Κυριακή 5 Μαΐου 2024

 Σήμερα φίλοι μου, εγώ, ένας από τους άδοξους ποιητές του Καρυωτάκη, θα σας δώσω ένα μόνον μικρό ποίημα.
Ένα μικρό ποίημα που γι αυτό, μέγιστος ποιητής μας, που πριν πολλά χρόνια συνυπήρξαμε σε ένα καφενείο της Αθήνας για ένα εικοσάλεπτο, όταν το διάβασε, μου είπε, κοιτάζοντάς με μέ μάτια που έλαμπαν από θαυμασμό: «Όλοι μας θέλουμε να το είχαμε γράψει!»

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ’  ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης,

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του,
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο,
μα με μια κίνηση στοργής,
σαν κάτι αγαπημένο.

               ----

 Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ «ΔΙΝΑΣ»


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΤΟΠΟΣ
Χωράφια του Ιακώβ.

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΣΥΜΕΩΝ, ΛΕΥΊ, ΡΟΥΒΊΝ, ΙΟΥΔΑΣ, ΙΣΣΑΧΑΡ, ΔΑΝ, ΖΑΒΟΥΛΏΝ, ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ,
ΓΑΔ, ΑΣΉΡ.


ΣΥΜΕΩΝ
Τ’ ακούσατε  όλοι  αδέρφια. Ο Συχέμ ατίμασε  την αδερφή  μας. Θ’ αφήσουμε ανεκδίκητη  την  τιμή  της; Και πώς  θ’ αντικρύσουμε αύριο  τον κόσμο που θα λέει «τι  τα ’θελε τόσα αδέρφια αφού άφησαν το Συχέμ να τους  την πάρει»;

ΛΕΥΙ
Και τί να κάνουμε; Ο Συχέμ είναι ο άρχοντας της χώρας. Έχει άντρες και όπλα. Εμείς τί έχουμε;

ΣΥΜΕΩΝ
Έχουμε τα σπαθιά μας. Κι  έχουμε κι  εμείς άντρες. Κι η Δίνα είναι αδερφή  μας. Μην περιμένετε απ’ τον πατέρα μας  να δράσει. Εκείνος όλα τα θέλει να γίνουν ήσυχα. Ησυχία ησυχία, να τώρα που ο Συχέμ ατίμασε την αδερφή  μας. Σα να ήτανε  μια πόρνη  της  φέρθηκε. Είμαστε όλοι αδέρφια της εδώ. Μα εμείς  οι έξη είμαστε αδέρφια της κι απ’ την  ίδια κοιλιά. Λοιπόν  τι λες αδέρφι Ρουβήν;

ΡΟΥΒΗΝ
Λέω να βρούμε ένα τρόπο να πάρουμε πίσω τη Δίνα χωρίς να χυθεί αίμα. Γιατί θα χυθεί το δικό μας αίμα.

ΣΥΜΕΩΝ
Αδερφέ μου σε σέβομαι γιατί είσαι μεγαλύτερος. Όμως-και να με συμπαθάς, κι αν μας δώσει μόνος του πίσω το κορίτσι φεύγει και η ντροπή;

ΡΟΥΒΙΝ
Είναι  πολλοί οι Συχεμίτες.

ΣΥΜΕΩΝ
Είναι  πολλοί αλλά μας ατίμασαν. Και μεις λίγοι είμαστε; Εγώ μονάχα διαφεντεύω τριάντα άντρες.

ΡΟΥΒΗΝ
Και  τι λες να κάνουμε Συμεών;  Ορίστε, πες μας  το σχέδιο σου.

ΣΥΜΕΩΝ
Το σχέδιο μου είναι να πάρουμε πίσω την τιμή μας. Δεν ξέρω ακόμα πώς. Και σας ρωτάω: θα με βοηθήσετε σ’ αυτό το σκοπό; Είμαστε άντρες πια. Μπορούμε και πιάνουμε όπλα στα χέρια μας. Στύβουμε την πέτρα και βγάζει νερό.

ΙΟΎΔΑΣ
Όλοι θέλουμε να βοηθήσουμε. Όλοι λυπούμαστε και πονάμε για την αδερφή μας. Πρέπει να μάθουμε σ’ αυτόν τον χυδαίο ότι μπορεί να είναι άρχοντας, μα πρέπει να μας σέβεται. Αυτό πρέπει να ’ναι το μάθημά του. Και να ’ναι σκληρό μάθημα.

ΣΥΜΕΩΝ
Ισσάχαρ;..

ΙΣΣΑΧΑΡ
Ότι αποφασίστε κι εγώ μαζί σας.

ΣΥΜΕΩΝ
Εσύ Ζαβουλών είσαι μικρός, κι εσύ όμως θα βοηθήσεις από κοντά. Εσείς οι άλλοι αδέρφια τί λέτε;

ΔΑΝ
Κι αν η Δίνα δεν είναι αδερφή μας από κοιλιά, όμως σε όλους έγινε η προσβολή. Ένας άπιστος να κλέψει την αδερφή μας… την κόρη του Ιακώβ... Αδέρφια, ξέρω μια κρυψώνα δίπλα στο δρόμο που περνάει ο Συχέμ. Αν μ’ αφήστε, αύριο κιόλας ο Συχέμ θα ’ναι νεκρός. Θα λουφάξω εκεί, κι όταν πλησιάσει το άρμα του, θα πεταχτώ και όπως δαγκώνει το φίδι, έτσι θα τον χτυπήσω. Και θα σπαρταράει σα σφαγμένο πρόβατο στο χώμα πάνω.

ΣΥΜΕΩΝ
Δαν αδέρφι, κράτα το θυμό σου για την ώρα που θα χρειαστεί. Αδέρφια, ακούστε με καλά. Ήρθαμε από έναν τόπο όπου ήμασταν ξένοι σ’ άλλον τόπο, όπου κι εδώ είμαστε ξένοι. Όπως ήταν κι ο πατέρας μας κι ο παππούς μας κι ο προπάππος μας. Και ξέρετε-γιατί να σας τα λέω-τη δυστυχία που τραβάει ο ξένος. Ως πότε αδέρφια; Ο θεός του πατέρα μας είπε σ’ αυτόν πως θα του δώσει αυτή τη γη δική του και στους απογόνους του, σε σας και σε μένα. Το ίδιο είπε και στον Ισαάκ, το ίδιο είπε και στον Αβραάμ. Αυτά μας λέει και μας ξαναλέει ο πατέρας μας για χρόνια τώρα. Ο θεός όμως δε θα διώξει έτσι ξαφνικά όλους τους Χαναναίους για να μας δώσει έτοιμη τη γη να την κάνουμε δική μας. Πρέπει να δουλέψουμε κι εμείς γι αυτό. Εγώ, αυτό που έγινε με τη Δίνα, το βλέπω σαν μια ευκαιρία να γίνουν αληθινά τα λόγια του θεού τώρα, από μας, για μας. Ας αρχίσουμε από τους Συχεμιτες αδέρφια.
(σιωπή)

ΓΑΔ
Εγώ είμαι πρώτος γι αυτό. Όμως πρώτα θέλω να μάθω τί ακριβώς έγινε. Η Δίνα είναι αδερφή σας και την ξέρετε καλλίτερα από εμάς -δεν μπορεί να της άρεσε ο Συχέμ και να πήγε θέλοντας μαζί του;

ΣΥΜΕΩΝ
Στην αδερφή μας ν’ αρέσει ένας αλλόπιστος; Γαδ αδερφέ μου ούτε να το σκεφτείς πάλι αυτό. Ποτέ δε θα ’κανε η Δίνα κάτι τέτοιο.

ΓΑΔ
Παίρνω πίσω το λόγο μου αδέρφι. Και ξέρω πως εσύ πονάς περισσότερο απ’ όλους μας γιατί είσαι ο αγαπημένος της αδερφός. Γι αυτό δεν δευτερώνω την κουβέντα μου. Είμαστε και μεις οι άλλοι μαζί σας. Όμως χρειάζεται περίσκεψη.

ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ
Άκουσα ότι ο Συχέμ έχει κοντά του πάντοτε τρακόσους άντρες. Και ότι μπορεί να μαζέψει τρεις χιλιάδες .

ΔΑΝ
Κι έχουνε όπλα και χάλκινα σπαθιά. Πρέπει να τους πιάσουμε στον ύπνο. Και γρήγορα, πριν ξυπνήσουν.

ΑΣΗΡ
Αν  ζητήσουμε  να μας   βοηθήσει    κι ο  θείος  μας  ο Ησαύ;

ΣΥΜΕΩΝ
Οχι. Αυτός θα τα θέλει όλα δικά του. Θα τα καταφέρουμε μόνοι μας. Ας πάμε τώρα στην κατασκήνωση να δώσουμε θάρρος στις γυναίκες. Και κουβέντα στον πατέρα μας για τα σχέδια μας. Και να μη μάθει τίποτα ο Ιωσήφ γιατί θα του το προλάβει αμέσως. (Βγαίνουν όλοι ένας ένας και μένουν στο τέλος ο Συμεών με τον Λευί)

ΛΕΥΊ
Λες να ήρθε η ώρα να κάνουμε δική μας τη Χαναάν;

ΣΥΜΕΩΝ
Δεν ξέρω. Όμως αν δεν προσπαθήσουμε, όπως αυτή η ώρα ήρθε έτσι και θα φύγει.
(Βγαίνουν)

Τέλος της τρίτης σκηνής



ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Παλάτι του Εμώρ.
ΣΥΧΕΜ, ΔΙΝΑ, ΥΠΗΡΈΤΡΙΕΣ

ΣΥΧΕΜ
(Τελειώνει το ντύσιμό του. Η Δίνα στο κρεβάτι καθιστή)
Πενήντα στρατιώτες είναι πάντα έτοιμοι δίπλα μου να με προστατεύουν και να με υπηρετούν. Η χώρα μου είναι πλούσια. Ότι πεις, το δίνει το χώμα της. Με τους γείτονες μου καλά τα πάω. Όλοι μέσα στη χώρα με φοβούνται και με υπολογίζουν. ‘Όλα όσα έχω θα γίνουνε δικά σου. Θα είσαι η πρώτη ανάμεσα στις γυναίκες μου. Και τ’ αδέρφια κι ο πατέρας σου θα ’χουν ότι θέλουν. Μόνο να γίνεις γυναίκα μου. Θα στείλω τον πατέρα μου να σε ζητήσει από τον δικό σου.
(Την πλησιάζει)
Είσαι το ομορφότερο λουλούδι της χώρας μου. Μπροστά σου δε βάζω όλες τις παλλακίδες μου μαζί. Όταν γίνω άρχοντας εγώ στη θέση του πατέρα μου, εσύ θα είσαι η δεύτερη στη χώρα μετά από μένα.

ΔΙΝΑ
Αν με είχες ζητήσει από τον πατέρα μου, τότε όλα θα ήταν αλλιώς.  Τώρα είναι εχθρός σου. Εσύ τον έκανες κλέβοντάς με.

ΣΥΧΕΜ
Ο πατέρας σου δε θα πει όχι. Μου το είπε ο πατέρας μου. Τον έχει καταλάβει καλά. Φοβάται. Σ’ έκλεψα γιατί είμαι ο άρχοντας. Όποια γυναίκα θέλω, το ’χει τιμή να έρθει στο κρεβάτι μου.
(Χτυπάει ένα χάλκινο ηχείο κου βρίσκεται κρεμασμένο στον τοίχο. Εμφανίζεται ένας υπηρέτης που υποκλίνεται)
Φέρε τα φορέματα για τη βασίλισσα. Και να μου φωνάξεις τις καλλίτερες δούλες να τη ντύσουν
(ο υπηρέτης υποκλίνεται και βγαίνει)
Θα σού φέρουν τα καλλίτερα φορέματα που υπάρχουν στη χώρα, φερμένα από την Ασσυρία, από τη Χαλδαία, από την Αίγυπτο. Θα διαλέξεις όποια κι όσα θέλεις. Και θα διατάζεις τις κοπέλες αυτές-είναι δούλες σου. Θα πάω να βρω τον πατέρα μου να πάει να σε ζητήσει από τον δικό σου.

ΔΙΝΑ
Ανάποδα το έκανες. Πρώτα ζητάνε κι ύστερα παίρνουν.

ΣΥΧΕΜ
Είμαι ο άρχοντας.

ΔΙΝΑ
Και μένα δε με ρωτάς; Δεν είπα το ναι ακόμα.

ΣΥΧΕΜ
Σου αρέσω. Κι αφού σου αρέσω θα το πεις.
(Βγαίνει)

ΔΙΝΑ
(Σηκώνεται από το κρεβάτι. Μόνη)
Έπεσες στην παγίδα μου Συχέμ. Στην ώρα σου πέρασες από το μέρος όπου μ’ ήβρες. Και δεν μπόρεσες ν’ αντισταθείς στα κάλλη του κορμιού μου-και ποιος θ’ αντιστεκότανε σε τούτο το κορμί... Κι αν βγάλω όχι το βέλο μου μόνο, αλλά κι όλα τα ρούχα που το σκεπάζουν, ψεγάδι ουτ’ ένα δε θα βρεις στα τόξα του,. Όμως μακριά από μένα ο πόθος σου Συχέμ. Αν αλλόπιστος δεν ήσουνα κι αν άλλονε δεν αγαπούσα, τότε μπορεί και να γινόμουνα γυναίκα σου. Γιατί βλέπω πώς κάτω από την αγριάδα σου κρύβεται ένας ανόητος που θα μπορούσα να τον κάνω ότι θέλω. Όταν το κεφάλι σου θα πέφτει κάτω από το σπαθί του αγαπημένου μου, τότε θα δούμε πόσο είσαι άρχοντας. Πήγαινε φέρνε δούλους να με υπηρετούνε. Φέρνε δούλες να με συντροφεύουνε. Ντύσε με, φκιασίδωσέ με. Μ' αν τα κρατούσα ολ’ αυτά με αντίτιμο την προδοσία της φυλής μου, άξια θα ήμουνα για την πιο μεγάλη περιφρόνηση. Όμως είμαι έξυπνη. Θα κρατήσω και τα πλούτη σου και την τιμή μου.
(Μπαίνουν οι υπηρέτριες).

Α' ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ    
Κυρά μου προσκυνώ. Εγώ και οι τρεις συντρόφισσές μου είμαστε οι δούλες σου. Μας έστειλε ο άρχοντας για να σου φέρουμε φουστάνια. Διάλεξε όποιο θέλεις κυρά μου. Μα θαρρώ θα τα κρατήσεις όλα-στην ομορφιά σου ταιριάζει κάθε ρούχο.

ΔιΝΑ
Σ’ ευχαριστώ καλή μου και για τα καλά σου λόγια και για τα φορέματα. Βοήθησέ με να φορέσω αυτό.

Β΄ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ    
Αυτό κυρά μου είναι πράγματι ωραίο. Με σχέδια καμωμένα απ' τον καλλίτερο Φερεζαίο τεχνίτη. Κοίτα το πουλί αυτό που σκύβει για να τσιμπήσει κάτι. Δεν είναι σαν ζωντανό;

Γ' ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ    
Κι όταν θα το φορέσεις κυρά, θα ’ναι σα να βοσκάει στου στήθους σου το περιβόλι.

ΔΙΝΑ
θα βάλω κι αυτή  τη ζώνη  μαζί.  Πολύ  μου αρέσει.

Δ΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ    ,
Και  το βέλο τούτο κυρά-μαζί πάνε. Και τα σαντάλια. Πάλι  μπορείς να δοκιμάσεις και  τούτα…

ΔΙΝΑ
(Διαλέγει)
Θα κρατήσω αυτό. Κι  αυτά. Μη φύγετε όμως ακόμα. Καθίστε καλές μου, θέλω συντροφιά. Μου λείπουν  οι  δικοί  μου.

Α΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ    
Κυρά μου έτσι είναι στην αρχή. Μα συνηθίζεται. Και πολύ γρηγορότερα  σαν είσαι κυρά κι όχι δούλα όπως εμείς.

ΔΙΝΑ
Μετά  από δω θέλω να βγω μαζί σας  μια βόλτα. Θέλω να μου  μάθετε το παλάτι, τον κήπο του και τα γύρω. Κι αν είσαστε καλές μαζί  μου δε θα έχετε να φοβηθείτε  τίποτα. Ο άρχοντας θα κάνει  για σας ό, τι του πω.


Α΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ
Κυρά μου, καμιά μας δε  θα σου πει  όχι σε ότι  ζητήσεις. Μόνο πες το και  θα γίνει.

Τέλος της τέταρτης σκηνής







ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΙΑΚΩΒ, ΛΕΥΊ, ΣΥΜΕΩΝ, ΡΟΥΒΗΝ, ΑΡΑΧΈΜ, ΕΜΩΡ.
Σκηνή του Ιακώβ στην Κατασκήνωση.

ΙΑΚΩΒ    
Έρχεται ο Εμώρ για να με δει. Δε θα του φερθούμε άσχημα. Είμαστε ξένοι!

ΛΕΥΙ
Ο γιός του δε φέρθηκε άσχημα στην αδερφή μας;

ΙΑΚΩΒ    
Έρχεται να μας δει. Ας δούμε τι θέλει.

ΣΥΜΕΩΝ
Ο, τι και  να πει και  ό τι και  να κάνει, μπορεί  να ξεπλύνει τέτοια προσβολή;

ΙΑΚΩΒ
Λοιπόν τι; Θα πρέπει να καταστραφούμε όλοι επειδή της Δίνας της αρέσει ο περίπατος; Τί θέλετε; Να πολεμήσουμε τον Αμώρ; Δεν έχουμε τις δυνάμεις. Βέβαια θα κάνουμε τον Αμώρ να καταλάβει πως αυτό που έκανε ο γιος του είναι άνομο. Κι ύστερα ανάλογα τι θα πει ο άρχοντας.

ΡΟΥΒΗΝ
(στα αδέρφια του)
Πάντοτε σέβομαι τη γνώμη του πατέρα. Και προχωρώ και δίνω κι ένα δίκιο στον Συχέμ. Είδε μπροστά του ένα όμορφο κορίτσι, άρχοντας είναι, το πήρε-ξέρουμε όλοι πως αυτά συνηθίζονται από τους άρχοντες. Και είμαστε άντρες και μεις και ξέρουμε τι σημαίνει να σ’ αρέσει μια γυναίκα και να μην μπορείς να την έχεις. Κι έπρεπε και μεις να κρατούμε το κορίτσι στο σπίτι αν δε θέλαμε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτά που λέω δε θα τα πω βέβαια μπροστά στον Αμώρ. Ούτε τον δικαιολογώ. Είναι φταίχτης απέναντί μας. Εκείνο που πρέπει νομίζω είναι, όπως λέει κι ο πατέρας, να περιμένουμε να δούμε τι θα πει ο Εμώρ-με τι διαθέσεις έρχεται και ανάλογα να πράξουμε.

ΣΥΜΕΩΝ
Με τι διαθέσεις  μπορεί  να έρχεται αδερφέ; Κι ακόμα κι αν  έπεφτε γονατιστός και ζήταγε συγνώμη , εμείς  θα τόνε συγχωρούσαμε;

ΡΟΥΒΗΝ
Όχι αδκρφέ, μα τί  να κάνουμε, πες.

ΣΥΜΕΩΝ
Δεν ξέρω, ότι μας φωτίσει ο θεός του πατέρα μας.

ΙΑΚΩΒ
Τώρα μίλησες σωστά παιδί μου. Ο θεός μου ποτέ δεν με άφησε ξεκρέμαστον. Πάντοτε με βοηθούσε στις δύσκολες ώρες. θα με βοηθήσει και τώρα.

ΡΟΥΒΉΝ
Πατέρα, ο θεός σου είναι και θεός μας. Κι αφού σε βοηθάει όλοι μας τον αγαπούμε. Είπες ότι σου είπε για τη Χαναάν πως θα γίνει δικιά μας. Μήπως ήρθε η ώρα πατέρα;

ΙΑΚΩΒ
Όχι παιδί μου. Όταν έρθει η ευλογημένη αυτή ώρα ο θεός θα μου το φανερώσει.
(Μπαίνει ο Αραχέμ)

ΑΡΑΧΕΜ  
Αφέντη έρχεται ο Εμώρ.
(βγαίνει)

ΙΑΚΩΒ
Καλώς να έρθει. Τον περιμένουμε.  
 (Σηκώνονται  όλοι  ορθοί. Μπαίνει  ο Εμώρ με δύο φρουρούς)

ΕΜΩΡ
Ιακώβ σε χαιρετάω και σένα και  τη συντροφιά σου.

ΙΑΚΩΒ   (υποκλινόμενος)
Κι εγώ σε χαιρετώ άρχοντα Εμώρ. Κι αυτά είναι  τρία από τα παιδιά μου.
Ο Ρουβήν, ο  Συμεών, ο Λευί.
(τα παιδιά υποκλίνονται)

ΕΜΩΡ
Εύχομαι ο θεός να δίνει σε σένα και στα παιδιά σου όλα τα καλά. Ιακώβ, Έρχομαι για να αλλάξω ένα κακό σε καλό. Ο γιός μου ο Συχέμ είναι νέος. Και τα ξέρεις τα νιάτα. Βράζει το αίμα τους. Και βέβαια ξέρεις πως η κόρη σου η Δίνα είναι μαζί του. Την άρπαξε. Ξέρω πόσο λυπάσαι κι ας μη το δείχνεις. Λυπάμαι κι εγώ μαζί σου. Είμαι πατέρας κι εγώ. Στενοχωριέμαι και σαν άρχοντας της χώρας και σαν γείτονας σας. Θα ήθελα να είμαστε καλοί γειτόνοι κι όχι να βλέπει ο ένας τον άλλο με μισό μάτι. Και θέλω όσοι μένουνε στη χώρα μου να μη με φοβούνται ούτε να με αποφεύγουν σα να ήμουνα εχθρός τους. Γι αυτό έχω να σας πω αυτά τα λόγια. Και σας λέω από πριν πως με ότι πω συμφωνεί κι ο γιός μου ο Συχέμ-αυτός μ’ έστειλε. Ο γιος μου έδωσε την καρδιά του στη θυγατέρα σου. Και δε θέλει να την κρατάει στο παλάτι χωρίς την έγκρισή σας. Θέλει να την παντρευτεί. Και θα την έχει πρώτη στη σειρά απ’ όλες τις γυναίκες του. Και όχι μόνον ο Συχέμ κι η  Δίνα, αλλά σου προτείνω να αρχίσουνε να συμπεθερεύουνε και οι Συχεμίτες με σας. Γη πολλή έχουμε. Χωράμε κι εμείς κι εσείς κι άλλοι τόσοι. Και αν γίνει αυτό τότε θα είσαστε ισότιμοι με μας. Θα έχετε την άδεια να πηγαίνετε σε όποιο μέρος της Χαναάν θέλετε και θα εμπορεύεστε ελεύθερα. Κι αν συμφωνήσεις και δώσεις την κόρη σου στο γιό μου, για προίκα εγώ θα σου δώσω κι όσα κι ό,τι ζητήσεις. Μόνο πες το και θα γίνει. Ήρθα ο ίδιος εδώ γιατί και σένα σκέφτηκα και την ευτυχία του γιου μου. Αποφάσισε και πες μου Ιακώβ.

ΙΑΚΩΒ
Άρχοντα Εμώρ τι ν’ αποφασίσω και τι να πω. Ο γιός σου άρπαξε το κορίτσι μου. Πρόσβαλε και μένα και τη φυλή μου. Εκτιμάω που ήρθες εδώ εσύ ο ίδιος για να μας ζητήσεις το κορίτσι μας, όμως καλλίτερα θα ήταν αν ερχόσουν πριν ο γιός σου αρπάξει τη θυγατέρα μου. Τώρα τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Γιατί δεν είναι εσύ κι εγώ που μιλάμε. Τώρα έχουν λόγο και τα παιδιά μου. Είναι άντρες πια κι ας μιλήσουν. Κι ύστερα σου λέω κι εγώ τον δικό μου λόγο.

ΡΟΥΒΗΝ
Άρχοντα, έτσι το ’χετε σεις εδώ; Ν’ αρπάζετε τα κορίτσια του κόσμου; Θα σου πω τούτο κι ας με μαλώσει ο πατέρας μου γι αυτή μου την ασέβεια. Άλλη φορά να εξετάζει πρώτα ο γιός σου ποια είναι η κοπέλα που αρπάζει προτού την αρπάξει. Όσο για τώρα, δεν ξέρω τι να πω. Θέλω πρώτα να ξαστερώσει το μυαλό μου κι υστέρα θα κουβεντιάσω με τ’ αδέρφια μου και θα σου πούμε.

ΣΥΜΕΩΝ
Άρχοντα, έχουμε όλο το δίκιο. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι πως ότι έγινε δεν ξεγίνεται. Πραγματικά δε βλέπω τι άλλο εκτός από το γάμο θα μπορούσε να γίνει. Ο γάμος αυτός κι εμάς θα μας ικανοποιήσει, έστω εκ των υστέρων, και το γιό σου, αφού αγάπησε την αδερφή μας. Ένα είναι όμως το μεγάλο εμπόδιο γι αυτό το γάμο. Πως εμείς όλοι έχουμε κάνει περιτομή και σεις είσαστε απερίτμητοι. Η περιτομή είναι βασικό στοιχείο της λατρείας μας και ποτέ μέχρι τώρα δε δώσαμε δικό μας κορίτσι σε άντρα που έρχεται από απερίτμητη φυλή. Μπορούνε να ταιριάξουνε τα πράγματα αν και της δικής σου φυλής οι άντρες κάνουνε περιτομή. Έτσι θα δείξετε πως δεν είσαστε εχθροί μας και  τότε  δεν  θα υπάρχει  εμπόδιο για  το γάμο. Αν  όμως  δεν κάνετε περιτομή, θα πάρουμε πίσω την αδερφή  μας  και  θα φύγουμε. Τί λέτε αδέρφια;

ΛΕΥI
Μόνο έτσι μπορούμε να δεχτούμε το γάμο.

ΙΑΚΩΒ
Σωστή κουβέντα.

ΕΜΩΡ
Είναι  σωστή η  γνώμη  σας. Και  σας ομολογώ πως  ταιριάζει και  με τη  δική  μου γνώμη. Η περιτομή  θα μας φιλιώσει και  με άλλους λαούς  που περιτέμνονται. Θα το  δεχτεί και ο Συχέμ γιατί  αγαπάει  τη Δίνα. Σας ευχαριστώ για την καλή λύση που δώσατε στο πρόβλημα μας. Και  τώρα να φύγω.

ΙΑΚΩΒ
Άρχοντα, το ’χουμε συνήθειο να φιλεύουμε τον ξένο που μπήκε στο σπίτι   μας. Κάτσε να φάμε.

ΕΜΩΡ
Θα πάω να πω τα χαρούμενα νέα στον Συχέμ. Θα φάμε και θα πιούμε όλοι  μαζί στο γάμο. Σας χαιρετώ.
(βγαίνουν)

Τέλος της πέμπτης σκηνής




ΣΚΗΝΗ ΈΚΤΗ    
ΧΡΟΝΟΣ
Ένας μήνας μετά την αρπαγή της Δίνας

ΤΟΠΟΣ
Το σπίτι  ενός Συχεμίτη.

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΝΟΙΚΟΚΥΡA, ΓΕΙΤOΝΙΣΣΑ, ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ    (Κοπανίζοντας  στάρι  σ’ ένα γουδί)
 Και  θα την παντρευτεί;

ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Θα την  παντρευτεί . Πήγε ο  ίδιος ο άρχοντας στον πατέρα της και τη ζήτησε.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Είναι άρχοντας κι αυτός;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Λένε πως έχει πολλά ζώα και πολύν πλούτο. Άρχοντας όμως δεν είναι.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Ακούω πως είναι άπιστοι. Δεν πιστεύουν στον Μαρντάκ. Πώς θα πάρει ο γιός του άρχοντα γυναίκα άπιστη;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ.
Ναι. Είναι άπιστοι. Κάνουνε  θυσίες σε δικό τους, ξένο  θεό.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Ποιον;  

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ.
Δεν ξέρω. Και  δεν  του φτιάχνουν αγάλματα ούτε ζωγραφιές λέει.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Τότε πού πιστεύουν; Στον αέρα; Άλλο και τούτο…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Ο θεός τους παρουσιάζεται ο ίδιος λέει μπροστά τους.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Και με τέτοιους ανθρώπους κάνει συμπεθεριό ο άρχοντας;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ'.
Μη στενοχωριέσαι συ. Για να δέχτηκε τέτοιο πράγμα ο άρχοντας θα πει πως έχει ψωμί η υπόθεση. Θα κερδίσει πολλά.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ.
Μακάρι,  γιατί κάτι  θα μείνει και  για μας.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ.
Ο θεός να δώσει. Σήμερα λέει θα τους εμίλαγε ο άρχοντας στην πύλη. Πήγε ο άντρας σου;

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Πήγε.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Να δούμε τι νέα θα σου φέρει.
(Ακούγονται βήματα)

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Αυτός είναι. Κατά φωνή.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ   
(Βιαστικά)
Φεύγω φεύγω…
(Βγαίνει. Μπαίνει  ο άντρας  Συχεμίτης).

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Καλώς τον. Σας μίλησε ο άρχοντας;


ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Μας μίλησε.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ       
Και τί σας είπε;

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Μας είπε να κάνουμε περιτομή. Να τι μας είπε. Γιατί, λέει, έτσι θα κάνουμε φίλους τους τσοπάνηδες και θα ’χουμε δικά μας τα πρόβατά τους.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Πώς  θα τα ’χουμε δικά μας;

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Δεν είπε. Θα τους σκοτώσει και θα τα πάρει. Πώς αλλιώς;  Ζωντανός άνθρωπος αφήνει να του πάρουνε τα ζώα του; Άκου  περιτομή! Σε λίγο θα μας πει και να μην έχουμε είδωλα των θεών μας. Και θα μας πει να πιστεύουμε σε ένα θεό μόνο-αρκεί να βρει κι άλλη ευκαιρία για πλιάτσικο.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Άντρα μου, αν το πει, άρχοντας είναι, τι να κάνουμε;

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Μα βρε γυναίκα, βάλε λίγο το μυαλό σου να δουλέψει. Εγώ μόνος μου μπορώ να κάνω παιδιά αν δεν είχα εσένα; Πώς ένας θεός μονάχα θα μπορούσε να γεννήσει όλους τους άλλους θεούς που βλέπουμε; Τον ήλιο, τη σελήνη, τη γη, τ’ αστέρια... Φαντάσου τον Αμσού-
μεγάλη η χάρη του-χωρίς την Τιαμά. Πώς θα μπορούσε να κάνει όλα όσα έκανε;

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Δίκιο έχεις άντρα μου.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Έχω μα πού να το βρω…

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Και θα κάνεις περιτομή κι εσύ;

Α.Σ. ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ    
Ξέρω κι εγώ τι θα κάνω; Πονάει κιόλας λένε. Και πρέπει για πέντε μέρες να μείνουμε στο σπίτι, μακριά από τις δουλειές μας.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Αφού το λέει ο άρχοντας κάνε το άντρα μου, ας μη του πάμε κόντρα.
.
ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Θα δω τι θα κάνω. Βάλε κάτι να φάω και να κοιμηθώ γιατί αύριο έχω χωράφι.

ΝΟΙΚ.
Πάω άντρα μου.
(βγαίνει)

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
(μόνος)
Άκου περιτομή! Αλλά και πάλι πώς να πας κόντρα στον άρχοντα; Ύστερα τόσες φυλές κάνουν περιτομή, γιατί όχι κι εμείς; Μα να την κάνουμε για το χατίρι του Συχέμ... Τέλος. Ας ξημερώσει και θα το σκεφτώ πάλι. Άκου περιτομή…

Τέλος της έκτης σκηνής




ΣΚΗΝΗ  ΕΒΔΟΜΗ

ΤΟΠΟΣ
Παλάτι του Εμώρ. Κήπος.  
ΧΡΟΝΟΣ
Δυο μήνες μετά την αρπαγή της Δίνας.

Η Δίνα με μια υπηρέτρια περπατούν βράδυ στον κήπο.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΔΙΝΑ, ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ, ΣΥΜΕΩΝ

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου δυο μήνες είσαι μαζί μας κι είναι σα να σε ξέρουμε χρόνια.  Είσαι  καλή κι απλή σαν κι εμάς κι ας είσαι αρχόντισσα.

ΔΙΝΑ
Δεν είμαι ακόμα αρχόντισσα. Πρόσεξε μήπως όταν γίνει ο γάμος αλλάξω.
(Γελάει)
Όχι καλή μου. Πάντοτε θα είμαι όπως τώρα. Με τους καλούς είμαι καλή.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Το φόρεμα του γάμου κυρά μου δε φαίνεται από τα διαμάντια και το χρυσάφι που έχει πάνω του.

ΔΙΝΑ
Ναι, μου αρέσει και μένα. Ο άρχοντας γύρισε;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Ναι κυρά. Κουβεντιάζει με τον πατέρα του.

ΔΙΝΑ
Πήγαινε να του πεις πως είμαι εδώ και πως θ’ ανέβω σε λίγο να τον δω.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου είναι βράδυ. Πώς θα κάτσεις μόνη σου στον κήπο;

ΔΙΝΑ
Δεν είμαι μικρό παιδί να φοβάμαι . Θα έρθω σε λίγο. Πήγαινε.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Μάλιστα κυρά.
(Υποκλίνεται, βγαίνει)

ΔΙΝΑ
(Πηγαίνει προς την πόρτα του κήπου. Με προφύλαξη, σιγά)
Συμεών! Συμεών!
(Εμφανίζεται πίσω από την μάντρα του κήπου ο Συμεών. Πηδάει την μάντρα και μπαίνει. Αγκαλιάζει τη Δίνα. Φιλιούνται)

ΣΥΜΕΩΝ
Ω! Πόσο μου λείπεις αγαπημένη μου…

ΔΙΝΑ    .    
Κι εσύ αγαπημένε μου μού λείπεις. Δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα.

ΣΥΜΕΩΝ    
Κάνε κουράγιο. Σε πέντε μέρες θα κάνουν περιτομή οι Συχεμίτες. Την δεύτερη μέρα μετά την περιτομή θα τελειώσουν τα βάσανα σου.

ΔΙΝΑ
Τότε θα έρθετε;

ΣΥΜΕΩΝ
Ναι. Τότε οι Συχεμίτες θα είναι με τον πόνο της περιτομής ή στο κρεβάτι ή ανίκανοι για αντίσταση.
Το βράδυ της ημέρας εκείνης να έχεις κοντά σου τον Συχέμ. Έφτασε η ώρα να γίνω εγώ άρχοντας κι εσύ δίπλα μου αρχόντισσα τιμημένη. Έχεις τίποτα καινούργιο να μου πεις; Έμαθες τίποτε άλλο;

ΔΙΝΑ
Όχι κάτι συγκεκριμένο. Όμως να προσέχετε.
 Δυο φορές τις τελευταίες μέρες που μιλούσε με τον πατέρα του, όταν πλησίασα έκοψαν άξαφνα την κουβέντα τους. Να προσέχετε.

ΣΤΜΕΩΝ
Μήπως κατάλαβε τίποτα και  θέλει να μας προλάβει;

ΔΙΝΑ
Δεν ξέρω, ίσως και να μου φάνηκε. Θα σε ειδοποιήσω αν μάθω κάτι… Να προσέχετε.

ΣΥΜΕΩΝ
Προσέχουμε αγαπημένη μου, προσέχουμε. Μήπως έφερε κι άλλους άντρες στο παλάτι;

ΔΙΝΑ
Οχι. Οι ίδιοι είναι. Εσείς είσαστε σύμφωνοι όλοι ή μήπως κανείς σου φέρνει αντιρρήσεις;

ΣΥΜΕΩΝ
Όλοι σύμφωνοι είναι. Όμως την αρχή θα την κάνω με το Λευί. Ύστερα θ’ ακολουθήσουν οι άλλοι.

ΔΙΝΑ
Με το Λευί; Ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά οι δυο, τώρα είναι  μαζί  σου;

ΣΥΜΕΩΝ
Είναι γιατί μυρίζεται ψητό.

ΔΙΝΑ
Κατάλαβε κανείς ότι τα είχαμε σχεδιάσει όλα;

ΣΥΜΕΩΝ
Οχι. Η Ρόνι με την περιγραφή της αρπαγής σου τους έχει πείσει όλους τελείως.
(Τη φιλάει)
Αγαπημένη μου να προσέχεις κι εσύ.
Δεν μου άρεσαν αυτά που μου είπες για τον Συχέμ και τον πατέρα του.

ΔΙΝΑ    
Θα σου πω και κάτι άλλο που δεν θα σου αρέσει.

ΣΥΜΕΩΝ
Τι;

ΔΙΝΑ
Είμαι έγκυος.

ΣΥΜΕΩΝ
Απ’ αυτόν;

ΔΙΝΑ
Απ’ αυτόν.

ΣΥΜΕΩΝ
Έχω ένα φίλο στην Αίγυπτο που γνωρίζει έναν ιερέα στην Ηλιούπολη.. Θα στείλουμε εκεί το παιδί. Το ξέρει ο Συχέμ πως είσαι έγκυος;

ΔΙΝΑ
Όχι.

ΣΥΜΕΩΝ
Να του το πεις απόψε. Θα του αρέσει και θα μπορέσεις να το εκμεταλλευτείς για την υπόθεσή μας.

ΔΙΝΑ
Θα του το πω. Τώρα πρέπει να φύγω γιατί με περιμένει.
(φιλιούνται)
Γεια σου

ΣΥΜΕΩΝ
Γεια σου.






ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ


ΤΟΠΟΣ:
Σκηνή του Ιακώβ.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΙΑΚΩΒ, ΑΡΑΧΕΜ, ΛΕΙΑ, ΒΑΛΛΑ, ΜΕΛΧΑ, ΡΟΥΒΙΝ, ΛΕΥΙ, ΙΟΥΔΑΣ, ΔΑΝ.

(Ο Ιακώβ μιλάει με τον Αραχέμ)

ΙΑΚΩΒ

Παιδιά μεγάλωσα εγώ ή φίδια; Ω! Πώς πονάει η πληγή  που  μου άνοιξαν… Άμυαλοι. Με  το μαχαίρι  νομίζουνε πως  θα λύσουνε το πρόβλημά τους. Ανόητοι. Κι  η συμφωνία που κάναμε με  τον Αμώρ; Δεν τη λογάριασαν; Και είσαι  σίγουρος πως σκότωσαν και τους αρχόντους;

ΑΡΑΧΈΜ
Ναι αφέντη. Και τον Εμώρ και τον Συχέμ και τη φρουρά τους. Κι όλους τους άντρες της πόλης. Εκμεταλλεύτηκαν που οι Συχεμίτες κάνανε περιτομή και δεν ήτανε ικανοί για αντίσταση.

ΙΑΚΩΒ
Ω! Συφορά! Και  δεν  τους  έφτανε αυτό  μα λεηλάτησαν και  τα σπίτια τους…

ΑΡΑΧΕΜ
Και πήραν τις γυναίκες τους και τα ζωντανά τους κι ότι πολύτιμο είχαν στα σπίτια τους οι ανθρώποι.

ΙΑΚΩΒ
Καλά , εγώ είμαι γέρος, εμένα με κορόιδεψαν. Εσύ δεν κατάλαβες τίποτα;

ΑΡΑΧΈΜ
Ούτε εγώ ούτε κανένας από τους άντρες μου αφέντη. Κρυφό το κράτησαν από όλους τα παιδιά σου.

ΙΑΚΩΒ
Πού  είναι   τώρα;

ΑΡΑΧΕΜ
Ο Συμεών έμεινε εκεί, οι άλλοι κάπου εδώ τριγυρίζουν.

ΙΑΚΩΒ
Τι άλλο έχει στο μυαλό του ο Συμεών άραγε; Και τι σχεδία έχουν κι οι άλλοι; Φώναξε μου όποιον βρεις από δαύτους! Αμέσως. Τώρα!

(ο Αραχέμ βγαίνει.  Ο Ιακώβ δυνατά)

Λεία! Δάλλα! Μελχά!

(Προβαίνουν μία μία οι γυναίκες)
Τα μάθατε τα κατορθώματα των γιων σας; Μάθατε τις ντροπές που ρίξαν στο κεφάλι μου; Μάθατε τις έγνοιες που μου βάλανε; Φίδια μου γεννήσατε, όχι παιδιά. Να  ’τοιμαστείτε για φευγιό. Δε γίνεται άλλο να σταθούμε εδώ. Όσοι μείνανε θα μαζέψουν τους γειτόνους τους και θα μας ρημάξουν. Τι συφορά! Πάνω που είπαμε να ριζώσουμε δω χάμου, να ’μαστε πάλι για δρόμο!  Να μην πείτε τίποτα στη Ραχήλ. Θα της τα πω εγώ τα νέα όπως πρέπει. Αντέστε. Φύγετε. Συφορά μου!
(οι γυναίκες βγαίνουν)
Θεέ μου τί να κάνω; Εσύ στις δύσκολες στιγμές μου πάντοτε με βόηθησες. Βοήθα με και τώρα. Μου υποσχέθηκες να δώσεις σε μένα και στους απογόνους μου τη γη Χαναάν. Μην πάρεις πίσω το λόγο σου Κύριε για την απρέπεια των παιδιών μου. Και φανερώσου μου και πες μου τι να κάμω στις δύσκολες ώρες που περνώ.
(Μπαίνουν Ρουβήν, Ιούδας, Λευί, Δαν.)
(Δυνατά στα παιδιά)
Πού είναι τα μαχαίρια σας; Φέρτε τα και σκοτώστε κι εμένα!..

ΡΌΥΒΙΝ
Πατέρα..

ΙΑΚΩΒ
..Αλλά μήπως δε μ’ έχετε κιόλας  σκοτώσει; Αθώους ανθρώπους εσκοτώσατε. Γιατί;

ΡΟΥΒΙΝ
Πατέρα, ατιμάσανε την αδερφή μας!

ΙΑΚΩΒ
Όλοι  την ατιμάσανε; Εσείς  ρημάξατε  την  πόλη  όλη. Εμένα δε με σκεφτήκατε; Όλος ο κόσμος-όσους αφήσατε ζωντανούς-τώρα θα λέει εμένα κακόν και ύπουλο. Και θα κινήσουν ενάντιά μας.

ΛΕΥΙ
Πατέρα όλο μας λες πως τη Χαναάν θα μας τη δώσει δική μας ο θεός. Πώς θα μας τη δώσει αν δεν πολεμήσουμε; Έπρεπε να βοηθήσουμε τη θέληση του θεού.

ΙΑΚΩΒ
Ωραία τη  βοηθήσατε. Σκοτώνοντας αθώους ανθρώπους. Θαρρείτε ανόητοι πως έτσι παίρνονται οι Χαναάν; Τώρα ξέρετε τι θα γίνει; Οι Χαναναίοι και  οι Φερεζαίοι  θα ξεσηκωθούν και θα μας λιώσουν. Θα χάσουμε  ό,τι έχουμε και  δεν έχουμε. Αν κανένας από μας γλιτώσει θα είναι τυχερός. Πού είναι ο Συμεών;
ΛΕΥΙ
Έμεινε στην πόλη.
ΙΑΚΩΒ
Η Δίνα;
ΛΕΥΙ
Κι αυτή μαζί.
ΙΑΚΩΒ
Γιατί έμεινε εκεί ο Ιακώβ;
ΛΕΥΙ
Θέλει να γίνει άρχοντας εκεί λέει……..
ΙΑΚΩΒ
Ω.' Τον ανόητο. Μήπως θέλει να πάρει και την Αίγυπτο; Ω! Τον ανόητο! Μα τι περίμενα απ’ αυτόνε  κι από σένα που για να διασκεδάσετε κόβατε τα νεύρα από τα πόδια των ταύρων και τους βλέπατε να σπαρταράνε και γελούσατε; Αφού για το γέλιο σας κάνατε τέτοια, τι δε θα κάνατε στο θυμό σας πάνω…

ΡΟΥΒΗΝ
Πατέρα δίκια είσαι θυμωμένος. Μα με τους Συχεμίτες δε θα μπορούσαμε μετά από ότι έγινε-την αρπαγή της αδερφής μας-να είμαστε φίλοι. Θα ήμασταν εχθροί. Κι οι Συχεμίτες ήσαν δυνατότεροι. Έτσι πάντοτε θα κάναμε ότι εκείνοι ήθελαν. Μόνο με δόλο μπορούσαμε να τους εξοντώσουμε. Πρέπει  να κοιτάξουμε το μέλλον μας. Αν το χειριστούμε το ζήτημα καλά, μπορούμε να ριζώσουμε στην πόλη της Συχέμ. Κι αυτή θα είναι μια καλή αρχή για να εκπληρωθεί η υπόσχεση του θεού σου-να γίνει δική μας η Χαναάν.

ΙΑΚΩΒ
Άδικα αίματα δε θέλει ο Θεός μου. Φύγετε. Και τραβάτε πέστε σ’ αυτό τον ελαφρόμυαλο ναρθεί εδώ προτού πέσουν απάνω του οι Φερεζαίοι και τότε δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Τραβάτε. Και στείλτε μου τον Ιωσήφ. Θέλω να ημερέψω λίγο την ψυχή  μου.



                                    ΑΥΛΑΙΑ

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

 «ΠΑΣΧΑ ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑΣΧΑ»
(Πάσχα του καιρού της Κρίσης)

Αλήθεια πώς θα ήτανε το Πάσχα μας
αν ήτανε Σωτήριο;
Ας δούμε.

Σ’ ένα Σωτήριο Πάσχα θ’ ανασταίνονταν
όχι ο Χριστός μα ο Λαός.
Θα σφίγγαμε τα χέρια όχι
μα τους λαιμούς των υπουργών.
Θα σπάζαμε όχι αυγά
παρά των πλούσιων τα κεφάλια.
Στων εκμεταλλευτών μας το κερί
θα το ανάβαμε τον τάφο
κι αντίς γι αρνί
τους βουλευτές θα εσουβλίζαμε.
Ως για τ’ αυγά
με το αίμα των κλεφτών-θα πει με το αίμα μας-
 θα τα εβάφαμε.

Και πια θ’ αλληλοχαιρετιόμασταν
«Ελλάδα ανέστη εκ νεκρών».

Αν ήτανε το Πάσχα μας Σωτήριο.

 ΠΑΣΧΑ 2014

Όταν έβγαινα το Πάσχα στο μπαλκόνι
κάθε χρόνο-είναι τώρα δέκα χρόνοι,
στις αυλές τριγύρω έψηναν αρνιά.
Κάθε Πάσχα! Μα το ναι- κάθε χρονιά!

Και μονάχος καθώς είμαι μες στο σπίτι-
σας το λέω και δε λέω ψέματα μπίτι-
με καθένανε χαιρόμουν απ’ αυτούς
καλεσμένος ήμουν λες απ’ ολουνούς.

Φέτος όμως-α! ρε συ-άτιμη Κρίση!
απ’ αυτούς δεν έχει ουτ’ ένας τους τσικνίσει.
Κι ειν’ η πρώτη μου χρονιά-πάλι ευτυχώς-
που επέρασα το Πάσχα μοναχός!

 TO ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

"To Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ' αρνιά κι η μαγειρίτσα;
Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που κι οι σταυροί δεν μας πονάνε πια.

To Πάσχα μας… Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;

 TO ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

"To Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ' αρνιά κι η μαγειρίτσα;
Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που κι οι σταυροί δεν μας πονάνε πια.

To Πάσχα μας… Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;

 Ο ΜΟΝΗΡΗΣ

Άδειασε η πολυκατοικία-
πού πήγαν όλοι;
Ακόμα κι ο κυρ-Παναγιώτης
λείπει απ' την πόλη.

Φως πια δε φέγγει ούτε ένα
στις χαραμάδες.
Φύγαν παιδιά, φύγαν πατέρες,
φύγαν μαμάδες.

Σιγά τις σκάλες ανεβαίνω,
μην ένα χτύπο,
μη μια φωνή κάποιαν ακούσω
έστω απ’ τον κήπο.    

Όμως κανείς δεν αγροικιέται.
Πού έχουν πάει;
Το πόδι τους ποιο τάχα χώμα
τώρα πατάει;

Μα δε φελάει όποια σκέψη.
Κι ως ανεβαίνει
τα βήματα του λες μετράει
σε σκάλα ξένη.

(Πασχα 2003
Τριπολη
Σοφοκλεους 3)