ΠΕΡΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Απ’ τον καιρό που ο Δυτικός άνθρωπος άρχισε να εκπολιτίζεται, και αφού εξασφάλισε το φαγητό του όχι μόνον κυνηγώντας αλλά και σπέρνοντας καρπούς και τρεφόμενος με κείνους, άρχισε να παρατηρεί και να σκέφτεται και για πράγματα πέραν εκείνων που αφορούσαν την επιβίωσή του.
Η σκέψη του κάποτε έφτασε να απορεί τι είναι η γη, τι είναι ο ήλιος και τ’ αστέρια.
Με τον καιρό άρχισε να αναρωτιέται τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι τα ζώα, τι είναι ο θάνατος.
Και όλα αυτά κάθε φορά τα «εξηγούσε» βάζοντας θεούς να έχουν δημιουργήσει τα πάντα και να καθορίζουν την εξέλιξή τους. Και ησύχαζε υπακούοντας σε νόμους που οι ίδιοι αυτοί θεοί είχαν, χρησιμοποιώντας «φωτισμένους» αντιπροσώπους τους γι αυτό, θεσπίσει.
Με την πάροδο των αιώνων και των χιλιετηρίδων, και καθώς οι άνθρωποι προόδευαν σε τέχνες και γνώσεις, άρχισαν να βλέπουν ότι οι θεοί δεν έπαιζαν και μεγάλο ρόλο στη ζωή τους, ώσπου, έφτασαν σε σημείο, λίγοι από αυτούς και περισσότεροι με τον καιρό, να υποθέτουν στην αρχή και να είναι σίγουροι αργότερα, ότι οι θεοί ήσαν λίγο ως πολύ δημιούργημα των ίδιων των ανθρώπων.
Φτάνοντας στην εποχή που εμείς λέμε αρχαία εποχή, δηλαδή στην εποχή του χίλια με πεντακόσια χρόνια προ Χριστού, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει ήδη να εννοούν ότι οι θεοί ήταν κατασκεύασμα των ανθρώπων.
Και με τον καιρό τούς είχαν βάλει στην άκρη, παίρνοντας τις τύχες τους στα χέρια τους.
Είναι η εποχή που στην Ελλάδα οι Έλληνες είχαν τους δώδεκα θεούς, που τόσο πίστευαν σ΄ αυτούς όσο εμείς σήμερα στον Χριστιανισμό.
Και είναι την εποχή εκείνη που οι Αθηναίοι είχαν ελεύθερο χρόνο περισσότερον από ποτέ, γιατί είχαν δούλους που τους παρείχαν και τους ετοίμαζαν τα πάντα.
Και είναι τότε η εποχή που οι άνθρωποι της Αθήνας ασχολήθηκαν με ό,τι σήμερα λέμε φιλοσοφία.
Δηλαδή βάλθηκαν να εξηγήσουν πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, τι ρόλο σε αυτό τον κόσμο έχει ο άνθρωπος, και ό,τι άλλο θεωρείται ότι είναι και σήμερα το πεδίο της φιλοσοφίας
Και μιας και το θέμα ήταν πρωτόφαντο στις διαστάσεις που είχε τότε, όλες οι απόψεις ακούστηκαν στις συζητήσεις μεταξύ τους.
Και έλεγε καθένας την άποψή του, μιας και το θέμα ήταν παρθένο στην καινούργια-μέσα στο πρωτόφαντο περιβάλλον της Αθήνας- εμφάνισή του.
Και ειπώθηκαν τα πάντα.
Δηλαδή ειπώθηκαν όλα όσα θα σκεφτόταν οποιοσδήποτε άνθρωπος που θα βρισκόταν σε ένα περιβάλλον όπως της τότε Αθήνας, με άλλα λόγια οποιοσδήποτε σημερινός άνθρωπος.
Και όλες οι σκέψεις τους τότε, φτάνανε στο αδιέξοδο, όταν έπρεπε να εξηγηθεί η αρχή των πάντων, και πόσο μάλλον οι σχέσεις των πραγμάτων από κάποια αρχή τους και ύστερα.
Το Μηδέν, το άπειρο, και ό,τι ενδιάμεσο θα μπορούσε να έχει υπάρξει ή να έχει υποψιαστεί, ψάχτηκε.
Το «αγαθόν» το «όντως ον», η «πρώτη αιτία», με την ίδια ή άλλη ορολογία, ήταν στην ημερησία διάταξη στις συζητήσεις των τότε πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων.
Ίσως και άλλοι λαοί να είχαν φτάσει σε αυτό το στάδιο σκέψης, και αυτό να μην έφτασε ως εμάς, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν την γλώσσα την ικανή να εκφράσουν μ’ αυτήν ό,τι σκέφτονταν, και δεν είχαν ακόμα τη γραφή για να αφήσουν γραφτά τα όσα συζητούσαν.
Και αφού οι Έλληνες είχαν μια πρόσφορη για την έκφραση των συναισθημάτων και των σκέψεών τους γλώσσα, και αφού είχαν και την γραφή, να! το αποτέλεσμα: έχουμε την φιλοσοφία τους ζωντανή μπροστά μας σήμερα.
Και τα είπαν όλα οι Έλληνες φιλόσοφοι.
Γιατί τα σκέφτηκαν όλα.
Λένε οι σημερινοί, φιλοσοφούντες και μη, ότι η φιλοσοφία μετά τον Πλάτωνα είναι σχόλια πάνω στο έργο του.
Και βέβαια έτσι είναι.
Γιατί ο πρώτος που σκέφτηκε πάνω στα πράγματα αυτά, τα είπε όλα. Όπως όλα θα τα έλεγε και σήμερα και όποιος θα φιλοσοφούσε για πρώτη φορά στον σημερινό κόσμο.
Και ο πρώτος τότε, ήταν ο Έλληνας φιλόσοφος.
Όποιος μπει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, και βαλθεί να το εξερευνήσει, βγαίνοντας από αυτό θα πει τα ίδια πράγματα με όποιον άλλον μπήκε πριν από αυτόν στο ίδιο σκοτεινό δωμάτιο. Θα πει ότι ψηλάφησε ίσως εκεί ένα στρογγυλό εξόγκωμα, πιο πέρα ένα αιχμηρό αντικείμενο, ότι το πάτωμα έτριζε έτσι ή αλλιώς, και έτσι ώσπου να τελειώσει την αφήγησή του.
Έτσι και οι φιλόσοφοι από την αρχή της φιλοσοφίας. Μπαίνουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και περιγράφουν ό,τι έψαυσαν , άκουσαν, μύρισαν.
Και καθένας τα περιγράφει με άλλα λόγια, που όλα καταλήγουν τέλος στην άγνοια του τι είναι το δωμάτιο αυτό-ποιος το έφτιαξε, τι είναι τα αντικείμενα που μέσα του υπάρχουν, πού χρησιμεύουν κλπ.
Έτσι και οι φιλόσοφοι.
Και μην μπορώντας μέχρι και σήμερα να εξηγήσουν τα όσα αισθάνθηκαν μπαίνοντας στο σκοτεινό δωμάτιο της φιλοσοφίας, λένε καθένας το κοντό του και το μακρύ του.
Και αυτή είναι η φιλοσοφία μας.
Που αναμασάει από τότε τα ίδια και τα ίδια.
Και μιλάνε όλοι για τον Πλάτωνα σαν τον μέγα φιλόσοφο.
Συμφωνώ στο «φιλόσοφος» αλλά το «μέγας» θα το αντικαθιστούσα με το «πρώτος».
Ανάφερα πιο πάνω τον λόγο για τον οποίο οι Έλληνες υπήρξαν οι πρώτοι Δυτικοί φιλόσοφοι.
Όλα αυτά όμως (ο πλούτος, οι ελεύθερες ώρες, η κατάλληλη και ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα), υπήρξαν γιατί η γεωγραφική θέση της Ελλάδας ήταν αυτή που ήταν.
Η Ελλάδα ήταν στην ουσία ένα νησί.
Νότια, δυτικά και ανατολικά θάλασσα, στα βόρια τα βουνά που δεν περνιούνται εύκολα. Έτσι η Πελοπόννησος και η σημερινή Στερεά Ελλάδα ήταν ένα σύνολο αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.
Πάνω σ’ αυτό το νησί οι Έλληνες θα καθόριζαν την τύχη τους και θα έγραφαν την ιστορία τους οι ίδιοι, χωρίς κινδύνους από εχθρούς.
(Υποθέτω ότι αν οι Έλληνες ζούσαν τότε όχι στην Ελλάδα αλλά σε κάποιο άλλο μέρος της γης, θα είχαν την ίδια μοίρα με όποιον λαό κατοικούσε αυτός τότε τον υποθετικό, για την Ελλάδα, τόπο.)
Οι μόνοι εχθροί που επιτέθηκαν στους Έλληνες ήσαν οι Πέρσες. Και όταν οι Έλληνες, ασκημένοι στα του πολέμου με τις μεταξύ τους έριδες, νίκησαν τους Πέρσες, αυτό εδραίωσε περισσότερο την αυτεξουσιότητα και την απομόνωσή τους.
Η φιλοσοφία των προσωκρατικών Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που προηγήθηκε της των Ελλήνων της Ελλάδας, πολεμήθηκε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα από τον Πλάτωνα και τους πλατωνικούς φιλοσόφους.
Ποιος ξέρει που θα είχε οδηγηθεί η ανθρωπότητα αν επικρατούσε εκείνη, η «υλιστική» φιλοσοφία και όχι η «ιδεαλιστική» του Πλάτωνα και των συν αυτώ... Προσωπικά πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήσαν καλλίτερα στον Δυτικό κόσμο από ό,τι σήμερα. (Ανάλογα, στον καιρό μας, είδαμε να πολεμιέται και να εξαφανίζεται ο κομμουνισμός από τον καπιταλισμό).
Και φτάσαμε στο σήμερα. Όπου η φιλοσοφία, μοιάζει όπως ακριβώς και τότε: με ένα καράβι ακυβέρνητο που πάει όπου το πάνε οι άνεμοι και τα κύματα. Και που, δεδομένης της απεραντοσύνης του υγρού στοιχείου, ποτέ δεν πρόκειται να κατασταλάξει σε κάποιο λιμάνι.
Τουλάχιστον αποκαλούν τον εαυτό τους οι φιλόσοφοι «φιλόσοφο» και όχι σοφό.
Τώρα πώς κάποιος μπορεί να είναι φίλος ενός πράγματος που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο, αυτή τη φιλία ας την ονομάσει καθένας όπως νομίζει-όπως και να την ονομάσει όμως, θα είναι κάτι κενό και α-νόητο.
Τρίτη 19 Μαρτίου 2024
Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Πάγκαλος ΥΠΕΘ)
ΜΗΤΡΟΣ
-Ακουσες τι ο υπουργός είπε ο Πάγκαλός μας;
Τι αλήθειες απ’ το στόμα του που βγήκανε ρε Γιάννο!
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Πάγκαλος ειν' αυτός. Μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο
Παρά να βρίζει;
- Οχι αυτό. Δε λέω αυτό ρε Γιάννο.
Λέω ό,τι για τις Ενοπλες είπε τις Δύναμές μας.
-Τί είπε;
-Πως για νάχουμε νίκη επί των Τούρκων
Πρέπει να αποκτήσουμε , λέει, υπεροπλία.
Πρέπει λεφτά να έχουμε πολλά, και πρέπει, λέει,
Πολύν να έχουμε στρατό, κι άριστα εκπαιδευμένον,
Και αξιωματικούς καλούς, γερούς και θαρραλέους.
Ε, τί συμπέρασμα απ αυτά τα λόγια που είπε βγάζεις;
-Πως πρέπει ή ο πρωθυπουργός να φύγει, ή εκείνος.
-Γιάννο μου τι απρόσμενη αντίδραση! Μ’ εκπλήττεις.
Και τάχα πώς αιτιολογείς τη γνώμη σου αυτήνε;
-Μήτρο, δεν ξέρω και καλά, στο σπίτι σου έχεις γάτα;
-Οχι. Τι σχέση έχει αυτό;
- Καμιά γειτόνισσα έχεις
Οπου Μαρία να τη λεν, γριά, και να κουτσαίνει;
-Οχι. Δεν έχω Γιάννο μου. Τί ερωτήσεις όμως…
-Γνωστούς όμως ηλίθιους όπως εσύ θα έχεις.
-Γιάννο με πρόσβαλες δεινώς και ανεπανορθώτως.
-Άφηστα αυτά και άκου με. Μιά γάτα κι αν ρωτήσεις
Ή τη Μαρία την κουτσή, ή τον τυχόντα ηλίθιο,
Και "πώς θα γίνονταν" του πεις, "να πάρουμε τους Τούρκους;"
Τα ίδια θα σου λέγανε κι αυτοί, όπως εκείνος.
Το θέμα είναι ΠΏΣ αυτά τα πράγματα θα γίνουν!,
Και όχι ποιός θα μας τα πει για μια φορά ακόμα.
Κι αν κάθεται ένας υπουργός και χάνει τον καιρό του
Λέγοντας τέτοια που ο καθείς πάνω στη γη γνωρίζει,
Πρέπει ο Σημίτης παρευθύς να τόνε διώξει. Αν όμως
Δε θα τον έδιωχνε αυτός, τότε ο Λαός θα πρέπει
Να διώξει τον πρωθυπουργό που ανέχεται τους τέτοιους.
-Ε, Γιάννο μου. Μας έτυχε ένας βλάκας υπουργός.
Μα είδες πώς αντέδρασαν οι αξιωματικοί μας;
Κάλυψη εζητήσανε απ’ τον Σημίτη αμέσως.
-Λοιπόν βλάκα δεν έχουμε υπουργό έναν μονάχα
Μα και τους αξιωματικούς αφού ζητάνε τέτοια.
-Κα τί να κάνουν Γιάννο μου; Ν’ αφήνουν τον καθένα
Δειλούς πως είναι να τους πει, κι ακόμα ανεκπαίδευτους
Κι ότι τα όπλα πούχουνε για πέταμα είναι όλα;
-Βρε Μήτρο κουφιοκέφαλε, βρε Ελληνα γελοίε,
Βρε που μυαλό ζωγραφιστό και όχι σάρκινο έχεις,
Βρε Μήτρο ανεκδιήγητε, βρε αμόρφωτο στυλιάρι…
-Ε, φτάνει τώρα Γιάννο μου. Μου είπες αρκετά.
-…Βρε που νιονιό λιγότερο έχεις απ’ τα ερπετά,
Βρε λόγος ήτανε αυτός κάλυψη να ζητάνε
Κοτζάμου αρχιστράτηγοι που ο λαός νομίζει
Πως όσα αστέρια έχουνε και τόσες έχουν γνώσεις;
-Δηλαδή τί; Τον Πάγκαλο θα έπρεπε ν' αφήσουν
Να τους προσβάλει έτσι δα; Κι αφού δεν το μπορούνε
Να κάνουν τίποτε αυτοί μιας κι είναι υπουργός,
Να τους καλύψει ζήτησαν απ’ τον πρωθυπουργό.
-Βρε Μήτρο, πιθανότητες δύο εδώ υπάρχουν.
Η' αλήθεια είπε ο Πάγκαλος ή ψέμματα. Αν το πρώτο
Τί κάλυψη γυρεύουνε απ’ τον πρωθυπουργό;
Να τους καλύψει λέγοντας ψέμμα ένα τρανταχτό;
Πως όχι, οι Δυνάμεις μας οι Ενοπλες αξίζουν
Κι ότι ο Πάγκαλος σωστά δεν είναι όσα είπε;
Εκείνο που θα έπρεπε να γίνει, είναι τούτο:
Θάπρεπε να κοιτάξουνε, αν δε το είχαν κάνει,
Αμέσως να διορθώσουνε τα’ αδιόρθωτά τους χάλια
Και να μη βγάλουν τσιμουδιά στου υπουργού τις ρήσεις.
Αν πάλι είναι ψέματα όσα εκείνος είπε,
Θα έπρεπε με ακλόνητα στοιχεία να του δείξουν
-αν ήθελαν ν’ ασχοληθούν μ έναν γελοίο τύπο-
Πως άδικο έχει, και καλά θα κάνει να το κλείσει,
Γιατί αλλιώς το αξίωμα που τούχουν δώσει βλάφτει.
-Σα να τα λες καλά μωρέ. Δεν τόχα πιάσει έτσι.
-Γι αυτό σου λέω ανόητε, σύγχρονε Έλληνά μου,
Πως ένας θάπρεπε απ' τους δυο να είχε ως τώρα φύγει.
Ή ο Πάγκαλος που ασύστατα ψέματα αραδιάζει,
Ή ο Σημίτης, που υπουργό καλύπτει έναν ψεύτη.
-Μάλιστα λέω Γιάννο μου πως πρέπει ο Σημίτης
Ετσι κι αλλιώς να τούδινε, κάλυψει δεν καλύψει
Τους βλάκες αξιωματικούς. Γιατί, αν τους καλύψει
Σημαίνει πως ο Πάγκαλος ψεύδεται-κι αφού έναν
Ψεύτη δε διώχνει υπουργό, πρέπει αυτός να φύγει.
Αν πάλι δεν τους κάλυπτε, θα πει πως δίκιο έχει
Ο βρωμερός ο υπουργός, και πρέπει τότε πάλι
Πρωθυπουργός που στράτευμα τέτοιο στη χώρα δίνει,
Αμέσως να ξηλώνεται-ή μόνος του να φεύγει.
-Μπράβο. Σου κόβει σήμερα. Και παίρνω πίσω όσα
Πριν τα ωραία αυτά να πεις σου είχα αραδιάσει.
Δε θα σταθώ όμως εδώ. Θα προχωρήσω λίγο
Για να σου πω Μητρούση μου το πόσο δίκιο έχω
Που λέω πως οι Ελληνες είναι χαμένα όντα,
Σκιά των Ελλήνων των παλιών, χαζοί, άμυαλοι, βλάκες:
Όλοι τους με τον Πάγκαλο κάθονται κι ασχολούνται
Και υπουργό στις πλάτες τους ακόμα τον κρατάνε.
-Γιάννο μου, τέτοιος υπουργός σε τέτοιο λαό αξίζει.
-Δε σε γνωρίζω σήμερα Μήτρο μου-να σε φτύσω.
-Γιάννο μου επηρεάστηκα απ’ ό,τι πριν μου είπες,
Πως και ηλίθιος νάτανε κανείς, θαβλεπε όμως
Πώς έχουνε τα πράγματα πάνω σ’ αυτό το θέμα.
-Το ελπίζω. Και δε θαθελα έξυπνος να μου γίνεις-
Θέλω να έχω δίπλα μου εκπρόσωπο έναν βέρο
Του Ελληνικού μας του λαού, ηλίθιον τουτέστι,
Ωστε σα να τα έλεγα σε κείνο να σου λέω
Τα τόσα που αδιόρθωτα πάνω του χάλια έχει.
-Τον Πάγκαλο ας αφήσουμε Γιάννο μου όμως τώρα
Και τους χαζούς τους Ελληνες που ακόμα τον κρατάνε,
Κι ας πάμε στου Αντρέα μας τις πρόσφατες δηλώσεις.
-Μπα! Ο Αντρέας μίλησε; Και τί είπε μωρέ Μητρο;
-Είπε πως του ΠΑΣΟΚ αυτός τη συνοχή εγγυάται Και όχι μόνο αυτό, αλλά. και τη συνέχειά του. Γιάννο μου… Γιάννο τί επαθες;.. Γιατί γελάς βρε Γιάννο;
Γιάννο μου έλα… Αρκετά… Μα τι αστείο είπα;..
-Ωστε αστείο δεν ήτανε; Στα σοβαρά το είπες;
-…Θεέ μου, μα τί έπαθε; Περσότερο γελάει…
-…Ωστε ήταν σοβαρό λοιπόν… Εχεις μαντήλι Μήτρο;
-Δεν έχω. Δεν επρόβλεψα πως θα γελούσες τόσο.
-Τί άλλο νάκανα μωρέ; Σε χίλια δυο κομμάτια
Εχει διαλύσει το ΠΑΣΟΚ και τρώγονται σα σκύλοι Για το ποιός θάναι ο μέλλοντας ταλαίπωρος πρόεδρός του,
Κι αυτός μιλάει για συνοχή και για συνέχεια λέει…
-Ελα. Μη πάλι αρχινάς. Γιάννο μου σοβαρέψου
Και πες και άλλο κάτι τι πάνω σ' αυτό το θέμα.
Ή αν δε θες, τότε ευθύς σ’ άλλο να πάω αμέσως.
-Τί να σου πω βρε Μήτρο μου… φαίνεται πως πεθαίνει
Και ήδη βρίσκεται εκεί που οι λέξεις δε σημαίνουν.
Οταν μιλάει για συνοχή ό,που υπάρχει διάλυση
Και για συνέχεια καποιανού πούφτασε στην κατάργηση,
Τί άλλο να πω… Μα Μήτρο μου, εν πάσει περιπτώσει
Το τι στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ θα γίνει δε με νοιάζει.
Με νοιάζει τί την άμοιρη Ελλάδα περιμένει.
Και ο Αντρέας όπως δα και οι προκάτοχοί του Διάδοχο στην κυβέρνηση δεν άφησε κανένα.
Όπως και ο Καραμανλής. Ηρθαν κι οι δυο και φύγαν
Αφού κι οι δύο εφάγανε όλα όσα ετρωγόντανε
Και αστάθεια μόνον πίσω τους και αναρχία αφήσαν.
Γιατί κανείς από τους δυο δεν είχε υποδείξει
Για διάδοχο του κάποιονε όταν αυτός θα λείψει.
Και το γιατί είναι γνωστό. Γιατί φοβούνταν ότι
Αν προωθούσαν κάποιονε, αυτός θα εζητούσε
Σαν αποκτήσει δύναμη, ν’ απαλλαγεί από κείνους
Και πριν η ώρα του ναρθεί, αυτός να κυβερνήσει.
Αυτά είναι τ’ αδιόρθωτα τα χάλια του λαού μας.
Τι ευλόγια για τον τόπο μας θάτανε αν είχε τώρα
Ο μέθυσος πρωθυπουργός κάποιονε διαλεγμένο
Που να γνωρίζει τα καυτά της κυβερνήσεως θέματα
Και της πατρίδας τα πολλά προβλήματα να ξέρει…
Δε θάχαμε στην πλάτη μας έναν Σημίτη τώρα
Που από γκουβέρνο που του παν τα τέσσερα δεν ξέρει.
Αυτό το μοναχό καλό θάτανε που ο Αντρέας
θάκανε στην Ελλάδα μας, αφού τη ρήμαξε άλλως.
Αν Ελληνας πρωθυπουργός υπήρχε ικανός,
Δε θα κοκκορευόντανε Τούρκος και Σκοπιανός.
Αυτό αφού δεν τόλμησε να κάνει ο Αντρέας
Δε γνοιάζομαι στο κόμμα του τι κάνει-ενα σπίρτο
Ας πάρει, και πετρέλαιο λιγάκι, κι ας το κάψει.
Κόμματα υπάρχουν δυστυχώς πολλά. Η Ελλάδα όμως
Μια είναι και μονάκριβη, μία και πάντα πρώτη.
-Μιας και μιλάμε για ΠΑΣΟΚ, για πες μου μωρέ Γιάννο
Πόση ζωή στην τωρινή κυβέρνησή του δίνεις;
-Για ποια κυβέρνηση μιλάς; Γι αυτή την πανσπερμία
"Ολων των τάσεων του ΠΑΣΟΚ" που έφτιαξε ο Σημίτης
Ωστε να μη τον έδιωχνε καμμία από κείνες;
Δεν ειν’ αυτό κυβέρνηση.
- Έστω. Αυτό το πράγμα.
Ως πότε λες να κρατηθεί; Περίπου. Πάνω κάτω.
-Ως το Συνέδριο το πολύ.
- Κι ύστερα τι προβλέπεις;
-Τι να προβλέψω; Να! Ξανά, φτου απ΄την αρχή τα ίδια.
Δολοπλοκίες, μαχαιριές, συμπράξεις και κομπίνες.
-Και ποια κατά τη γνώμη σου θάταν η λύση τώρα;
-Οι εκλογές Μητρούση μου, ώστε ο λαός να βγάλει Πρωθυπουργό που θέλει αυτός. Και όχι τιποτ’ άλλο,
Μα τότε θάταν ήσυχος ο ηλίθιος λαουτζίκος
Πως κάποιος τόνε κυβερνά που αυτός έχει διαλέξει:
Με διαλεγμένο πρόεδρο να ξέρει πως πεινάει,
Πως υποφέρει και πονά, και πως κακοπερνάει.
Αυτά ηλίθιε Μήτρο μου.
-Εχουμε Πρόεδρο όμως λεβέντη κι ενεργητικό.
-Μη μ’ ερεθίζεις Μήτρο.
-Καλά Γιαννάκο μου. Αφού δε θες, δεν συνεχίζω.
Μα όσα κι αν του βρεις κακά, ένα καλό έχει μόνο:
ότι δεν είναι βασιλιάς.
- Ωστε και συ είσαι θύμα
Της άθλιας που κάνουνε ωρισμένοι προπαγάνδας;
-Γιάννο μου τι; Βασιλικός μήπως κι εσύ μου είσαι;
-Ακου γελοίε βάτραχε, που κοπελιά εσένα
Καμιά ποτέ δε θα βρεθεί ναρθεί να σε φιλήσει
Και να σε κάνει πρίγκηπα, και να γλιτώσω έτσι
Απ τις μωρίες που σειρά για μήνες μου αραδιάζεις.
Ακου λοιπόν. Μα μη μετά κουβέντα πεις καμία,
Γιατί όρεξη την ώρα αυτή δεν έχω για ν’ αρχίσω
Συζήτηση για βασιλιά-τόσο σπουδαίο θέμα-
Και μάλιστα με σενάνε, ένα βλάκα πατεντάτον.
Και για το θέμα άλλη φορά αν θέλεις συζητάμε.
Λοιπόν από το βασιλιά ποιο θάχαμε άκου κέρδος:
Πρώτα,θα είχαμε Στρατό με Σίγμα κεφαλαίο.
Θα είχαμε εγγύηση πάντα ομαλής συνέχειας
Στα θέματα τα ζωτικά της δόλιας μας πατρίδας
Κι ό,τι ήθελε δε θάκανε ο κάθε καραγκιόζης
Μες στην Ελλάδα. Κι έξω της θα μας σεβόνταν όλοι.
Και την αγάπη θάχαμε αν όχι τη βοήθεια
Απ’ όσα κράτη βασιλιά θα είχανε κι εκείνα.
Και πρώτα πρώτα βέβαια της κραταιής Αγγλίας.
-Μα…
-Σούπα! Τίποτα μην πεις. Και τράβα τώρα. Γεια σου,
Και μια φορά στη ζήση σου αν το μπορείς στοχάσου.
Γεια σου… Βρε ούτε που άκουσε. Εφυγε σαν αέρας!
ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Πρόεδρος στη Δανία)
Ο Μήτρος πάει πρωί πρωί στου φίλου του το σπίτι
με απ’ τη δροσιά κρυώνοντας να τρέχει του η μύτη
ξυπνάει το Γιάννο και μ’ οργή κι αδύναμη μανία,
για τον Πρόεδρό μας του μιλά που είναι στην Δανία.
ΜΗΤΡΟΣ
- Γιάννο μου απόψε ούτε λεφτό ο έρμος δεν κοιμήθηκα
κι αυτή ’ν’ η αιτία που πρωί πρωί σου κουβαλήθηκα.
Θέλω Γιαννάκο φίλε μου κάτι να σε ρωτήσω
και μη χωρίς απάντηση με στείλεις Γιάννο πίσω.
Μα προ παντός Γιαννάκο μου το χέρι μη σηκώσεις
και στον χοντρό και μαλακό σβέρκο μου προσγειώσεις.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Λέγε ρε Μήτρο. Σήμερα δε θα σε δείρω ολότελα.
Ίσως τ’ αφήσω γι αύριο ή για πολύ αργότερα.
-Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου που τόσο είσαι καλός
εκτός απ’ το που κι έξυπνος τυγχάνεις ασφαλώς.
Πες μου λοιπόν Γιαννάκο μου χωρίς χρονοτριβή
πού της Δημοκρατίας μας ο Πρόεδρος κατοικεί;
-Στο μέγαρό του Μήτρο μου όπως το λενε όλοι.
-Και σε ποια αυτό το μέγαρο Γιάννο μου είναι πόλη;
-Μα στην Αθήνα βέβαια. Κι αυτή στη γη επάνω.
-Επρόλαβες τη δεύτερη ερώτησή μου Γιάννο.
Κι αφού λοιπόν πάνω στη γη ο Πρόεδρος εδρεύει
δεν ξέρει γιατί η έρημη Ελλάς δεν προοδεύει
κι ανάγκη έχει να ρωτά από τη Δανία πέρα
γιατί δεν παίρνουμε κι εμείς ενέργεια απ’ τον αέρα;
Στον Άρη ζει κι ως Αρειανός να ήταν απορεί
πίσω γιατί, κι όχι εμπρός η Ελλάδα προχωρεί;
Δεν ξέρει για την άφθαρτη του έλληνα τεμπελιά;
Για την που αθεράπευτη τον δέρνει ανεμυαλιά;
Για τις κλοπές; Τα σκάνδαλα; Όλων τη διαφθορά;
Κι αν αιολικών τού χτύπησε πάρκων η διαφορά
που ’χει η Ελλάδα απ’ τη σωστή και πρόσβαρη Δανία,
μόνο γι αυτά τον Πρόεδρο τον τρώει η αγωνία;
Γιατί και γι άλλα ο σεβαστός Πρόεδρός μας δεν ερώτησε-
για την Παιδεία, τη Γεωργία, για Υγεία που αρρώστησε,
για την Αλιεία, για Τουρισμό, για την Οικονομία,
για θάψιμο Πολιτισμού, για τέρας Εκκλησία;
Καθένα τους από αυτά θαρρεί καλά βαδίζει,
ή την αιτία γι αυτωνών το χάλι το γνωρίζει,
και στον Πρόεδρό μας έμενε μονάχα η απορία
γιατί ανθούν τα αιολικά τα πάρκα στη Δανία;
Δεν ξέρει ότι η πατρίδα μας σε όλα ειν’ εσχάτη-
κάτι που όλοι ξέρουνε σ΄όλης της γης τα πλάτη-
κι ότι η Δανία αντίθετα πρώτη μετράει σ’ όλα
κι όλο μηνύματα παντού σκορπάει φεγγοβόλα;
Κι ότι είναι δημοκρατική, πολιτισμένη χώρα;
Τα ξέρουν όλοι Γιάννο μου-τι να στα λέω τώρα-
ας πούμε τη μικρότερη πως έχει διαφθορά
και ότι κλέφτης βουλευτής σ’ αυτήνε δε χωρά,
ή ότι η πιο κατάλληλη πόλη είναι η Κοπεγχάγη
κάποιος να ζήσει απά’ στη γη. μες στ’ αστικά τενάγη.
Και έχοντας στο στόμα του γεύση ίσως μια πικρή
τη χώρα αυτή ο Πρόεδρος τη βάφτισε μικρή!
Τότε ποια χώρα θα ’λεγε ο Πρόεδρος μεγάλη;
Αυτά Γιαννάκο-ερώτηση καμιά δεν έχω άλλη.
-Μήτρο μου αν είσαι συ χαζός και χάνος εναλλάξ,
όμως εγώ Μητρούση μου δεν είμαι διόλου βλαξ.
Γι αυτό και για τον Πρόεδρο δε θα εκφέρω κρίση.
Έτσι το ήθελε αυτός κι έτσι έχει αυτός μιλήσει.
Πρόεδρος είναι-μην ξεχνάς-όλων μας των ελλήνων
κι όταν το στόμα του μιλά μιλάει το στόμα εκείνων.
Αν ό,τι είπε Μήτρο μου εσένα δε σ’ εκφράζει
αυτό όμως άλλον έλληνα κανέναν δεν πειράζει.
Κι είδες πως κιχ δεν έκανε κανένας έλλην άλλος
είτε μικρός είναι αυτός είτε πολύ μεγάλος.
Όλοι τους τον αφήνουνε να λέει ό,τι φτάνει
μιας και να λέει μόνο μπορεί μα όχι και να κάνει.
-…Με είπες βλάκα Γιάννο μου ή έτσι εγώ ενόμισα;
-Ειτ’ έτσι Μήτρο μου ή αλλιώς γλαύκα στο Άστυ εκόμισα.
Μ’ αν σ’ είπα, να! Το λόγο μου τον παίρνω πάλι πίσω.
Δεν είσαι βλαξ μα κουτεντές-σ’ αρέσει να ελπίσω;
-Ναι Γιάννο μου, το κουτεντές πολύ γλυκό μου φαίνεται
και διόλου αυτό δεν μ’ ενοχλεί και δε μου κακοφαίνεται.
Γεια σου Γιαννάκο κι αύριο θα σου ξανάρθω πάλι.
-Γεια σου. Μα βιάση Μήτρο ας μη γι αυτό έχεις μεγάλη…
ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Στεφανόπουλος στην Αμερική, όπου επισκέφτηκε και τον Κλίντον)
ΓΙΑΝΝΟΣ
Λοιπόν Μητρούση έγραψες
Στο κασετόφωνό σου
Όσα αυτοί είπαν;
ΜΗΤΡΟΣ
Τάγραψα
Λέξη προς λέξη όλα.
ΓΙΑΝΝΟΣ
Βάλε να παίξει το λοιπόν
Το μαγνητόφωνό σου
Να δούμε όταν φύγανε
Οι δημοσιογράφοι,
Η Προεδροσυζήτηση
Πώς τάχα διεγράφη
ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ
-Ελα. Κάθησε Κωστάκη.
Πως και ήρθες εδώ πέρα ;
-Μ' έχει στείλει ο Σημίτης
Να μαζέψω κάνα φράγκο.
-Η Ελλάδα σας τι κάνει;
-Χάλια έχει. Ζει-πεθαίνει.
-Και τι κάνει ο Παπανδρέου;
-Ανάπνεει με το ζόρι.
-Με τους Τούρκους πώς τα πάτε;
-Μας πιέζουνε αγρίως.
-Δηλαδή σαν τι σας κάνουν;
-Παραβιάζουν τα νερά μας
Παραβιάζουν τον αέρα
θέλουν το μισό Αιγαίο
θέλουν όληνε τη Θράκη
θέλουν όληνε την Κύπρο
θέλουν Χίο Μυτιλήνη
θέλουν Ρόδο, θέλουν Σάμο
Και εσχάτως εβαλθήκαν
Να μας πάρουν και τα Ίμια
(Και αυτό το τελευταίο
η αιτία έχει γίνει
Για να μάθω εγώ κι οι άλλοι
Μέσα στην Κυβέρνηση μας
Πως εκτός απ' τα νησιά μας
Το Αιγαίο μες στα νερά του
έχει και βραχονησίδες).
Α! Δημήτρη μου, τα Ιμια
Δε θ' αφήσω να τα πάρουν.
-Και τι θέλεις από μένα.
-Να τους έλεγες δυό λόγια.
-Γιατί τάχα να το κάνω;
-Γιατί ήταν η Ελλάδα
Φωτοδότρα όλου του κόσμου.
-Τότε. Ναι. Τώρα τι κάνει;
-Είναι χώρα που στον κόσμο
Σαν αυτή δε βρίσκεται άλλη.
Τόσα σώζουν οι Αμερκάνοι
Είδη ζώων που απ’ τη γη μας
Κινδυνεύουν να εκλείψουν.
Και τους Ελληνες ας σώσουν
Που απ' τους Τούρκους κινδυνεύουν…
-Και οι Ελληνες τί έχουν
Που λαός δεν τόχει άλλος ;
-Είδες λαό που ο καθένας
Να φθονεί το διπλανό του;
-Όχι.
-Οι Ελληνες το κάνουν.
Είδeς λαό που να μην έχει
Δεύτερο βρακί να βάλει
Κι όλη μέρα να κοιμάται
Κι όλη νύχτα να γλεντάει;
-Οχι.
-Οι Ελληνες το κάνουν.
Έχεις δει λαό βρωμιάρη
να μην πλένεται για μήνες;
-Όχι.
-Οι έλληνες το κάνουν.
Εχεις δει ποτέ ανθρώπους
Που τους κλέφτες να τιμούνε
Και πρωθυπουργούς τους κιόλας
Και Προέδρους να τους κάνουν ;
Εχεις δει ποτέ οι ψεύτες
Το λαό να κυβερνάνε;
Εχεις δεν τον ένα κλέφτη
Αλλον κλέφτη να τιμάει
Κι ένας ψεύτης επιτάφιο
Να εκφωνεί σε άλλον ψεύτη;
Εχεις δει λαό κανέναν
Οπου μέσα στο μυαλό του
Ολοϊδια να μετράει
Χούντα και Δημοκρατία;!
Εχεις δει λαός να βγαίνει
Με ιδρώτα και με αίμα
Από μια σκλαβιά μεγάλη
Και την άλληνε την ώρα
Να πηγαίνει κι εκουσίως
Σ' άλληνε σκλαβιά να πέφτει;
Εχεις δει λαό για ό, τι
Ή κακό ή στραβό του γίνει
Να μη φταίει ποτέ ο ίδιος
Αλλά πάντα κάποιος άλλος;
Έχεις δει λαό που νάχει
Για σημαία και για τιμή του
Των προγόνων του τη δόξα
Και τ’ αντίθετα εκείνος
Απ' τα έργα τους να κάνει;
Έχεις δει δήθεν γενναίους
Που ακονίζουν το σπαθί τους
Για να κάνουν τάχα αγώνα
Κα στο τέλος απ' τον φόβο
Κι απ' τον τρόμο του εχθρού τους
Μία κότα μόνο σφάζουν;
Έχεις δει ποτέ ανθρώπους
Που πορνεύουνε τους νόμους,
Που τη γλώσσα τους πορνεύουν,
Που πορνεύουνε οι ίδιοι
Τη δικιά τους ιστορία;
Έχεις τέλος δει ποτέ σου
Ο Πρωθυπουργός στη γύρα
Σαν το ζήτουλα να βγαίνει
Κι αν εκείνος αποτύχει
Και τον Πρόεδρο να στέλνει;
-Οχι, ειλικρινά δεν είδα.
-Ε, γι αυτό κι εγώ σου λέω
Το παράξενο το γένος
Να γλιτώσεις των Ελλήνων
Γιατί εκείνο έχει μόνο
Τόσες λόξες μαζεμένες.
-Θα πας και στο Λος Αντζελες;
-Θα πάω δίχως άλλο.
Καθώς εδώ, κυκλοφορεί
Κι εκεί παράς επίσης.
-Και δε μου λες, για Πρόξενο
Εκεί ποιόν έχεις βάλει;
-Ειν' ένας Ευμορφόπουλος
Που λέει πως ο λαός μου
Εχει λυσσάξει να με δει-
Πως τόσο μ' αγαπάει.
-Ξέρεις πώς τόνε μάζεψε
Τον τόσονε τον κόσμο;
Σε όλους υποσχότανε
Τραπέζι δωρεάν
Αρκεί παρών να έδιναν
Οταν εμφανιζόσουν.
Ετσι έλπιζε να μάζευε
Πολλούς για να σ' ακούσουν
Και να σου δείξει πως σκληρά
Εργάζεται στην ξένην.
-Συνηθισμένα αυτά για μας.
Ελληνικά τερτίπια.
-Ναι, αλλά ξέρεις τί έκανε
ο τύπος στη συνέχεια;
Σαν είδε πως εγέμισαν
Οι θέσεις όλες πλέον.
Τότε γι αυτούς που θέση μια
είχε υποσχεθεί,
Εκανε ότι τάχατες
Πρώτη φορά ακούει.
Και μείναν έξω άνθρωποι
Κι ας είχαν κάνει σχέδια
Για κείνη την ημέρα τους,
Κι ας είχαν ακυρώσει
Αλλες δουλειές επείγουσες.
-Τύπος ξετύπος, άλλονε
Δεν έχουμε Βασίλη.
Ολοι οι διπλωμάτες μας
Σχεδόν, παρόμοιοι είναι.
Γι αυτό σου λέω-βόηθα μας
Να μη χαθεί ο σπόρος.
-Πάλι τα ίδια συ μωρέ.
Σου είπα, θα βοηθήσω.
Αλλά ρε Κώστα, μεταξύ
Προέδρων, δε μου λες,
Είναι αλήθεια Πρόεδρος
Πως βγήκες για να μη
Πάει το ΠΑΣΟΚ σε εκλογές
Που θα τις είχε χάσει;
-Ε... Τώρα… Αυτά δε λέγονται…
-Μίλα μωρέ καημένε,
Οι δυό μας είμαστε εδώ,
Κανείς δε μας ακούει…
-Ε, ναι, αλήθεια ειν' αυτό.
Μα κάπως έτσι βγαίνουν
Όλοι οι Πρόεδροι σε μας.
-Στη χώρα που γεννήθηκε
Παλιά η Δημοκρατία
Τώρα να οργιάζει η κλεψιά
Και η δημοκοπία…
Για δες πού καταντήσατε…
-Τα βλέπω βρε Βασίλη,
μα τί να έκανα κι εγώ;
Αφού μου δώσαν θέση
Και μάλιστα Προεδρική,
Ν’ αρνιόμουνα; Και λες αυτοί
Θα βρίσκαν καναν άλλον
Καλλίτερον να βάλουνε;
-Αυτό σωστό. Κατάλαβα
Τι ειν' η Ελλάδα τώρα.
Αλλά η ώρα πέρασε.
Με περιμένουν κι άλλα.
Λοιπόν Κωστάκη έχε γεια
Και τους χαιρετισμούς μου
Δώσε και στον Σημίταρο
Και σ’ όλον το λαό σας.
Αλλά τη χάρη κάνε μου
Και στείλε άλλον Πρόξενο
Στην πόλη του Ελ Έι.
Δεν είναι φέρσιμο αυτό
Προξενικής Αρχής.
Καλλίτερο αν δεν έχετε
Μη στέλνετε κανέναν.
Δω πέρα αίμα φτύνουμε
Να μάθουμε τους έλληνες
Να ζούνε σαν ανθρώποι-
Να μάθουν νάναι συνεπείς,
Να πάψουν τις κομπίνες,
Να πάψουν τις μαλαγανιές,
Να πάψουν τις βρωμιές τους…
Και έρχεται ένας Πρόξενος
Και τους ξαναχαλάει…
Κώστα εδώ ο άνθρωπος
Έχει αξιοπρέπεια.
Εχει προσωπικότητα
Δική του ο καθένας
Κι όποιος αυτό δε σέβεται
θέση εδώ δεν έχει.
Κι αν έχουμε όλα τα καλά,
Μα τάχουμε πληρώσει
Με ιδρώτα αγνόν και τίμιο
Ολημερίς δουλεύοντας
Αδερφωμένοι όλοι.
Λοιπόν τον Πρόξενο αυτόν
Πάρτον απ' το Ελ Εϊ .
Κάνε μου αυτή τη χάρη εσύ
Κι εγώ μιλώ στους Τούρκους.
-Γεια σου των ΗΠΑ Πρόεδρε.
Εν τάξει. Θα τον διώξω.
Και κοίτα, ό,τι σούχω πει
Να μείνει εδώ και να μη βγει
Καθόλου παραπέρα.
-Να μείνεις ήσυχος γι αυτό.
Γεια σου. Και να μου γράφεις.
-----
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(ο Σάκης στη Ρωσια)
(Όπου ο Μήτρος που πολύ τον Σάκη αγαπάει,
Στο Γιάννο πάει και γι αυτόν με πάθος του μιλάει.)
Στο σπίτι του, μεσημεριού ώρα ο Μήτρος πάει
και του Γιαννιού τη σφαλιστή εξώπορτα χτυπάει.
Κι όταν ο Γιάννος έξω βγει αγουροξυπνημένος
μ’ αυτά τα λόγια του μιλεί ο Μήτρος ξαναμμένος:
-Γιάννο μου μη σου βρίσκεται λεξοτανίλ κανένα
ή ένα βάλιουμ ή ταβόρ ή έστω ένα ντεπόν;
- Ρε Μήτρο έτσι εσένανε σ’ έχουνε μαθημένα
που αχαιρέτητα έρχεσαι και μου μιλάς;.. Λοιπόν;..
- Γιάννο μου καλημέρα σου και σου ζητώ συγνώμη
μα τρέμω τέτοιαν εκδοχή και να σκεφτώ ακόμη.
Πες μου, έχεις Γιαννάκο αυτό που σου ζητάω,
ή λάθος πόρτα εχτύπησα και άνθρωπο ρωτάω;
- Στάσου ρε Μήτρο-ποια εκδοχή; Πες μου να καταλάβω.
Εξήγησέ μου γιατί αλλιώς να σου μιλάω παύω.
- Όχι Γιαννάκο μου, μη αυτό το κάνεις, να χαρείς.
Τέτοια ώρα να με βόηθαγες μόνον εσύ μπορείς.
Και για να μη πάλι ρωτάς αμέσως σου απαντάω.
Έχω δυο μέρες να χαρώ, να κοιμηθώ, να φάω,
από την αγωνία μου μη δε νικήσει ο Σάκης!
και χίλιες λάμες την καρδιά μού σκίζουνε οσάκις
κάποιος ειπεί ότι μπορεί και να μην έρθει πρώτος.
-Με άλλα λόγια είσαι βλαξ βαρέως και αδιορθώτως.
- Γιατί με βρίζεις Γιάννο μου που αγαπώ το Σάκη;
Ή είμαι ο μόνος; Κοίταξε τριγύρω σου λιγάκι.
Oι έλληνες όλοι άφησαν και τις ευρωεκλογές,
και σκάνδαλα, και διαφθορά και υπουργών κλεψιές
κι όλοι τα μάτια στρέψανε στη Μόσχα-στη Ρωσία-
εσένα δε σου κάνει αυτό εντύπωση καμία;
-Μήτρο μου πάντα οι έλληνες με τα φτηνά ασχολούνται
με κείνα διασκεδάζουνε, ονειρεύονται, κοιμούνται.
- Φτηνός ο Σάκης Γιάννο μου; Εγώ ακριβόν τον βρίσκω
κι όποιου στοιχήματος αν θες παίρνω εγώ το ρίσκο,
πως πρώτος θα ’ναι στη σειρά της νίκης-αμφιβάλλεις;
- Όχι, μα το ίσο ας κρατώ ενόσω εσύ θα ψάλλεις.
- Τι ίσα; τι ψαλσίματα; Εδώ η τιμή μας παίζεται
και συ κι οι όμοιοί σου Γιάννο μου αυτό το κοροϊδεύετε;
- Καλά. Μα πες μου Μήτρο μου, τι σ’ έχει τόσο κάνει
να θεωρείς ότι πουλιά στον αέρα ο Σάκης πιάνει;
- Γιάννο, δεν είδες πώς πηδά επάνω στη σκηνή!;
- Στο ύψος αγωνίζεται; Δεν είδα εγώ σκοινί.
- Με κοροϊδεύεις Γιάννο μου. Το πήδημα επάνω
του το ζητάει ο ρυθμός του τραγουδιού του Γιάννο…
- Κι ο ψύλλος Μήτρο μου πηδά βραβεία όμως δεν παίρνει.
- Ναι αλλά είδες πώς μπροστά χαριτωμένα γέρνει;
- Εδώ η Ελλάδα έγειρε και πέφτει όπου να ’ναι,
του Σάκη τα γερσίματα για σένανε μετράνε;
- Μα Γιάννο μου ο Σάκης μας; Το Όνομα; Ο Θρύλος;
- Μήτρο το Θεό να ευλογάς καλός μου που είσαι φίλος
αλλιώς αν τέτοια έλεγες γι αυτόν τον άθλιο τύπο
εκτός απ’ της καρδούλας σου θα ’νιωθες κι άλλον χτύπο:
του αγριεμένου μου χεριού στον σβέρκο σου επάνω
για ώρα, δίχως διάλειμμα ή διακοπή να κάνω.
- Μα Γιάννο μου ο Σάκης μας δεν είδες πώς κουνιέται;
Πώς το κορμί του μια μπροστά και μία πίσω σειέται
και το μπλουζάκι του κι αυτό πώς το ρυθμό ακλουθάει
και μία πίσω και αυτό και μια μπροστά πετάει;
Και τ’ ότι κάνουν σαν τρελές γι αυτόν οι ελληνίδες
ούτε αυτό για σε μετρά; Ή ούτε αυτό το είδες;
- Και επειδή τα τσόκαρα της άμοιρης Ελλάδας
(που έπρεπε ένας σύγχρονος να τα τρωγε Καιάδας)
φωνάζουν και βουρλίζονται το Σάκη όταν κοιτάνε
πρέπει αυτές κι οι έλληνες οι άλλοι ν’ ακλουθάνε;
- Μα Γιάννο, ο Σάκης βρέχτηκε επάνω στη σκηνή!
Ούτε αυτό εσένανε πια δεν σε συγκινεί;
- Ναι;! Δε μου το ‘χες πει αυτό! Αν βράχηκε εντάξει!
- Βλέπεις Γιαννάκο μου; Αυτό τη γνώμη σου έχει αλλάξει!...
- Ρε βλάκα, ρε χαζόπραμα, ρεζίλι τω σκυλιώνε,
ρε κουτεντέ, ρε ντενεκέ, ρε κούφιε φανφαρόνε,
ρε όποιος, βλάκα, βρέχεται θα πει πως κάτι τρέχει;
Τότε καθείς θα έτρεχε το σώμα του να βρέχει
και πρώτος θα ’βγαινε παντού έναν κουβά κρατώντας
που θα καμάρωνε κι αυτός μέσα του δόξα κλειώντας.
- Γιάννο μου, όμως, σήμερα, του τελικού τη μέρα,
δεν άκουσες πρωί πρωί τι βγήκε στον αέρα;
Ο Σάκης, κι άλλο ένα κουμπί της μπλούζας του της άσπρης
θα ξεκουμπώσει! Τότε πια και συ θα γίνεις λάτρης
του θείου κορμιού περσότερο που τώρα θα φανεί,
πιο θείου κι απ’ τη θεία του-την άφταστη φωνή.
- Θα ΄θελα μ’ ένα Μήτρακα βαρύ βαρύ σφυρί
την κεφαλή σου να ’σπαζα φίλε μου την ξερή
να δω τι κλείνει μέσα της: άχερα ή σκατά;
Μα πάλι να την έκλεινα με προσοχή μετά
γιατ’ είσαι ο καλλίτερος φίλος μου δυστυχώς
και δίχως σου θα ένιωθα μονάχος κι ορφανός…
- Γιαννάκο μου να! μα το ναι, μου ’ρχεται να δακρύσω
που ό, τι κι αν σου τσαμπουνώ με θέλεις πάλι πίσω…
Μα άκου και τούτο που θα πω κι ύστερα αποχωρώ.
Τελειώνοντας ο Σάκης μας τον σπάνιο του χορό,
στην τελευταία πρόταση από τ’ άγιο του τραγούδι
καθώς σε βάθρο στέκεται πάνω σαν αγγελούδι,
το βάθρο, στόμα μέγα ανοί’ και ω! θαυμάσια θέα!
η ελληνική εμφανίζεται μέσα του η σημαία.
Έτσι δε διαφημίζουμε τη χώρα μας; Για πες!
-Γιάννο μου πως οι έλληνες παραείναι ρατσιστές
δε χρειαζόταν να το πει αυτό κανένας Σάκης.
Σε ρατσισμό είναι η Ελλάς όχι μονάχα αυτάρκης
μα κάνει και εξαγωγή σε όλη την υφήλιο.
Ανύπαρκτη όντας όπου αλλού κάτω από τον ήλιο,
γυρεύει έξω να ειπεί κι εκείνη πως υπάρχει
κι ας μη κανένας τηνε βρει όσο πολύ κι αν ψάχει.
Ρίζες μη έχοντας κι αρχή, προγόνους, ιστορία,
μην έχοντας πολιτισμό ή άλλη καμιάν αξία,
με νάζι τη σημαία της εδώ και κει γυρίζει
κι ως κράτος να τηνε δεχτούν οι άλλοι κλαψουρίζει.
Κι όλοι οι λαοί τη φτύνουνε και την περιγελούνε
και ολοσφιχτά κουμπώνονται να φτάνει σαν τη δούνε
και την Ελλάδα θέλουνε να ’χουνε στο πλευρό τους
όχι σαν σύντροφο μα σαν τον γελωτοποιό τους.
-Γιάννο μου μελαγχόλησα με όσα τώρα μου είπες.
Κι αν είχα ερχόντας λύπη μια, τώρα έχω χίλιες λύπες.
Ας μ’ άφηνες Γιαννάκο μου τουλάχιστο να ελπίζω
πως όντας ίσως έλληνας κάτι κι εγώ αξίζω…
- Φίλε μου, τώρα ξέροντας τι είναι η Ελλάδα
από αυτήν καλλίτερα θα έχεις μια λιακάδα.
Μιας και ατός του τίποτα δεν έχει ο λαός σου χτίσει,
ας χαίρεσαι για ό,τι απλά σου δίνει η κυρα-Φύση.
-Γιάννο μου μού άλλαξες μυαλά μ’ αυτή μας τη συζήτηση.
Κατάλαβα οι έλληνες πως είμαστε για λύπηση
κι ότι αξία δεν έχουμε καμία μες στην πλάση.
Όμως ο διάολος μπορεί, το πόδι του να σπάσει
και-σχώρα με Γιαννάκο μου-ο Σάκης πρώτος να ’ρθει;
- Αχ, η ξερή καφάλα σου ποτέ της δε θα μάθει.
Μα ρε Μητρούση φίλε μου τόσο σε αγαπάω
που από δω και ύστερα κι εγώ τον Σάκη πάω.
Κι άντε μωρέ, χαζούτσικος ας είσαι, την ευχή
κι εγώ σου δίνω, νικητής ο Σάκης σου να βγει.
---------
Κυριακή 17 Μαρτίου 2024
ΜΗΤΡΟΣ- ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μήτρος εν Ελ Έι νοσταλγών)
ΜΗΤΡΟΣ
Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
Πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.
Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!
Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.
Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!
Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!
ΓΙΑΝΝΟΣ
Κι ωραία. Πήγες. Τάβρες ολ αυτά. Μετά τι κάνεις;
-«Τι κάνω»! Θέλει ρώτημα; Μα είσαι τελείως Γιάννης;
Θα μείνω εκεί ως της ζωής το τέρμα μου της λίγης.
-Λάθος μεγάλο φίλε μου. Πάλι θα ξαναφύγεις.
-Να ξαναφύγω εγώ αφού να πάω θέλω τόσο;
Πες μέ συνέπεια το γιατί, αλλιώς θα σε σβερκώσω.
-Δεν είναι ανάγκη ως εκεί να φτάσω ωρισμένως.
Γιατί απλά, κι ας φαίνεσαι τάχα αποφασισμένος
Εν τούτοις δε θα ξαναπάς στην Κόλαση εκείνη
Και τόνειρό σου όνειρο για πάντοτε θα μείνει.
Και δε θα πας, γιατί εγώ, την ίδια τούτη μέρα
θα κάνω οι προθέσεις σου αυτές να πάνε πέρα.
Κι όχι με λόγια όπως παχιά που λένε μερικοί
Αλλά με την απλούστερη που υπάρχει λογική.
-Αλήθεια; Είμαι όλος αυτιά και όλος περιέργεια
Και αφιερώνω όληνε του νου μου την ενέργεια
Στα λόγια σου..
- Πες μου λοιπόν, αν σ’ ένα σπίτι πας
Και όσοι μένουνε σ’αυτό σε διώξουν, ξαναπάς;
-Αλλά, γεννήθηκα σ’ αυτό το σπίτι όπως το λες.
Νομίζω οι συγκρίσεις σου πως είναι απατηλές.
-Αυτό είναι χειρότερο-σε διώξαν οι δικοί σου.
-Αλλά, το πως με διώξανε ιδέα είναι δική σου.
Εφυγα.
- Γιατί έφυγες;
- Μ’ ανάγκασε η φτώχια.
-Και ποιος στης φτώχειας σ’ έριξε τα ψυχοβόρα βρόχια;
-Ποιός μ’ έριξε.,. τι ερώτηση… Να! ήμουνα φτωχός,
Οπως ταλαίπωροι Ελληνες και άλλοι δυστυχώς.
-Και γιατί ήσουνα φτωχός; Χρηματα δεν υπήρχανε;
-Υπήρχανε. Και μερικοί-οι πλούσιοι- τα είχανε.
-"Τα είχανε"; Ποιός τους τάδωσε;
- Δεν ξέρω.
- Δεν μπορεί..
-Γιάννο μου ψύλλους στ’ άχερα ζητάς με το κερί.
-Συ στην Ελλάδα θες να πας, και συ μούπες πως θες
Ν’ ακούσεις τις κουβέντες μου τις αποτρεπτικές.
Λοιπόν θες η συζήτηση να προχωρήσει ή όχι;
-Αφού μονάχος μου όπως λες πιάστηκα στην απόχη,
θα προχωρήσω ως να βγω, ή ώσπου νικημένος
Να μη με νοιάζει ολότελα το των Ελλήνων γένος.
Ρωτάς λοιπόν πού βρίσκουνε οι πλούσιοι τα λεφτά.
Αν και το ερώτημα αυτό είναι από τα καυτά
Και να με βάλεις σε μπελά θαρρώ πως πας γυρεύοντας
Σου απαντώ πως τα λεφτά τα βγάλανε δουλεύοντας.
-Δουλεύοντας; Γιατί, εσύ, δεν εργαζόσουν τάχα;
Γιατί λεφτά αντίς κι εσύ, αυτοί έχουν μονάχα;
-Γιατί άλλη είχανε δουλειά. Και γιατί καταφέραν
Και αυγατίσαν τα λεφτά με όποιαν τέχνη ξέραν.
-Από ποιόν παίρνοντας λεφτά πληθύναν τα δικά τους;
-Από κεινούς που, βέβαια, εζούσανε κοντά τους-
Και από σένα, κι από με, κι απ’ τους λοιπούς Γραικούς.
-Ωστε στην ίδια μέσα γη, στον ίδιο μέσα τόπο
Παίρνουν οι μεν λεφτά απ’ τους δε με τρόπους ειδικούς,
Και γδύνοντας τους αλλουνούς πλουτίζουν δίχως κόπο.
Λοιπόν τέτοια πεθύμησες πατρίδα ν’ αντικρίσεις-
Που τόσες για τα τέκνα της ορίζει διακρίσεις;
-Μα αν πλουτίζουνε αυτοί φταίει γι αυτό η πατρίδα;
-Είπα να επροχώραγα, μα δε γυρνώ σελίδα.
Ώστε δε φταίει η πατρίς! Αλλά για πες μου όμως
μη οι πλούσιοι που σε διώξανε πλουτίζουν παρανόμως;
-Καθόλου φυσικά. Σ' αυτό ο νόμος τους βοηθάει.
-Και ποιός το νόμο έφτιαξε τον πλούτο που γεννάει;
-Η Ελλάδα. Η πατρίδα μας.
- Σε ποιόν λοιπόν οφείλεις
Το αίτιο της φευγάλας σου που πριν γι αυτήν ωμίλεις;
-Ομολογώ πως δε μπορώ απάντηση να δώσω.
-Ηρθε η ώρα τότε εγώ θαρρώ να σε σβερκώσω.
Ακου λοιπόν αν λογική καθόλου σούχει μείνει,
Ποιόν δρόμο η συζήτηση πήρε που τώρα κλείνει:
Στην ξενιτιά σ' ανάγκασε η φτώχεια σου ναρθείς.
Στη φτώχεια σε ανάγκασε ο πλούτος να βρεθείς.
Οι νόμοι καθορίζουνε του πλούτου τη μερίδα.
Τους νόμους, ω! ταλαίπωρε , τους κάνει η πατρίδα.
Ακόμα δεν κατάλαβες πως η πατρίδα η ίδια
Είναι πούστειλε ενάντια σου της ξενητιάς τα φίδια;
-Γιάννο μου τό κατάλαβα. Αυτή είναι η αλήθεια.
-Λοιπόν αυτά που μούλεγες πιο πριν τα παραμύθια
Τα ίδια ακόμα λες; Θα πας-για πες μου-στην Ελλάδα;
-Βέβαια κι όχι. Τώρα αλλιώς τα πράγματα όλα τάδα.
Αφού αυτή με διώχνει μια. εγώ τη διώχνω δέκα.
-Ηγουν τα ίδια όπως με μια θα έκαμες γυναίκα.
-Γυναίκα δε με έδιωξε Γιάννο εμέ καμία.
-Μπράβο. Σου είχαν φαίνεται μεγάλη αδυναμία.
-Λίγο πιό κει, και θάβρισκες το στόχο παρατρίχα.
Οχι. Καμιά δε μ’ έδιωξε, γιατί καμιά δεν είχα.
Μα τώρα ας μην αρχίσουμε για θηλυκά κουβέντα.
Πες μου, εδώ δέκα χρονιές ο νόστος δε σ' εκέντα;
Στα χώματα τα Ελληνικά να πας συ δεν ποθείς
Οπως καθώς σου είναι γνωστό γυρεύει ο καθείς;
-Οχι. Εγώ στης νέας μου πατρίδας τη γαλήνη
Θα μείνω.
- Και αν Γιάννο μου δε σε κρατήσει εκείνη;
-Αν έρθει η ώρα η καλή, θα φύγω Μήτρο πάλι
Για να βρεθώ σε μιας μικρής πατρίδας την αγκάλη
Φτωχής και υπανάπτυκτης. Εκεί ελπίζω οι νόμοι
Τους ξένους να τους δέχονται με καλοσύνη ακόμη.
-Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, θα είναι γιατί οι άνθρωποι
Ακόμα δεν προλάβανε να γίνουνε απάνθρωποι.
Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, δε θάναι ο παράδεισος
Αλλά μια αδιαμόρφωτη κι άκοσμη ακόμη άβυσσος.
Το στίγμα της απανθρωπιάς, το σπέρμα του κακού
Κρυμμένο στων ανθρώπων της θα βρίσκεται το νου.
-Το ξέρω φίλε μου ασφαλώς. Μα η Καλή η Φύση
Που τίποτα αδοκίμαστο δεν τη βολεί ν’ αφήσει
Μία ακόμη δοκιμή με τη ζωή έχει κάνει.
Δεν πέτυχε τα πείραμα. Ξέρω. Δεν ζω στην πλάνη:
Αν η ζωή ήτανε Καλό, θα κράταγε αιώνια.
Δεν είναι, γι αυτό χάνεται-σβήνει σε λίγα χρόνια.
-Λοιπόν δε θάβρει το Καλό ποτέ η ύπαρξη μας;
-Πάντοτε Μήτρο, το Καλό το έχουμε μαζί μας.
Το κουβαλάμε μέσα μας σα φύλακα άγγελό μας-
Δε μας αφήνει μοναχούς ποτέ του το Καλό μας.
Κι όταν η ώρα μας θαρθεί, απ' τη ζωή μας παίρνει
Και πάλι στην Αγάπη Του και στη Χαρά μας φέρνει.
-Ο θάνατος είναι λοιπόν η μόνη μας ελπίδα;
-Οχι η ελπίδα-η σιγουριά. Κι ας πάει κάθε πατρίδα
Τις σχέσεις με τα τέκνα της χυδαία να βρωμίζει:
Ο θάνατος σε μια στιγμή όλα τα εξαγνίζει.
-Φοβάμαι Γιάννο. Ο θάνατος, καθώς τον είπες, μοιάζει
Σα νάναι ο ίδιος ο θεός. Και τούτο με τρομάζει.
-Αντε ωρέ Μήτρο. Είδες πού μας πήγε η δήλωσή σου;
-Ποια δήλωση;
Εξέχασες; Ότι απόφασή σου
Ελλάδα ήτανε να πας.
- Ω! Μη μου το θυμίζεις.
-Κατάφερα και σ έπεισα; Τώρα λοιπόν γνωρίζεις;
-Γνωρίζω. Αλλ’ ας πιάσουμε καλλίτερα άλλο θέμα.
Ας πούμε-ξέρεις τι θα πει νάχεις το ίδιο αίμα…
(Μα πριν ο Μητρός τάλλο αυτό να πει
θαρρώντας ότι θέμα έτσι αλλάζει,
Κάνει το λόγο του ο Γιάννος να κοπεί:
Απ’ το δωμάτιο έξω τόνε βγάζει)
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Κυβέρνηση κι Αντρέας
Δυό μάτσα σάπιο κρέας)
ΓΙΑΝΝΟΣ
Ρε Μήτρο βλέπεις κείνη εκεί την άθλια γυναικούλα
Που μοναχά που τη θωρείς σε πιάνει αναγούλα;
Που περπατεί σιγά σιγά γιατί τηνε βαραίνει
Ενας γεράκος που βογγά πάνω της γατζωμένος;
ΜΗΤΡΟΣ
Ναι. Δεν μου είναι άγνωστη και δεν της είμαι ξένος.
Κι αμφιβολία πως και συ την ξέρεις δε μου μένει.
-Ναι. Τήνε ξέρω βέβαια. Όμως κοντά ας πάμε
Κι από τα λόγια ας μάθουμε της ίδιας πώς αισθάνεται.
Ε, συ! κυρα-Κυβέρνηση, απ' ώρα σε κοιτάμε
Να περπατείς ασθμαίνοντας και η ψυχή μας πιάνεται.
-Πώς θέλετε να περπατώ αφού στην πλάτη φέρω
Αυτόν τον πάλαι αφέντη μου και τώρα σάπιο γέρο;
Ενώ αυτός να μ' οδηγεί πρέπει, κι εγώ να τρέχω
Από τα βάρη λεύτερη, κι άλλη έγνοια να μην έχω,
Παρά πώς για του Κράτους μας την αίγλη να φροντίζω,
Τώρα εγώ τον κουβαλώ. Για τούτο και τρεκλίζω
Κι είμαι έτοιμη να σωριαστώ- κι είμαι έτοιμη να πέσω.
-Πέτα τον κάτω το λοιπόν και τρέξε πάλι λεύτερα.
-Και γω πολύ θα τόθελα τον γέρο ν’ αποθέσω
Μα τον κρατούν απάνω μου συμφέροντα υπέρτερα.
Αλλά πολύ παρακαλώ, τραβάτε παρά πέρα
Και μη με ερωτήσεις σας μου τρώτε την ημέρα.
Οσες μου μένουν στη ζωή δυνάμεις τις κρατάω
Οχι με άσημους ποιητάς στο δρόμο να μιλάω
Μα όσο πιό γρήγορα μπορώ η έρμη να βαδίζω
Οσο τα δύο πόδια μου ακόμα τα ορίζω.
-Και συ Αντρέα δε μιλάς; Πες μας αν το μπορείς
Γιατί γατζώθηκες εκεί κι εις πείσμα όλων μένεις;
Απ’ την Κυβέρνηση γιατί πια δεν υποχωρείς;
Τι πεθυμάς; Τί καρτερείς; Τί τάχα περιμένεις;
-Πάτε ρωτήστε τη Μιμή κι αφήσατέ με ήσυχο.
Αυτή θα δώσει απάντηση στο πνεύμα σας το ανήσυχο.
Μούπε να μείνω κι έμεινα. Και μένω και θα μένω
Ως να με πάρουν από δω νεκρόν και πεθαμένο.
Της είπα "ρε κορίτσι μου, άσε ν' αναχωρήσω".
"Πάντα" μου λέει "εγώ μπροστά πηγαίνω κι όχι πίσω.
Αν φύγεις σα να έφευγα κι εγώ μαζί σου είναι.
Κι αυτό ειν’ οπισθοδρόμηση. Λοιπόν Αντρέα μείνε".
-Καλά η Μιμή αγαπητέ πρωθυπουργέ, μα η χώρα,
Γιατί από την αρρώστια σας να υποφέρει τώρα;"
-Τι να σας πω μωρέ παιδιά. Εγώ δεν ξέρω τίποτα
Παρά ότι μου λείψανε μονάχα τα ηδύποτα.
-Κοίταξε χάλια πούχουνε Μήτρο μου και οι δυό τους.
Λες και βαδίζουν για να μπουν μαζί στο φέρετρό τους.
-Βρε τι κουτοί που είμαστε όλοι σ’ αυτή τη χώρα…
-Γιατί ρε Μήτρο;
- Το ρωτάς! Κοντά διακόσα χρόνια
Πάνε, που για πρωθυπουργούς μιλάμε όλη την ώρα.
Και πάμε και ψηφίσουμε με κρύο και με χιόνια,
Και ξελαρυγγιζόμαστε, και κόμματα στηρίζουμε,
Και συγκεντρώσεις κάνουμε, κι ένας τον άλλο βρίζουμε
Γιατί; Για να μπορέσουμε πρωθυπουργό να βγάλουμε
Και στην Κυβέρνηση αρχηγό αμέσως να τον βάλουμε.
Ωσπου μια μέρα βλέπουμε πως όλα ειν’ ανώφελα-
Με άλλα λόγια δηλαδή δεν ωφελούν ολότελα.
-Και πώς αυτό;
- Τί πώς αυτό! Δυό μήνες τώρα πάνε
Που είμαστε οι Ελληνες χωρίς πρωθυπουργό.
Αλλά ρυθμό δεν έπαψε νάχει η ζωή γοργό
Και όπως πάντοτε ήτανε όλα, δεν πάψαν νάναι.
Αυτό θα πει πως άδικα ως τώρα σκοτωνόμαστε
Σαν σε δουλειά να θέλαμε να λέμε πως βρισκόμαστε
Κάθε που εγυρεύαμε πρωθυπουργό να βρούμε,
Αφού και δίχως του καλά να ζήσουμε μπορούμε.
Γιατί βεβαίως πρωθυπουργός δεν είν' εκείνος όπου
Μορφή και σχήμα και θωριά κι αρρώστιες έχει ανθρώπου,
Αλλά εκείνος που μπορεί και σκέφτεται συγχρόνως
Και τη σωστή την κρίση του δεν τη θολώνει ο πόνος.
Δε λέγεται πρωθυπουργός κάποιος θαμμένος πούναι
Στο χώρο μιας εντατικής, ο,τι και κάποιοι αν πούνε.
Δε λέγεται πρωθυπουργός εκείνος που του κρύβουνε
Ο,τι μπορώ καθημερνά κι εγώ να μάθω ακόμα.
Που ούτε τηλεόραση να βλέπει δεν του ανοίγουνε
Και που νερό μεταλλικό το μόνο του είναι πιόμα.
Γι αυτό σου λέω δεν έχουμε πρωθυπουργό, και ότι
Δε μας χρειάζεται-κι αυτό το βρήκαμε μεις πρώτοι,
Οι Ελληνες, που έχουμε και τόσα αλλά βρει,
Και στα ωραία και υψηλά είμαστε φαβορί.
-Βρε Μητρο, στάσου μια στιγμή και σκέψου πιό καλά.
Η αλλιώς αν θες τ' αστεία σου άφησε τα πολλά
Και πες καμία σοβαρή πάνω στο θέμα γνώμη.
-Γιάννο μου παρασύρθηκα και σου ζητώ συγγνώμη.
Δεν ειν' αυτό αιτία
Για πράγματα αστεία.
Και επειδή εμίλησες πρώτος για σοβαρά
Σε σένα βρίσκω πως εδώ ταιριάζει μια χαρά
Κάτι να πεις.
- Κάτι θα πω.
Και, Μήτρο μου, σ’ ευχαριστώ.
Λοιπόν δυό θέλω να ειπώ λόγια γι αυτό το θέμα
Που ανταριάζει των φτωχών πατριωτών το αίμα-
Για την κατάσταση αυτή που μας απασχολεί
Οπως σαφώς απασχολεί, Μήτρο, το Πανελλήνιον.
Για του Αντρέα λυπούμαστε το πάθημα πολύ
Οπως πολύ λυπούμαστε που χάσαμε τον Πλίνιον.
Για τον Αντρέα τον άνθρωπο μόνο-να εξηγούμαστε.
Για τον Αντρέα πρωθυπουργό καθόλου δε λυπούμαστε
Κι ευχόμαστε ολόψυχα γρήγορα να ψοφήσει,
Ωστε στου τόπου να βρεθεί το πρόβλημα μια λύση. Πρωθυπουργοί που δεν μπορούν στο ύψος να αρθούνε,
Σαν τούτες περιστάσεων, και να παραιτηθούνε
Αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο σ' εξελίξεις,
Καλό στον τόπο θάκανες αν μπόρειες να τους πνίξεις.
Κι ο Εβερτ το που έστειλε γράμμα να τόχει στείλει
Ωφειλε ενωρίτερα. Κι έπρεπε οι ΠΑΣΟΚοι
Νωρίτερα ν' αρχίσουνε να στύβουν το σταφύλι-
Αργεί ο μούστος να ψηθεί-να πέσουνε οι θώκοι.
Καλός, χρυσός κι αγαπητός ήτανε ο Αντρέας
Πριν γίνει ένα ανεύθυνο κομμάτι σάπιο κρέας
Οπως ανέκαθεν εσύ κι εγώ είμαστε Μητρούση.
-Μ' αυτά που είπες Γιάννο μου μου θύμισες το σούσι.
Μυστήριο και παράξενο μες στην απλότητα του
Περίεργο στην κατασκευή, μια ανοστιά στη γεύση,
Ποτέ μου δεν εγνώρισα ποια η ταυτότητα του
Και γιατί έχει αρκετούς τόσο κατακυριεύσει.
-Ανόητη παρομοίωση. Οπως και νάχει όμως
Πες μου-υπάρχει τίποτα που έχεις να προσθέσεις
Ωστε όταν στο κρεβάτι σου ψόφιος θα πας να πέσεις
Νάναι χωρίς εμπόδια του ύπνου σου ο δρόμος;
-Τι να ειπώ παρά αυτό: Θεός να τον βοηθήσει
Τη θέση του πρωθυπουργού ευθύς να παραιτήσει
Ωστε να έβρουμε κι εμείς άλλο κανένα θέμα
Κι αλήθεια μια να λέγαμε γι αυτό και κάνα ψέμα.
(Κι αφού χαιρετηθήκανε, πια πήγανε για ύπνο.
Αλλ’ όμως τον καθένα τους η αυγή τον βρήκε ξύπνιο)