου πολλά πως σας ζητώ
Ομως θα συμφωνήσετε πως είναι θεμιτό
Μία μικρά όπως εμεις κι αμελητέα δύναμις
Μίας μεγάλης να ζητά τα φώτα και την πείρα της.

Και τώρα πάω την εντολή πιστά να εκτελέσω
Και τη νησίδα Ίμια στο άρμα σας να δέσω.
Κι αν θέτε και τα Τούρκικα τα μέρη να οικήσετε,
Ευθύς να το ζητήσετε διόλου μην αμελήσετε-
Ένα σημαίνον βλέμμα σας σε μένα όλο κι όλο
Και όλοι οι Τούρκοι βρίσκονται μεμιάς στο Βόρειο Πόλο.
Μονάχα, ω! του Λος Αντζελες Ελληνες παντοδύναμοι
Που απ’ την πατρίδα σας γνωστή μονάχα είναι η ρίγανη
Μια χάρη απ’ όλες πιό τρανή κάντε μου και μεγάλη:
Κάτι αν να μου ζητήσετε θελήσετε και πάλι
Μην έρθετε αυτοπρόσωπα γιατί όταν σας ακούω-
Γιατί όταν μόνο αισθάνομαι να είσαστε κοντά μου-
Τα δόντια μου-ιδέτε με-από τον τρόμο κρούω
Και με μαχαίρι κόβονται τα δόλια γόνατά μου».

ΜΗΤΡΟΣ
Ξέρεις φορές τι σκέφτομαι; Τι η πατρίς θα γίνονταν
Αν λείπαν οι απόδημοι.

ΓΙΑΝΝΟΣ
                                    Α! Τότε θα ευθύνονταν
μονάχη για το χάλι της. Ενώ κι εκείνοι τώρα
Βοηθάνε να δεινοπαθεί η άμοιρή μας χώρα.

ΜΗΤΡΟΣ
Σιωπή. Αυτά δε λέγονται Γιάννο μου δημοσία.
Μ' αυτά δεν της προσφέρουμε καλήν υπηρεσία.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Δεν ξέρεις που μια ρήση μας λέει από τις σοφές
"Να θεωρούμε εθνικόν ό,τι είναι αληθές"

ΜΗΤΡΟΣ
Ε, τότε Γιάννο λέγε τα χωρίς σταλιά ντροπής
Ετσι αφού την άθλια μας πατρίδα υπηρετείς.

(Και χώρισαν σκεφτόμενοι "Με Ιμια η δίχως Ιμια
Χειρότερη δε θάτανε η φτώχεια μας κι η γύμνια")

                       -----