Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
μες στο μικρό το καμαράκι
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.
Μ’ αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.
Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο
για συγγραφέα μίλησε
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.
Η ώρα πέρασε και πέρασε.
Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Ώρα για ύπνο.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
έγειρε το παιδί σ’ ένα κρεβάτι
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.
Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόνταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο είναι μονόλογος;
Ή ίσως ο πρόλογος ήταν το έργο;
Ή τάχα έργο δεν υπάρχει;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;»
Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο αλάργευε,
οι σκέψεις του όλο κι έσβηναν και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούνε.
Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025
ΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ
(διάλογος)
Α'
Εδώ το μέρος είναι ήσυχο και καθαρό. Έν' αεράκι απαλό φυσάει που χωρίς να μας κρυώνει θα μας στεγνώσει τον ιδρώ από την ανηφόρα. Λέω φίλε μου λοιπόν, να κάτσουμε εδώ κι να ξεκουραστούμε. Κι ύστερα συνεχίζουμε τον δρόμο για τα σπίτια μας.
Β'
Καλή είναι η ιδέα σου. Αν και νομίζω μόνο το κορμί θα ξεκουράσουμε. Το πνεύμα θα βρούμε κάποια αιτία πάλι να το βάλουμε σε δουλειά. Ιδίως τώρα που, ανηφορίζοντας τόσην ώρα, αμίλητοι είμαστε, για να μην κάνουμε διπλή την κούρασή μας.
Α'
Οι αιτίες φίλε μου δε λείπουν. Κάποια αφορμή θέλεις να πεις.
Β'
Πράγματι, οι αφορμές ειν' ευκολότερο να μας δοθούνε. Κάθε μας σκέψη και πράξη, κάθε τι που βλέπουμε κι ακούμε, είναι αφορμή για μια συζήτηση που μόνο η κούραση ή κάποια ανάγκη μόνο μπορεί να σταματήσει. Κι αυτό που είπες πριν λίγο είναι μια ωραία αφορμή ν' αρχίσουμε να συζητάμε για ένα θέμα που ξέρω πως οι γνώμες μας δεν ταιριάζουν πάνω σ' αυτό.
Α'
Και σαν τι είπα; Είπα μόνο πως καλά θα κάναμε αν καθόμαστε εδώ να ξεκουράσουμε το σώμα μας και ν' απολαύσουμε τον καθαρόν αέρα και τα όσα γύρω μας χιλιόμορφα απλώνουν.
Β'
Αφού μου λες πως αληθινά δεν πέρασε από το μυαλό σου καμία σκέψη όταν τα 'λεγες αυτά, φίλε μου σε πιστεύω. Ας κάτσουμε λοιπόν να βλέπουμε και ν' ακούμε και να μυρίζουμε. Με όλες μας τις αισθήσεις ας χαρούμε τη γύρω φύση. Κι αν το μυαλό μου πονηρά εδούλεψε για λίγο, συχώρεσέ το.
Α'
Τώρα που το σκέφτομαι ξέρω τι εννοείς. Το θέμα για το οποίο διαφωνούμε είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Κι αυτό νομίζω ήρθε στο μυαλό σου όταν πριν λίγο μίλησα για το αεράκι και για το ήσυχο και καθαρό αυτό μέρος.
Β'
Σωστά. Και δεν νομίζεις πως είναι μια καλή ευκαιρία για συζήτηση πάνω στο θέμα; Όσο για μένα, θα είναι ιδανικό να συζητώ για κάτι που όλα γύρω μου όταν μιλώ θα είναι σύμμαχοί μου.
Α'
Ας αρχίσουμε λοιπόν. Και θ' αρχίσω με τη δήλωση που έκανα πριν μέρες και που τόσο σε είχε πειράξει. Την θυμάσαι;
Β'
Και βέβαια την θυμάμαι. Δεν ξεχνιούνται εύκολα τέτοια λόγια, όταν μάλιστα λέγονται από κάποιον που εκτιμώ τη γνώμη του και ξέρω πως σκέφτεται προτού πει κάτι.
Α'
Σ' ευχαριστώ και για τα δυο που είπες. Όμως αν έτσι συμφωνείς μαζί μου, τότε δεν υπάρχει θέμα για συζήτηση.
Β'
Εκτιμώ τη γνώμη σου, αυτό όμως δε σημαίνει πως πάντοτε συμφωνώ μ' αυτήν. Εκτός κι αν με πείσεις πως είναι σωστή.
Α'
Αυτή λοιπόν ας είναι η κουβέντα μας. Αλλά για θύμισέ μου τι ακριβώς είπα.
Β'
Είπες πως η προστασία του περιβάλλοντος είναι μια μεγάλη ηλιθιότητα.
Α'
Όχι. Δεν είπα αυτό. Και ευτυχώς που σου έκανα την ερώτηση αυτή, γιατί αλλιώς θα κουβεντιάζαμε χωρίς να ξέρουμε για τι μιλάμε. Είπα πως όσοι κάνουν διαδηλώσεις υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος είναι ηλίθιοι. Είπα ακόμα ότι όσοι αποφεύγουν να πετάξουν ένα κομμάτι χαρτί στον δρόμο, είναι κι αυτοί ηλίθιοι. Αυτό είπα. Το θυμάσαι τώρα;
Β'
Δεν βλέπω μεγάλη διαφορά από ό,τι είπα εγώ πως είπες. Και επιμένεις σ' αυτό;
Α'
Και βέβαια επιμένω. Είχες δίκιο όταν είπες ότι σκέφτομαι πριν μιλήσω.
Β'
Και γιατί λοιπόν είναι ηλίθιοι όσοι διαδηλώνουν εναντίον της μόλυνσης του περιβάλλοντος; Και γιατί είναι ηλίθιοι όσοι αποφεύγουν να πετάξουν ένα σκουπίδι στον δρόμο;
Α'
Γιατί, απλούστατα, με αυτές τις ενέργειές τους δεν βοηθάνε στην αποφυγή της μόλυνσης του περιβάλλοντος, αλλά αντίθετα την μεγαλώνουν.
Β' ......
Α'
Βλέπω πως δεν μιλάς. Σε έπεισα λοιπόν τόσο γρήγορα; Ή αφαιρέθηκες; Πού είσαι;
Β'
Προσπαθώ να καταλάβω αυτό που μόλις είπες. Πώς όποιος φροντίζει να μην πετάει σκουπίδια στον δρόμο, εκείνος μολύνει το περιβάλλον. Και πώς όποιος διαδηλώνει ενάντια στη μόλυνση του περιβάλλοντος, εκείνος μολύνει με τον τρόπο αυτόν το περιβάλλον. Μα στο θεό σου, πώς μπορεί να λέγονται αυτά τα πράγματα από έναν λογικό άνθρωπο-γιατί για τέτοιον σε ξέρω...
Α'
Οι απαντήσεις μου σε αφήνουν έκπληκτο λοιπόν, για να μεταχειριστώ ήπιαν έκφραση. Και εμποδίζουν τη συζήτηση γιατί απ' ό,τι βλέπω δεν μπορείς να συνέλθεις από αυτή την έκπληξη και να συζητήσεις σαν ήρεμος άνθρωπος. Τι θα 'λεγες ν' αφήσεις εμένα να κάνω τις ερωτήσεις; Δεν παραξενεύομαι με καμιάν απάντηση. Αν σε ρωτούσα "ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη ή η γη γύρω από τον ήλιο;", κι εσύ μου απαντούσες "ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη", ούτε τότε θα 'νιωθα έκπληξη. Θα προσπαθούσα μόνο να γνωρίσω τις σκέψεις που προηγήθηκαν για να φτάσεις σ' αυτό το συμπέρασμα. Κι αν κάπου έβλεπα πως έκανες λάθος θα σε διόρθωνα. Αν πάλι έβλεπα ότι δεν είχες λάθος, τότε θα παραδεχόμουν κι εγώ πως ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη και μάλιστα θα σου ήμουν ευγνώμων που μου έμαθες κάτι καινούργιο.
Λοιπόν τι λες; Να κάνω εγώ τις ερωτήσεις;
Β'
Είναι το μόνο που βλέπω να μπορεί να γίνει. Γιατί την πρώτη μου ερώτηση βρέθηκα σε αδυναμία να τη δευτερώσω εποικοδομητικά για τη συζήτηση. Κι αλήθεια βιάζομαι να δω τι κρύβει αυτή σου η απάντηση. Άρχισε λοιπόν.
Α'
Ας υποθέσουμε πως εσύ κι εγώ είμαστε οι μόνοι κάτοικοι της γης και πως καθένας μας έχει ένα κήπο από τον οποίο και ζει. Και ο κήπος αυτός είναι ο μόνος πόρος ζωής που έχουμε. Και ας υποθέσουμε πως ένα αυλάκι με νερό ποτίζει τον κάθε κήπο. Εγώ, για να φτιάξω μια πισίνα και να κάνω άνετα το μπάνιο μου εκεί, παίρνω το νερό σου στρίβοντας το αυλάκι του και σε στερώ από τη μόνη πηγή ζωής που έχεις. Ποια θα ήταν η αντίδρασή σου;
Β'
Θα προσπαθούσα με κάθε τρόπο να πάρω πίσω το νερό που μου πήρες.
Α.
Και με ποιον τρόπο θα το έκανες αυτό;
Β'
Δεν ξέρω ακριβώς. Κάτι θα 'βρισκα. Όπως μπορούσα.
Α'
Εδώ φίλε μου έχουμε ξεκάθαρα τα πράγματα.
Έχεις εμένα που κλέβω το νερό σου.
Τι θα κάνεις;
Β'
Θα έρθω να σου πω ότι το νερό αυτό είναι δικό μου. Γιατί μπορεί κάτι να έπαθες και να μη το θυμάσαι. Και θα σου το ζητήσω πίσω, γιατί, θα σου εξηγήσω, από το νερό αυτό εξαρτάται η ζωή μου.
Α'
Πολύ σωστά. Μια λογική και ευγενική ενέργεια. Λοιπόν εγώ, όταν μου τα πεις αυτά, σου απαντώ πως δεν με νοιάζει αν το νερό είναι απαραίτητο για τη ζωή σου και σε διώχνω κακήν κακώς από το σπίτι μου. Τότε τι θα κάνεις;
Β'
Θα πάρω μιαν αξίνα και θα προσπαθήσω να φέρω το νερό πάλι στον κήπο μου.
Α'
Δεν υπάρχει άλλη αξίνα σε όλη τη γη. Και μόνο μ' αυτήν θα μπορούσες να κάνεις αυτό που είπες.
Β'
Θα μεταχειριστώ κάποιον άλλο τρόπο.
Α'
Ποιον; Πες μου συγκεκριμένα.
Β'
Δεν ξέρω...
Α'
Δεν προχωρεί έτσι η συζήτηση. Γι αυτό θα την βοηθήσω κάνοντάς σου μιαν ερώτηση: Αν εγώ που σου έχω πάρει το νερό και ύστερα από τις αρνήσεις μου στις παραπάνω αιτήσεις σου, σου πω: "Άκουσε γείτονα τι πρέπει να κάνεις και μην στενοχωριέσαι. Θέλεις να ποτίσεις τον κήπο σου. Το καταλαβαίνω. Μπορώ να σε βοηθήσω να λύσεις το πρόβλημά σου. Ξέρεις τι θα πρέπει να κάνεις; Πρωί πρωί κάθε μέρα θα τρως ένα αυγό για να έχεις καθαρή φωνή, θα παίρνεις ένα πανώ που επάνω του θα έχεις γράψει με μεγάλα γράμματα "ΜΗΝ ΚΛΕΒΕΙΣ ΤΟ ΝΕΡΟ", και θα το στήσεις στην είσοδο του κήπου μου. Ύστερα θ' αρχίσεις να φωνάζεις:" Το νερό είναι η ζωή μου", "Ο κήπος θέλει νερό", "Όχι άλλη νεροκλοπή" και ό,τι άλλο παρόμοιο σου κατεβαίνει στο κεφάλι. Ύστερα από αυτό, το νερό θα έρθει στον κήπο σου και πάλι."
Αν λοιπόν εγώ σου πω αυτά εσύ θα με πιστέψεις και θα τα κάνεις;
Β'
Όχι βέβαια. Ξέρω πως τίποτα δεν θα καταφέρω έτσι.
Α'
Αν όμως τα έκανες δε θα μπορούσε όποιος σε έβλεπε να σε χαρακτηρίσει ηλίθιον;
Β'
Και με όλο του το δίκιο μάλιστα.
Α'
Και μήπως ο μόνος τρόπος που μένει είναι να βγάλεις από τη μέση τον γείτονά σου;
Β'
Δε νομίζω ότι μένει άλλος τρόπος αν θέλω να ζήσω. Ή θα τον κάνω ανίκανον να με βλάψει ή…αν αυτό δεν το μπορώ… που δεν το μπορώ...
Α'
Ναι... τι; ή;;
Β'
...ή θα τον σκοτώσω, πριν αυτός σκοτώσει εμένα, στερώντας μου το νερό.
Α'
Μήπως έχεις δυσκολία να παραδεχτείς πως το νερό είναι στο παράδειγμά μου το περιβάλλον και ο γείτονάς σου αυτός που το μολύνει;
Β'
Όχι. Ταιριάζουν όλα.
Α'
Και ο ηλίθιος που κάθεται και φωνάζει μπροστά στον κήπο δεν είναι οι διαδηλωτές για την προστασία του περιβάλλοντος;
Β'
Ναι, έχεις δίκιο, αυτοί είναι.
Α'
Πείστηκες λοιπόν πως όταν έλεγα πως όσοι διαδηλώνουν ενάντια στη μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ηλίθιοι είχα δίκιο;
Β'
Απολύτως. Όμως ακόμα δεν κατάλαβα πώς, εκείνος που διαδηλώνει υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος εκτός που είναι ηλίθιος, μολύνει το περιβάλλον και πώς εκείνος που δεν πετάει ένα χαρτί στο δρόμο μολύνει κι αυτός το περιβάλλον.
Α.
Είναι πολύ απλό φίλε μου.
Και οι δυο κάνουν ό,τι τους έχει πει ο μολυντής να κάνουν. Αυτός που διαδηλώνει καταναλώνει τον χρόνο του σε ενέργειες αναποτελεσματικές, που δεν του αφήνουν χρόνο για την πραγματική λύση του προβλήματος-το ξεπάστρεμα δηλαδή των μολυντών. Όσο για τον άλλο ηλίθιο που δεν πετάει το χαρτί του στον δρόμο, αυτός μολύνει το περιβάλλον γιατί κι αυτός βαυκαλίζεται με την ιδέα πως έτσι θα λυθεί το πρόβλημα της μόλυνσης, με αποτέλεσμα να εφησυχάζει, ενώ το πρόβλημα όχι μόνον δεν λύνεται, αλλά και μεγαλώνει έτσι.
Β'
Κατάλαβα και σ' ευχαριστώ.
Α'
Τι λες, πηγαίνουμε;
Β'
Πάμε…
Κυριακή 30 Μαρτίου 2025
ΠΑΤΡΙΔΑ...
Βρε τι ζωή εγώ τραβώ! Τι μοίρα έχω γραμμένη!
Τι χάλι απ’ όλη μόνο εγώ έχω την οικουμένη!
Τι έκανα και πάνω μου τα βάσανα όλα πέσαν;
Τι και του κόσμου τα δεινά σε μένα όλα δέσαν;
Ποιανού πληρώνω η έρημη εγώ τις αμαρτίες;
Ποιανού με δάκρυα εγώ ξεπλένω τις κακίες;
Ποιος θεός με καταράστηκε δυστυχισμένη να ’μαι,
και όμορφο ούτε όνειρο να βλέπω σαν κοιμάμαι;
Χαζός ποιος με σπερμάτισε κι έχω λωλούς γεννήσει;
Τον ήλιο μου ποιος σκότισε και πάντα βλέπω δύση;
Φαρμάκι ποιος επότισε πικρό τον ουρανό μου
κι ως κι η βροχή πέφτει πικρή στο χώμα το δικό μου;
Σε ποιο γραμμένο είναι χαρτί φαρμάκια όλο να πίνω
και λύπης μόνο δάκρυα στο χώμα μου να χύνω;
Μάγισσα ποια ξεδόντιαστη φριχτά με καταράστη
και της χαράς μου η Άνοιξη με λύπη εσκεπάστη;
Κι αχ! ποιον να έβρω για να πω τον που με καίει πόνο;
Κι αχ! πού να έβρω ξεγνοιασιάς στην έρημό μου κλώνο;
Να κρύψω πού την που έχω εγώ γι άλλες πατρίδες ζήλεια
που άνθη έχουν στα μαλλιά και γέλιο έχουν στα χείλια;
Και που να πάω να κρυφτώ για την ντροπή που νιώθω
που αν και χρυσή έχω κλωνά φτηνά κουρέλια κλώθω;
Αχ! Τόσες είναι οι πληγές που μου τρυπούν τα στήθια
που πρώτη θα ’θελα φορά να μη μιλώ αλήθεια
και ψέματα να ήτανε όσα εδώ αραδιάζω,
που αναθυμώντας τα βαθιά κι απέλπιδα σπαράζω.
Όμως δεν είναι. Να! εδώ, πεσμένο το μαχαίρι
που λίγο πριν το εκράταγε κακόβουλο ένα χέρι.
Και να! η πληγή στα στήθια μου που έχει αυτό ανοίξει!
Να! το αίμα από παλιές πληγές που πάει να με πνίξει.
Και να! το βόλι ιδέτε αυτό που έχει ξεκινήσει
και που στον Άδη έχει σκοπό, ταχύ, να με βυθίσει.
Κι εγώ θωρώ χωρίς ψυχή και δίχως μάτι βλέπω
να με χτυπούν όσοι μ’ αγνή κι άδολη αγάπη σκέπω-
κι εγώ θωρώ δίχως ψυχή μες απ’ τα δάκρυά μου
να με χτυπούν όχι εχθροί, μα τα ίδια τα παιδιά μου...
Χρόνια καμιά διακοσαριά προτού το άθλιο Τώρα,
ρωσοαγγλογάλλοι έφτιαξαν μία καινούργια χώρα-
εμένα-κι αποφάσισαν Ελλάδα να με πούνε
κι έλληνες όσους πάνω μου δυο αιώνες τώρα ζούνε.
Φτώχεια τον τόπο μου έδερνε καθώς και τώρα΄ κι ήταν
οι κοτζαμπάσηδες αυτοί που τρώγανε την πίττα,
κι απόκοντα οι κλέφταροι που φέραν Φαναριώτες-
καθώς όταν ο κόκορας λαλεί έρχονται οι κότες-
για να περιδρομιάσουνε κι αυτοί και να μου κλέψουν
τα λίγα που είχα τα καλά και πλιο να με παιδέψουν.
Και μέσα σ’ όλους πρώτος τους ήρθε ο Μαυροκορδάτος
για πλιάτσικο πανέτοιμος και γι αρχηγία κεφάτος.
Κι αιματοκύλισε αυτός τ’ άμοιρα τα παιδιά μου-
καρπούς τού με τη δυστυχιά μονάκριβού μου γάμου.
Και των παιδιών μου άρχισε ο χωρισμός σε κόμματα
που –τι ντροπή!- ξένων χωρών επήρανε ονόματα
και αγγλικό και γαλλικό και ρώσικο ελέγονταν-
και η καρδιά μου τ’ άκουγε και μυστικά μού εκλαίγονταν.
Το ’κοσιοχτώ μου στείλανε κείνο τον Καποδίστρια
για κυβερνήτη, που με βια τον φέραν-απ’ την Ίστρια
λες και δεν είχα εγώ παιδιά να γίνουν κυβερνήτες
και ξένον να μου στείλουνε θα ’πρεπε οι προξενήτρες.
Κι όταν αυτόν τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι,
άλλοι μονάρχες ήτανε να μου ερθούνε νέοι.
Έτσι, τον Όθωνα εδώ μού στείλαν οι Δυνάμεις.
Τόνε μισούσα-μοναχή όντας όμως τι να κάμεις;
τον ακλουθούσαν Βαυαροί. Και μες σε λίγα χρόνια
σαν Βαυαρή με κάνανε. Στων δέντρων μου τα κλώνια
για τριάντα δυο όλες χρονιές πουλάκια κελαδούσαν
που όχι γλώσσα ελληνική, μα Βαυαρή ελαλούσαν.
Και κάναν ό,τι θέλανε στα χώματά μου οι ξένοι
λες κι οι έλληνες πως ήτανε όλοι τους πεθαμένοι
ή πως δεν είχανε ψυχή να διώξουνε τους ξένους
παρά τους ανεχόντουσαν καπηλευτές του Γένους.
Και μεταξύ τους τρώγονταν οι έλληνες οι φαύλοι
ποιος πιότερο των Βαυαρών θ’ ανέχονταν το χάλι,
ενώ τους έκλεβαν κι αυτοί κι οι ντόπιοι μου προδότες
τη συμφωνία της Ζωής και της Χαράς τις νότες.
Ύστερα τον Γεώργιο τον Πρώτο μού κουβάλησαν
και στον ισχνό τον σβέρκο μου δραγάτη τόνε κάθισαν.
Και συμμαχίες ανίερες και πλούτος κλεψιμέϊκος
κάναν τού κάθε κλέφτη μου ο βίος να ’ναι μπέϊκος,
και να πληθαίνουν οι πολλοί και να πλουτούν οι λίγοι.
Αχ! τι ντροπή μου ένιωθα η δόλια να με πνίγει
που ενώ έδενα καρπούς να φάνε οι δικοί μου
άλλοι αυτούς να καλοτρών μοίρα ήτανε κακή μου!
Σαράντα χρόνια έκατσε ο βασιλιάς στο θρόνο
κι εγώ εκακοπάθαινα δεινά χρόνο το χρόνο.
Τα χρόνια αυτά, με δυο αυτοί που έκαναν Συνθήκες-
οι Ξένοι- μέσα εβγάλανε από τις αποθήκες
Μακεδονία κι Ήπειρο, πάνω μου τις εδέσαν
και σαν κοράκια πάνω μου κατόπι αμέσως πέσαν,
τρυγώντας μου ό,τι βρίσκανε να έχει απομείνει-
ό,τι είχε μείνει ατρύγητο από τα ντόπια κτήνη.
Κι ενώ οι Μεγάλες Δύναμες μ’ είχανε μεγαλώσει,
τον τίτλο Εθνάρχη σ’ έλληνα κάποιονε είχαν δώσει.
(πότε θα πάψουν τάχατες οι γιοι μου να προσμένουν
από άλλους την πατρίδα τους-εμένα- ν’ αβγαταίνουν;
Ως πότε αυτοί τη μοίρα τους στα χέρια δε θα παίρνουν
και μες σε ξένης ζυγαριάς το δίσκο θε’ να γέρνουν;)
Καλλίτερα κι άλλα να μη μου χάριζαν εδάφη
κι οι μαύροι ας τα έτρωγαν της μάνας Γης οι τάφοι,
πάρα που δίνοντάς τα μου πιότερα μού ζητούσαν
και τα παιδιά μου έβλεπα που πιο εδυστυχούσαν.
Κάλλιο μικρό το σπίτι μου κι εύτυχα τα παιδιά μου
πάρα διπλάσια εγώ, κι αυτά να δυστυχούν κοντά μου.
Μα δεν με ρώταγε κανείς... οι πλούσιοι κυβερνούσαν
και ό,τι εγώ τους έδινα στους ξένους το δωρούσαν.
Κι εγώ τι τάχα θέλατε να κάνω; Τα φτωχά μου
να προστατέψω τα παιδιά, ή να τ’ αφήσω χάμου
να τα πατούν τα πλούσια και τα καλοβαλμένα
σα να μού ήταν άγνωστα και φορτικά και ξένα;
Ό,τι και να μου λέγατε, δε θ’ άφηνα ποτέ μου
τ’ άμοιρα τέκνα μου στη βια όποιου έρχονταν ανέμου.
Πάντα γι αυτά θα πόναγα και θα παρακαλούσα
στις μυστικές μου προσευχές, και πάντα θα ζητούσα
από τη μάνα μου τη Γη ώρα καλή να βρούνε
και μ’ αξιοπρέπεια πάνω μου και μ’ ευλογιά να ζούνε.
Έτσι δεν κάνει μια καλή, πονετική μητέρα;
Ή άλλα παιδιά της αγαπά κι άλλα τα κάνει πέρα;
Μετά ο παγκόσμιος πόλεμος ο πρώτος με χτυπάει.
Κι αν πιο μεγάλο από πριν το μπόι μου μετράει,
όμως και μεγαλύτερα γινήκαν τα δεινά μου
και μένα κι όσων έφερε ο πόλεμος κοντά μου.
Μα λες δε μ’ έφταναν αυτά, και τη ντροπή επήρα
να γίνω βδελυρών σκοπών μέσο η κακομοίρα:
στα βορινά με στείλανε-μια λάμψη απ’ τη λεπίδα
που θα ’χανε την μοναχή πάνω στη γης ελπίδα.
Μετά ήρθ’ η ώρα κι η Τουρκιά το μέλλον να κοιτάξει
και μες στο χάος της αυτή λίγη να βάλει τάξη-
κι ήρθε η ώρα κι η Τουρκιά να δει το σπιτικό της,
μέσα του να εμάζευε ό,τ’ ήτανε δικό της,
και να κρατήσει μόνο αυτούς που της σταθήκαν φίλοι
κι όλους τους άλλους από κει που ήρθαν να τους στείλει.
Και έδιωξε τους έλληνες. Και κείνοι ήρθαν σε μένα
σέρνοντας αξεδίπλωτα, μαύρα φτερά, καμένα.
Πρόσφυγες μου προσπέσανε ζητώντας να τους ζήσω.
Τους δέχτηκα. Τι να ’κανα; Να τους γυρίσω πίσω;
Χρόνια μετά ο πόλεμος ο δεύτερος ξεσπάει.
Κι οι γερμανοί με πάτησαν. Και τα παιδιά μου δώσαν
τον πιο καλό τους εαυτό. Και μ’ απολευτερώσαν.
Κι αντίς ετούτη τη στιγμή να μείνουν ενωμένοι,
το δρόμο αυτοί εστρώσανε για να ’ρθουνε οι ξένοι:
Ο Παπαντρέας, ο παππούς του σημερνού «Γιωργάκη»,
αιματωμένα ακόμα εγώ ενώ φορούσα ράκη
κι ενώ το αίμα έτρεχε απ’ τις πληγές μου ακόμα,
κι από τους πόνους έσκουζα, μου έφραξε το στόμα,
με αλυσόδεσε, και πια, σαν πράγμα ένα να ’μουν,
στους άγγλους με παράδωσε για να με αποκάμουν.
Και για ό,τι μου ’καμε κακό οι άγγλοι τόνε πληρώσαν:
μια χρυσοφόρα, αιμόσταχτη, πρωθυπουργία του δώσαν.
Αργότερα ο Καραμανλής πρωθυπουργός εγίνη.
Το πιο απ’ όλα τρύπιο μου ήταν αυτό λαγήνι.
Κι ως Αχιλλέας τον Πάτροκλο νεκρό γύρω τον έσερνε
αυτός εμένα ζωντανή πίσω απ’ το άτι του έδενε
κι έτσι και κείνος μ’ έσερνε ώστε ο λαός να μάθει
τι, να μιλήσει αν θα ’θελε, του έμελλε να πάθει.
Και όλο επαναλάβαινε σα μέσα σε μεθύσι,
κι ως να βραχνιάσει απ’ τις φωνές: «ανήκουμε στη Δύση!»
Αυτός ανήκε-ναι! Και αυτοί που τον χρυσοπληρώναν.
Κι όσοι γλεντώντας πάνω μου, εμένανε χρεώναν.
Και το Λαμπράκη εσκότωσε και μου ’φερε τη χούντα.
Κι ενώ το Κάντο Γκενεράλ έγραφε ο Νερούντα
εγώ με άλλους γκενεράλς να πολεμήσω είχα
για να ξανάβρω τον που αυτοί μου είχαν κόψει βήχα.
Όμως κρατούσανε καλά. Κι όσο κι αν προσπαθούσα
τίποτα εναντίον τους να κάνω δεν μπορούσα.
Ώσπου η Μεγάλη έκρινε Δύναμη-η Αμερικάνα-
Ότι πολύ οι στρατιωτικοί αυτοί το παρακάναν
και λεύτερη αποφάσισε και πάλι να μ’ αφήσει
πλέον αφού τσιράκι της με είχε κάνει η Δύση.
Και τότε είναι που ’ρθανε κάποιοι μου καιροσκόποι,
που βλέποντας πως στη δεξά δε μέναν άλλοι τρόποι,
μες στο Πολυτεχνείο μου εμπήκαν και φωνάζανε
πως θα με λευτερώσουνε κι ότι θα με αλλάζανε.
Κι όταν επήραν εντολή οι στρατηγοί να φύγουνε,
αυτοί σε μία πράσινη σημαία με τυλίγουνε
και με πρωθυπουργό το γιο του τότε Παπαντρέου
σε βάλτου μ’ έριξαν ενός τις βρώμιες λάσπες νέου.
Κι η πρωθυπουργοποίηση του τύπου εκείνου ήτανε
η πληρωμή του, που άφησε και πάνω μου στρωθήκανε
οι φράγκοι κι οι αμερικανοί που νέοι αφέντες γίνανε
και του λαού το αίμα μου αχόρταγα επίνανε,
για συνεταίρους παίρνοντας του Παπαντρέου την κλίκα
που κι απ’ τους ξένους πιο πολύ αχόρταγη τη βρήκα.
Κι ο νέος Παπαντρέου, αυτός, βορά με είχε ρίξει
στους σκύλους που την όρεξη για χρήμα είχε ανοίξει
το ότι εκείνοι τάχατες τη χούντα είχανε ρίξει.
Και κατακλέψανε κι αυτοί τον ίδρω και το αίμα
των τίμιών μου των παιδιών΄ και σ’ ένα μόνο γνέμα
του βρωμερού τους αρχηγού τα πάνω φέραν κάτω
μέχρι σε βούρκου ενός βαθιού που μ’ έριξαν τον πάτο.
Και από τότε μένω εκεί. Και μακριά στεκόντας
μη κι απ’ τις λάσπες λερωθούν, και ξαναμμένοι όντας,
παλεύουν τώρα οι αρχηγοί δύο τρανών κομμάτων-
που ζουν και που πλουταίνουνε απ’ το πάτημα πτωμάτων-
να με τραβήξουν και νεκρή στη βάρκα τους καθένας,
και να με φάνε ή μαζί ή ίσως κι ένας ένας.
Ο πρώτος είναι ένα παιδί με αέρα στα μυαλά του
όπου και ξένα και δικά, τα θέλει όλα δικά του.
Ένας ακόμα απ’ τους πολλούς που εξουσία διψάνε
πάνω σ’ ανθρώπους να ’χουνε που εξουσία ζητάνε,
για τον εαυτό του ο καθείς. Ένας ξεμωραμένος
πριν γίνει γέροντας. Γερά κι αυτός αρματωμένος
με υποσχέσεις, με ψευτιές και με αδηφαγία,
να κυβερνήσει αποζητά τη γη μου την αγία.
Ο δεύτερος, συνεχιστής των ιδεών εκείνου
του πρωτινού μου αρχηγού, του μόνου υπευθύνου
για την κατάντια όπου ζω κι αυτός μου ’χει φερμένη
μια χώρα καταγέλαστη να ’μαι στην οικουμένη.
Αυτοί λοιπόν τώρα οι δυο την ψήφο θέλουν να ’χουν
από κεινούς που για φαϊ μες στα σκουπίδια ψάχουν.
Και δέστε όσοι έχετε τα μάτια για να βλέπουν,
κι όχι το φύλο μοναχά το άλλο για να έλκουν-
δέστε, Παιδεία ειν’ αυτή; Και ειν’ αυτή Υγεία;
Παρέχω εγώ ισότητα; Δε ζω στην αδικία;
Παιδιά δεν έχω που άλλα τους τρων με χρυσά κουτάλια
κι άλλα-φτωχά μου!-που πεινούν, ντύνονται με ρετάλια,
ψάχνουνε κάτι για να φαν στων σκουπιδιών τη βρώμα,
κι αντί της ζωής το ρόδινο, ωχρό έχουν το χρώμα,
διασκέδαση δε βλέπουνε καθόλου στη ζωή τους
κι όπως στη φτώχεια είναι γραφτό τρώγονται μεταξύ τους;
Τι δράμα, κάποιον απ’ τους δυο να πρέπει να ψηφίσουν
αυτοί που να τους ’γγίσουνε μονάχα θα βρωμίσουν;
Αχ! Οι άνθρωποι του τόπου μου! Θύτες και θύματα όλοι:
ένας να έχει κι ο άλλος τους να κλέβει πορτοφόλι!...
Κουτοί οι μεν, κουτότεροι οι άλλοι, ένας κι άλλος:
κουτός και όποιος κλέβεται, αλλά και πιο μεγάλος
αυτός που κλέβει. Ο δυστυχής! Δεν ξέρει η ευτυχία
πως αν δε σκέπει ολουνούς, τότε είναι δυστυχία.
Κουτά και δύστυχα παιδιά εγέννησα ωιμένα!
Που και αυτά κακοπερνούν και θλίβουνε κι εμένα.
Α! Όσο περισσότερο τον άνθρωπο γνωρίζω
τόσο τα ζώα εγώ αγαπώ που τρέφω και ταγίζω.
Γιατί αυτά απ’ της λογικής δεν ήπιαν τις πηγές
και απ’ αυτά δεν καρτερώ ενέργειες «λογικές».
Λοιπόν τραβάτε όλοι εσείς στην κάλπη να ψηφίστε.
Το τελευταίο της ντροπής το μόριο αψηφήστε.
Μην ξεσκωθείτε τους μιαρούς μια κι έξω να πετάξτε.
Μόνο τον ένα με ίδιονε άλλονε κάποιο αλλάξτε.
Διαλέξτε τον καινούργιο σας αφέντη και δυνάστη
τα δάκρυά μου αφού από σας κανείς δεν εσεβάστη.
Όμως ορκίζομαι στο φως που κι είδατε και είδα,
πως ούτ’ εγώ έχω πια παιδιά, ούτε και σεις πατρίδα.
ΜΗΤΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
(Η Μάρω, καθιστή στην καρέκλα της και διαβάζοντας ένα βιβλίο. Κοιτάζει το ρολόι της. Η πόρτα χτυπάει. Η Μάρω ανοίγει και μπαίνει ο Πάρις. Φιλιά καλωσορίσματος)
ΜΑΡΩ
Γεια σου Πάρι. Τι κάνεις; Κάθισε.
(Κάθονται)
ΠΑΡΙΣ
Είμαι καλά. Ελπίζω και συ. Άργησα λιγάκι. Όλα καλά;
ΜΑΡΩ
Δεν με βλέπεις να είμαι καλά;
ΠΑΡΙΣ
Μιλάω για το τηλεφώνημά σου.
ΜΑΡΩ
Ναι. Θέλω τη βοήθειά σου σε κάτι Πάρι. Κατά τα άλλα καλά.
ΠΑΡΙΣ
Ο Πέτρος; Έχω δυο μέρες να τον δω.
ΜΑΡΩ
‘Έχει πάει στο γυμναστήριο. Να σου φέρω να πιεις κάτι;
ΠΑΡΙΣ
Όχι ευχαριστώ.
ΜΑΡΩ
Καλλίτερα έτσι γιατί είναι η ώρα να γυρίσει ο Τίμος και δεν θα μπορούσα να μιλήσω μπροστά του μιας και πρόκειται για κάτι που έχει σχέση μ’ αυτόν.
(μικρή παύση)
ΠΑΡΙΣ
Με ανησυχείς Τι συμβαίνει;
ΜΑΡΩ
Πάρι, τον Τίμο τον ξέρεις καλά. Είναι καλό παιδί, υπάκουο, στο σχολείο καλά τα πάει, και μεγαλώνει με όλα τα μέσα που η μεσαία τάξη μας μπορεί να του προσφέρει.
ΠΑΡΙΣ
Έτσι είναι αλήθεια.
ΜΑΡΩ
Πάρι, θα σου πω κάτι για τον Τίμο που δεν ξέρω πώς να το χειριστώ. Ίσως μπορέσεις να με βοηθήσεις. Γιατί αυτό το κάτι δεν είναι ασήμαντο αλλά ζητάει αντιμετώπιση. Είναι από κείνα τα θέματα που δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις.
ΠΑΡΙΣ
Κατάλαβα ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα μικρό ή μεγαλύτερο με τον Τίμο. Μα περιμένω να μου πεις εσύ περί τίνος ακριβώς πρόκειται.
ΜΑΡΩ
Είναι δύσκολο να το πω, η φιλία μας όμως μου επιτρέπει-τι λέω μου επιτρέπει, σε κανέναν άλλο δεν θα μπορούσα να μιλήσω γι αυτό, μου επιβάλει να σου μιλήσω. Γι αυτό άλλωστε σου τηλεφώνησα.
ΠΑΡΙΣ
Με ανησυχείς…
ΜΑΡΩ
Να περί τίνος πρόκειται. Χτες έπρεπε να βγω. Πήγα λοιπόν να ετοιμαστώ. Ανάμεσα στα άλλα έπρεπε να αλλάξω και ρούχα. Ενώ λοιπόν ήμουν μισόγυμνη, ξαφνικά αισθάνθηκα ότι κάποιος με έβλεπε. Ότι κάποιος με παρακολουθούσε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Στην αρχή νόμισα βέβαια ότι ήταν μια ιδέα μου γιατί στο σπίτι δεν ήταν εκτός από μένα παρά μόνον ο Τίμος. Με τρόπο κοιτάζοντας μέσα στον καθρέφτη, είδα το πρόσωπό του να με κρυφοκοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα. Έβλεπε προς εμένα με προσοχή, με ορθάνοιχτα τα μάτια και με προσμονή στο βλέμμα του. Δεν κατάλαβε ότι τον έβλεπα και δεν του φανέρωσα ότι τον είδα. Όταν βγήκα από το δωμάτιο, είχε φροντίσει να είναι καθιστός στο σαλόνι, σαν να ήταν εκεί από ώρα και δείχνοντας τελείως ανέμελος, βλέποντας τηλεόραση. Δεν είπα τίποτα στον Πέτρο γιατί δεν θα έδινε σημασία στο γεγονός. Θα με συμβούλευε μόνο να κλείνω την πόρτα όταν αλλάζω. Έτσι είπα να ζητήσω τη γνώμη σου και πιθανώς μια συμβουλή σου…
ΠΑΡΙΣ
Εχεις παρατηρήσει και κάτι άλλο παρόμοιο στη συμπεριφορά του Τίμου;
ΜΑΡΩ
Αφού έγινε αυτό, θυμήθηκα κάποιες περιπτώσεις όπου ο Τίμος συνέβη να βρίσκεται κοντά μου σε ώρες που λόγω της φύσης των συνθηκών τύχαινε να είμαι πιο ελεύθερη, πιο ατημέλητη, όπως ας πούμε να φορώ μια ρόμπα ή να έχω κάποιο κουμπί της μπλούζας μου παραπάνω ανοιχτό. Τότε δεν έδινα σημασία. Ύστερα όμως από αυτό που συνέβη, τα έφερα στο μυαλό μου. Και θυμάμαι ότι ο Τίμος με κοίταζε κάπως αλλιώς τις φορές εκείνες.
(μικρή σιωπή)
Τι λες για όλα αυτά;
ΠΑΡΙΣ
Δεν είναι απρόσμενο. Η ηλικία του είναι δύσκολη. Συμβαίνει σε παιδιά. Ξέρεις το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
ΜΑΡΩ
Σκέφτηκα να εξακολουθήσω να κάνω ότι δεν καταλαβαίνω αν αυτό συνεχιστεί. Πάλι ίσως είναι καλλίτερα να του μιλήσω; Δεν ξέρω τι να κάνω. Ξέρω μόνον ότι θεωρώ το ζήτημα σοβαρό.
ΠΑΡΙΣ
Είναι σοβαρό. Και μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις στο μέλλον του παιδιού αλλά και στις σχέσεις του μαζί σας.
ΜΑΡΩ
(απεγνωσμένα)
Το ξέρω.
ΠΑΡΙΣ
(σοβαρά)
Ο Τίμος είναι ευαίσθητο παιδί και πολύ κλεισμένο στον εαυτό του.
ΜΑΡΩ
Ναι…
ΠΑΡΙΣ
Όπως κάθε αγόρι μισεί τον πατέρα του γιατί απολαμβάνει τον έρωτα της μητέρας του, της μόνης γυναίκας του σπιτιού. Περισσότερο όμως μισεί τη μητέρα του που δέχεται αυτή την κατάσταση δείχνοντας έτσι πως αγαπάει περισσότερο τον πατέρα του, χωρίς να λογαριάζει καθόλου το γιο της που θέλει και κείνος το ίδιο απ’ αυτήν. Αυτή η κατάσταση είναι η ρίζα της διάλυσης των σχέσεων γονέων και παιδιού, που εκδηλώνεται όταν το παιδί μεγαλώσει.
Οι λύσεις που σκέφτηκες-δηλαδή να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει, δεν νομίζω ότι θα οδηγήσουν σε λύση του προβλήματος. Το αγόρι είναι σίγουρο ότι η μητέρα το καταλαβαίνει και ότι ξέρει τι εκείνο θέλει από αυτήν. Αν κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις θα βαθύνεις το χάσμα. Και αν του μιλήσεις… τι θα του έλεγες; Αν του πεις ότι κατάλαβες τι θέλει, ποτέ όμως δεν θα μπορέσεις να το πείσεις να μη το θέλει. Και θα έχεις προσθέσει στην απλήρωτη επιθυμία του και την πληγή ότι έχει προδοθεί η επιθυμία του, κάτι προσπαθεί να κρύψει βλέποντάς σε κρυφά. Το παιδί δεν θέλει να φανεί στα μάτια σου ούτε ότι επαιτεί, ούτε ότι αδυνατεί να αποκτήσει εκείνο που θέλει. Να στο πω και αλλιώς; Η πληγή αυτή-αν του μιλήσεις-θα είναι πως το παιδί εξευτελίζεται ζητώντας από σένα κάτι που δεν πρέπει, και μαζί μ’ αυτόν τον εξευτελισμό θα συνυπάρχει και η αίσθηση ότι δεν είναι ισχυρός, δυνατός, ικανός να πετύχει εκείνο που επιθυμεί. Και αυτή η πληγή δεν θα κλείσει ποτέ. Και θα είναι μια από τις αιτίες που το παιδί θα μένει πάντοτε στην άκρη της κοινωνίας, μη τολμώντας να απαιτήσει όσα δικαιούται γιατί θα ξέρει ότι και εκεί θα αποτύχει-αφού απέτυχε σε κάτι που τόσο επιθυμούσε και το ζήτησε από τη μητέρα του την ίδια, που πίστευε πως τον αγαπούσε, πόσο μάλλον με κάποιον άγνωστο… Το παιδί σου Μάρω δεν θα αντέξει χωρίς τρομερές συνέπειες για τον χαρακτήρα του την μείωσή του μπροστά στα μάτια σου, που για κείνο είναι τα μάτια του αγαπημένου προσώπου, τα μάτια που, ο άντρας που θέλει να είναι, αγαπάει. Και είσαι η μόνη που μπορεί να αγαπήσει το παιδί στην ηλικία αυτή. Εσένα βλέπει από τότε που γεννήθηκε, εσύ είσαι μπροστά του κάθε μέρα, από σένα έχει δεχτεί τόσες αποδείξεις αγάπης. Αγάπης που όμως δεν αρκεί τώρα που έχει μεγαλώσει.
ΜΑΡΩ
(με απόγνωση)
Νομίζω πως έχεις δίκιο. Ούτε να του αρνηθώ μπορώ ούτε να μιλήσω μαζί του.
(Μεγάλη σιωπή)
ΠΑΡΙΣ
Σκέφτηκες ποτέ Μάρω να του δώσεις αυτό που θέλει;
ΜΑΡΩ
(κοιτάζει έκπληκτη τον Πάρι και στέκει αμίλητη για λίγο)
Τι είπες;
ΠΑΡΙΣ
Ρωτάω αν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό σου να του δώσεις αυτό που θέλει.
ΜΑΡΩ
Όχι βέβαια.
(σιωπή)
ΠΑΡΙΣ
Μάρω, αγαπάς το παιδί σου;
ΜΑΡΩ
Τι λόγος! Και βέβαια το αγαπώ.
ΠΑΡΙΣ
Πώς του δείχνεις την αγάπη σου;
ΜΑΡΩ
Όπως όλες οι μητέρες.
ΑΡΗΣ
Το προσέχεις, το συμβουλεύεις, του παρέχεις μαζί με τον άντρα σου τα απαραίτητα για να ζήσει άνετα, φροντίζεις για τη μόρφωσή του. Έτσι δεν είναι;
ΜΑΡΩ
Βεβαίως έτσι είναι.
ΠΑΡΙΣ
Σκέφτηκες ποτέ ότι και στα Ορφανοτροφεία κάνουν τα ίδια οι υπάλληλοί για τους τροφίμους του;
ΜΑΡΩ
Ας πούμε ότι τα κάνουν κι αυτοί. Τι σημαίνει;
ΠΑΡΙΣ
Το παιδί δεν θέλει τροφή και νερό. Θέλει αγάπη. Τι αγαπάς το παιδί σου Μάρω;
ΜΑΡΩ
Και βέβαια το αγαπώ. Είμαι η μητέρα του.
ΠΑΡΙΣ
Τι παραπάνω του προσφέρεις από ότι ένα Ορφανοτροφείο με την αγάπη σου αυτή;
ΜΑΡΩ
Μα η καρδιά μου είναι γεμάτη από αγάπη για το παιδί μου. Πονάω στον πόνο του, η ψυχή μου κλαίει μαζί του όταν αυτό κλαίει, όταν λείπει δεν ησυχάζω ώσπου να γυρίσει στο σπίτι, τι άλλο να πω. Το αγαπώ. Αυτό τα λέει όλα.
ΠΑΡΙΣ
Τον άντρα σου τον αγαπάς;
ΜΑΡΩ
Βέβαια τον αγαπώ.
ΠΑΡΙΣ
Η αγάπη σου όμως γι αυτόν είναι πιο απλόχερη.
ΜΑΡΩ
Τι θέλεις να πεις;
ΠΑΡΙΣ
Αυτό που ξέρεις. Στον άντρα σου δίνεις και έρωτα.
ΜΑΡΩ
Μα έτσι είναι η κοινωνία μας Πάρι! Αυτό είναι ο γάμος…
ΠΑΡΙΣ
Εγώ το ξέρω και το καταλαβαίνω. Το παιδί σου όμως το βλέπει αυτό, όμως δεν μπορεί ούτε να το εξηγήσει, ούτε να το καταλάβει. Δεν μπορεί να παραδεχτεί την αγάπη σου όταν αυτή δίνει περισσότερα σε κάποιον άλλο. Αυτό με δυο λέξεις είναι το θέμα μας. Και το παιδί σου Μάρω είναι γένους αρσενικού. Και αρχίζει να γίνεται άντρας σ’ αυτή την ηλικία. Μερικά παιδιά είναι κιόλας άντρες σ’ αυτή την ηλικία. Θέλεις να αγαπάς το παιδί σου σαν μια υπάλληλος Ορφανοτροφείου ή θέλεις να το βλέπεις πραγματικά χαρούμενο και να ευδαιμονεί;
ΜΑΡΩ
Πάρι τι είναι αυτά που λες; Και μάλιστα σαν να με κατηγορείς για κάτι;
ΠΑΡΙΣ
Δεν σε κατηγορώ για τίποτα Μάρω. Συζήτηση κάνουμε. Σου λέω αυτά που δεν μπορεί να σου πει το παιδί σου. Πες μου, οι θείοι, οι θείες, οι γείτονες, αν τους ρωτήσεις αν αγαπάνε τον Τιμο, δεν θα σου πουν όλοι πως το αγαπάνε; Τι παραπάνω κάνεις εσύ από αυτούς ώστε το παιδί να καταλάβει πως το αγαπάς περισσότερο από όσο καθένας από εκείνους; Σου μιλάω έτσι γιατί έτσι θα σου μιλούσε, αν μπορούσε, και το παιδί σου.
ΜΑΡΩ
Πρέπει λοιπόν να κάνω έρωτα με το παιδί μου για να του δείξω την αγάπη μου-αυτό μου λες;
ΠΑΡΙΣ
Πως αλλιώς; Πριν από χρόνια έτρωγε από το στήθος σου. Για το παιδί δεν άλλαξε τίποτα παρά η στάση σου. η άρνησή σου να του δώσεις πάλι το στήθος σου. Το παιδί το βλέπει αυτό, δόμως δεν μπορεί να σκεφτεί παραπέρα όπως οι μεγάλοι. Αλήθεια Μάρω, γιατί τώρα δεν του δίνεις το στήθος σου; Είναι μια ερώτηση σκληρή και δεν περιμένω απάντηση, όμως ρωτώ.
ΜΑΡΩ
Ούτε και θα έχεις απάντηση. Αυτό ούτε έχει περάσει ποτέ από το μυαλό μου ούτε το έχω ακούσει να γίνεται.
ΠΑΡΙΣ
Και όμως, συμβαίνει πολλές φορές. Άλλοτε είναι ένα απλό και φαινομενικά αθώο φλερτ και αυτό αρκεί στους ερωτευμένους και ίσως αρκούσε και στον Τίμο. Άλλοτε αρκούνται οι ερωτευμένοι σε νάζια, σε ναρκισσισμούς, σε φιλαρέσκειες. Και άλλοτε ο έρωτας εκδηλώνεται με όλη του τη δύναμη. Το πράγμα βέβαια αυτό γίνεται κρυφά, αφού αυτό επιτάσσει η θεσπισμένη κακοδαιμονία των ανθρώπων. Στην δημοσιότητα καταλήγουν μερικά μόνο περιστατικά, όπως η κορυφή του παγόβουνου. Ίσως να ξέρεις ότι αυτό, πολύ παλιά, ήταν ο κανόνας. Πατέρας με κόρη, μητέρα με γιο, αδέρφια μεταξύ τους. Το αντίθετο απαγορευόταν επί ποινή.
ΜΑΡΩ
Κάποτε. Μα τώρα κάτι τέτοιο είναι ανήθικο.
ΠΑΡΙΣ
Ανήθικο κάτι που χαροποιεί τους ανθρώπους; Η ηθική Μάρω είναι μόδα που την επιβάλλουν αυτοί που έχουν όφελος από αυτήν κάθε φορά. Δεν θα ήταν ο κόσμος υποφερτός αν όποτε ήθελε έρωτα ο άνθρωπος μπορούσε να τον έχει; Μη μου πεις ότι από την αιμομιξία γεννιούνται άρρωστα παιδιά. Δεν είναι η περίπτωσή μας. Κανένας δεν θα σου ζητούσε να κάνεις παιδιά με τον γιο σου. Με τρυφερότητα, με κατανόηση, με στοργή θα το έκανες αυτό αν το αποφάσιζες. Με μια λέξη, με αγάπη Μάρω. Ποια απόδειξη αγάπης είναι μεγαλύτερη από το δόσιμο; Αγάπη χωρίς το δόσιμο στον άλλον, είναι υποκρισία. Όλα τα άλλα που γίνονται στο όνομά της είναι υπεκφυγές. Κοίταξε στα μάτια το γιο σου και πες του ότι τον αγαπάς ενώ του στερείς τον έρωτά σου. Θα σε οικτίρει μέσα του για την διπροσωπία και για τον θεατρινισμό σου. Γι αυτό η αγάπη είναι η χειρότερα κακοποιημένη λέξη των καιρών μας, με τη σημασία που κάποιοι θέλουν να την χρησιμοποιούν. Πες σε κάποιον άντρα ότι τον αγαπάς αλλά δεν θα κοιμηθείς μαζί του. Δεν είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο; Είναι βέβαια, γι αυτό και δεν το τολμάει η γυναίκα με τους άντρες. Όμως προσπαθεί να το περάσει στα παιδιά της, που άντρες είναι κι αυτοί. Σου κάνω διάλεξη θα πεις; Απλά θεωρητικολογώ αφού δεν μπορώ να επιβάλω κάτι,
Όπως Μάρω πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία φαίνεται, έτσι και κάθε αγάπη χωριζομένη έρωτος συμπαιγνία φαίνεται. Ο λόγος είναι αυτός που η αγάπη που κήρυξαν διάφοροι μύστες δεν ρίζωσε, να απλώσει τα κλαδιά και τα φύλλα της και να προστατέψει τους ανθρώπους από τη φλόγα του ήλιου του μίσους, που σήμερα τους κατακαίει.
Ξέρω, κι εσύ ξέρεις οπωσδήποτε, άλλες γυναίκες που κοιμούνται και με άλλους άντρες εκτός από τον σύζυγό τους. Δεν είναι τουλάχιστον παράξενο να δίνουν την ευχαρίστηση σε άλλους άντρες και να τη στερούν από τα παιδιά τους, που τόσο πολύ (λένε ότι) τα αγαπούν; Και μιλάμε εδώ όχι μόνον για μια στιγμιαία ευχαρίστηση, αλλά για κάτι που θα βοηθήσει τα παιδιά να χτίσουν μια ισορροπημένη και πλήρη και όχι μια κουτσουρεμένη ζωή. Γιατί αβίωτη είναι η ζωή χωρίς αγάπη.
Θα μου πεις ότι πολλά αγόρια δεν σκέφτονται έτσι για τη μητέρα τους. Ναι, μπορεί έτσι να είναι δομημένα εκ φύσεως, ή μπορεί η μη ευρεία διάδοση στον λαό του θέματος, το ταμπού με το οποίο αντιμετωπίζεται αυτό από τις οικογένειες, να τα ναρκώνει ώστε να μην υποψιάζονται τι θέλουν. Αυτά τα αγόρια όμως είναι οι αυριανοί μεγάλοι ανάπηροι της ζωής.
Όλα τα αγόρια όμως δεν βλέπουν έτσι τη μητέρα τους.
Εσένα σου δόθηκε η χάρη να έχεις ένα παιδί με ευαισθησία. Που απεχθάνεται τα «αγνά» και «άδολα» μητρικά φιλιά και χάδια.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε πολλά κορίτσια σε σχέση με τον πατέρα τους.
Μερικοί πατεράδες και μερικές μανάδες ξέρουν ποιο είναι το καλλίτερο για το γιο ή την κόρη τους, μα πιασμένοι κι αυτοί στη μέγγενη της «ηθικής», ή του φόβου για τις τυχόν συνέπειες, δεν προχωρούν, καταστρέφοντας έτσι έξω από την ζωή του γιου ή της κόρης και τη δική τους. Και βέβαια πολλοί πατεράδες, επειδή αυτό επιτρέπεται από την «ηθική» κοινωνία μας, λένε στην κορούλα τους: «δώσε ένα φιλάκι στον μπαμπά που σου αγόρασε αυτή την ωραία κουκλίτσα», σπρώχνοντας την έτσι στην αγκαλιά του πρώτου άντρα που θα τους αγοράσει κάτι, προετοιμάζοντές τες δηλαδή για την πορνεία, που αντικαθιστά επισήμως και πλήρως αποδεκτά από την κοινωνία την αγνή (χωρίς εισαγωγικά) και άδολη (χωρίς εισαγωγικά) αγάπη.
Και λένε οι μητέρες στα αγόρια τους: «Φάε κι αυτή την μπουκίτσα αν θέλεις να σε αγαπάει η μανούλα». Και το αγόρι τρώει κι αυτή την μπουκίτσα για να το αγαπάει η μανούλα, προετοιμαζόμενο έτσι να κάνει τα θελήματα των γυναικών με αντάλλαγμα την αγάπη, που όμως δεν είναι αγάπη αλλά το λεκτικό υποκατάστατό της για να επιτευχθεί η ισορροπία των μεγάλων πια ανθρώπων της «ηθικής» κοινωνίας μας: να διατάζουν οι γυναίκες υποσχόμενες κάτι που δεν θα δώσουν, και να εκτελούν οι άντρες χωρίς ποτέ να παίρνουν κάτι.
Τι τάχα ανάγκασε τους ανθρώπους να καθιερώσουν μια τέτοια τακτική που κάνει τόσα πλάσματα δυστυχισμένα;
ΜΑΡΩ
Δεν ξέρω αν είναι σωστά αυτά που λες, όμως σωστά ακούγονται.
ΠΑΡΙΣ
Γιατί λοιπόν να απαγορεύεται μια τέτοια ευλογία; Ούτε ο άντρας του σπιτιού θα είχε αντίρρηση, αφού αυτό θα πρόσφερε την ευχαρίστηση στο γιό του αλλά και θα έβαζε γερά θεμέλια για την ανάπτυξη της ψυχικής του υγείας. Ή μήπως η μητέρα θα έπαυε να θέλει τον έρωτα του άντρα της όταν θα κάνει έρωτα και με το παιδί της; Ω! Η Φύση έχει προβλέψει. Πριν σβήσει καλά καλά μία επιθυμία, η επόμενη γεννιέται αμέσως.
ΜΑΡΩ
Αν είναι έτσι, γιατί να μην έχει επικρατήσει αυτή η σχέση παιδιού με μητέρα στην κοινωνία;
ΠΑΡΙΣ
Συμβαίνει έτσι γιατί έτσι στρεβλά οδηγημένοι είναι οι άνθρωποι από την εποχή που ακόμα ζούσαν σε άγρια κατάσταση. Τα λιοντάρια σκοτώνουν τα μικρά αρσενικά λιονταράκια για να μη, μεγαλώνοντας, διεκδικήσουν τα χάδια της μητέρας τους. ‘Ετσι έκαναν και οι άνθρωποι πολλές φορές τότε. Όταν όμως εγκαταστάθηκαν μόνιμα οι άνθρωποι κάπου και άρχισαν να εξαρτώνται από τη γεωργία, χρειάζονταν χέρια για τις γεωργικές δουλειές και τότε άφηναν τα αρσενικά παιδιά να ζήσουν, φροντίζοντας όμως να τα μάθουν ότι όποιο παιδί κάνει έρωτα με τη μητέρα του θα τιμωρείται βαριά. Από αυτό ένα βήμα απείχε το «δεν είναι ηθικό παιδί μου να κοιμάσαι με τη μητέρα σου» του πατέρα, και συνεπές επακόλουθο αυτού είναι και οι έκτη η έβδομη και η ένατη εντολές του Μωυσή.
Σήμερα η αιμομιξία τιμωρείται στα περισσότερα μέρη, αν μαθευτεί βέβαια. Στη Γαλλία, το Βελγιο και την Ολλανδία δεν τιμωρείται, και αφήνεται στον καθένα να την κρίνει κοινωνικά όπως θέλει. Και δεν είναι οπισθοδρομικά κράτη αυτά.
Όμως να που συχνά το παιδί επαναστατεί. Και ζητάει όσα του στερεί η βαρβαρότητα της εποχής. Και μιλάει μέσα του η δυνατότερη φωνή, αυτή της Φύσης. Γι αυτές τις περιπτώσεις μιλάω. Για τις περιπτώσεις που υπάρχει σχετική επιθυμία από το παιδί.
Κάθε παιδί με τον χαρακτήρα, με την ευφυία και με τις ανάγκες του. Στην περίπτωσή μας ξέρουμε μόνον ότι ο Τίμος ζητάει τα χάδια της μητέρας του. Έπρεπε να στα πω όλα αυτά Μάρω αφού με ρώτησες.
Ξέρεις βέβαια την κρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα για το ζήτημα αυτό.
Εγώ ήμουν υποχρεωμένος να σου υποδείξω την άλλη πλευρά.
Όσα σκέφτηκες εσύ και όσα άλλα αν σου υπόδειχνα εγώ, δεν θα ωφελούσαν.
Η κρίση είναι δική σου.
Σε ότι κι αν αποφασίσεις εύχομαι να έχεις επιτυχία. Και αν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι να μου το πεις.
(Ο Πάρις σηκώνεται)
ΜΑΡΩ
Σ’ ευχαριστώ Πάρι. Θα σκεφτώ όσα μου είπες. Δώσε τα χαιρετίσματά μου στην Αλεξία.
ΠΑΡΙΣ
Ευχαριστώ Μάρω, Γεια σου.
ΜΑΡΩ
Γεια σου Πάρι.
ΠΑΡΙΣ
Γεια σου Μάρω.
(Βγαίνει. Η Μάρω κάθεται στην καρέκλα της σκεπτική. Παίρνει ένα βιβλίο, Το ανοίγει για να διαβάσει, Το ξανακλείνει. Πηγαίνει μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζεται. Ύστερα κάθεται στην καρέκλα της κοιτάζοντας έξω από το ανοιχτό παράθυρο.
Ακούγεται το κουδούνι της εξώπορτας. Μένει εκεί ώσπου ακούγεται δεύτερο κουδούνισμα. Σηκώνεται. Ορθώνει το κεφάλι και πηγαίνει και ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει ο Τίμος.)
ΤΙΜΟΣ
Γεια.
ΜΑΡΩ
Καλώς το αγόρι μου.
(τον φιλάει)
Πώς πήγε το μάθημα;
ΤΙΜΟΣ
Καλά.
ΜΑΡΩ
Είσαι κουρασμένος; Πεινάς;
ΤΙΜΟΣ
Όχι ακόμα. Θα δω λίγη τηλεόραση πρώτα.
ΜΑΡΩ
Θα ήθελα να σου μιλήσω για λίγο.
ΤΙΜΟΣ
Για τι πράγμα;
ΜΑΡΩ
Κάτι θέλω να σου πω… να σου ζητήσω…
(Ο Τίμος την κοιτάζει)
ΤΙΜΟΣ
Τώρα;
ΜΑΡΩ
Αν δεν σε πειράζει…
ΤΙΜΟΣ
(αδιάφορα)
Εντάξει.
(κάθεται σε μία καρέκλα. Η Μάρω κάθεται απέναντί του.)
(η Μάρω δεν μιλάει)
Ναι. Σε ακούω.
ΜΑΡΩ
Τίμο…δεν ξέρω πώς να αρχίσω…
(μικρή σιωπή)
Θυμάσαι Τίμο όταν ήσουνα ακόμα μικρό παιδάκι, που έπινες γάλα από το στήθος μου;
ΤΙΜΟΣ
Ναι. Το θυμάμαι. Ήμουνα μικρός αλλά το θυμάμαι.
ΜΑΡΩ
(σαν διστάζοντας λίγο)
Ξέρεις Τίμο, αυτό το πράγμα, να πίνεις δηλαδή γαλατάκι από το στήθος μου, μου άρεσε. Γιατί αυτό το ήθελα κι εγώ πολύ. Γιατί σε αγαπούσα.
(ο Τίμος την κοιτάζει με ενδιαφέρον που όλο και μεγαλώνει. Λέγοντας τα παρακάτω η Μάρω, σιγά σιγά και αθόρυβα αρχίζει να πέφτει η αυλαία)
Και τώρα που μεγάλωσες λιγάκι, και σταμάτησες να πίνεις… από το στήθος μου… να! ήθελα να σου ζητήσω… αν θέλεις και συ….
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
21-11-2013: ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ
ΤΟ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ
ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
(οι εφημερίδες)
-Πότε και το αντικλεπτικό;
-Ποτέ! Αντιβουλευτικό!
-Και το αντιδιαφθορικό;
-Ούτε! Αντιϋπουργικό!
-Αμέ το αντιλαμογιακό;
-Α πα! πα! Αντιπασοκικό!
-Μήπως το αντιμιζικό;
-Ποτέ! Αντιζημενσιακό!
Απέ το αντιμνημονιακό;
Τι λέτε!.. Αντιμερκελικό!
Ίσως το αντισαμαρικό;..
Προς Θεού! Αντιφασιστικό!
Το διακοσιοβουλευτικό;
Α μπα! Αντιβολευτικό!
Κάποτε το αντιβλακικό;
Ποτέ! Αντιπαπανδρεϊκό!
Γιατί το αντιρατσιστικό;
Γιατ’ είναι αντιχρυσαυγικό!
ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΌ ΚΑΙ ΆΛΛΑ ΚΟΥΡΑΦΈΞΑΛΑ
Μ’ αρέσει η Αυγή η Χρυσή
γιατί τους άλλους βουλευτές μισεί
(όπως και κείνοι αυτούς
μεγάλους και μικρούς)
και τους το δείχνει χύμα
απ’ της Βουλής το βήμα.
Και αν ακόμα μένει στα λόγια
όμως δεν το βάζει και στα πόδια
και αν ακόμα δεν προχωρεί σε πράξεις
ε, πρέπει πρώτα το πράγμα να το ψάξεις.
Γιατί όλοι οι άλλοι πρέπει να πληρώσουν
και λόγο στο λαό κάποτε να δώσουν
για τα μέχρι τώρα απλήρωτα εγκλήματά τους
που κάνουνε ακόμα απ’ τα φασκιά τους.
Γι αυτό και έπρεπε η Χρυσή Αυγή να ’ρθει
και στη Βουλή να μπει
και ό,τι δεν μπορούμε εμείς
στους ληστές να πούμε
να τους το λένε της Χρυσής Αυγής
οι βουλευτές ν’ ακούμε.
Οι άλλοι πάλι δε μένουνε αργοί.
Κάνουνε ό,τι το κεφάλι τους τούς πει
για να ξαναστείλουνε τους Χρυσαυγίτες
στις φτωχικές τους σκήτες.
Και μέσα στη βιάση τους
να τους καταπιούν αμάσητους,
ξεχνάνε ότι λένε πως έχουνε δημοκρατία
και εναντίον τους κάνουνε κάθε φασιστεία.
Όπως το νομοσχέδιο το αντιρατσιστικό
το διαταγμένο και πολύ βιαστικό-
σαν ντολμαδάκια να τυλίγανε-
που στη Βουλή επήγανε.
Και όπως η άρνησή τους
να συζητήσουν μαζί τους.
Άρνηση των κομμάτων απάντων.
Ή σχεδόν τέλος πάντων.
Αγνόηση δηλαδή λαού εκατοντάδων χιλιάδων
που τους αψήφισαν,
λες και ήτανε συρφετός φαύλων
όσοι Χρυσή Αυγή εψήφισαν.
Μα εγώ ξέρω ότι σήμερα
στα πράγματά μας τα εφήμερα
δυο κατηγορίες πολιτικών υπάρχουν:
αυτοί που και τώρα άρχουν-
οι καταστροφείς της χώρας-οι αλήτες-
και οι απέναντί τους: οι Χρυσαυγίτες.
Και οι δύο κακοί
αλλά βλέποντας κι εδώ κι εκεί
το λιγότερο κακό διαλέγω
και το περισσότερο κακό το ψέγω.
Αφού αυτούς τους δυο έχουμε
κάποιον απ’ αυτούς πρέπει να προσέχουμε.
Και ποιος είναι περισσότερο ρατσιστής
από τον άλλο; ρωτιέμαι.
και όχι πως είμαι εγώ ο καλλίτερος κριτής
αλλά να, κάτι για να λέμε.
Και απαντάω ότι χειρότερος
είναι ο στα πολιτικά παλαιότερος.
Αυτός έδινε στους ξένους ένα ξεροκόμματο
για να δουλεύουνε μεροκάματο μονοκόμματο
και να του χτίζουν αεροδρόμια, μετρό, δρόμους,
συναλλαγές κάνοντας μαζί τους παρανόμους
εξαναγκάζοντάς τους να υπογράφουν για εικοσιπέντε
ενώ τους δίνανε πέντε.
Λοιπόν ποιος έχει φασιστική συμπεριφορά;
Όχι οι Χρυσαυγίτες μια φορά
αφού αυτοί δεν ξέρανε ακόμα
η Βουλή ούτε τι έχει χρώμα.
…Και τους εργοδότες οι κλέφτες βουλευτές αφήνανε
να αγκαζάρουν ξένους για εργασία
ξέροντας ότι λεφτά δεν τους δίνανε
και ότι όταν η δουλειά τελειώσει
αυτούς, σαν κερί που έχει λιώσει
θα τους διώξουνε με συμπεριφορά απαισία.
Λοιπόν ποιος έχει φασιστική συμπεριφορά;
Όχι οι Χρυσαυγίτες μια φορά
αφού αυτοί δεν ξέρανε ακόμα
η Βουλή ούτε τι έχει χρώμα.
…Αυτοί που στων ξένων τα παιδιά που εδώ γεννιούνται
υπηκοότητα ελληνική αρνούνται
ενώ οι αμερικάνοι,
σε αεροπλάνο παιδί να γεννηθεί
που πάνω από τις ΗΠΑ πετάει
τόσο αυτό μετράει
ώστε του δίνουν μάνι μάνι
υπηκοότητα αμερικανική.
Λοιπόν ποιος έχει φασιστική συμπεριφορά;
Όχι οι Χρυσαυγίτες μια φορά
αφού αυτοί δεν ξέρανε τότε ακόμα
η Βουλή ούτε τι έχει χρώμα.
Μέχρι που είπανε με γινάτι
να βγάλουνε παράνομη τη Χρυσή Αυγή
χωρίς να βλέπουν πως αυτό ήτανε κάτι
που εναντίον τους μπορεί να βγει.
Γιατί τον εαυτό τους θα χτυπήσουνε
με το αντιρατσιστικό
κι όχι τους Χρυσαυγίτες που τότε θ’ αναστήσουνε
και μάλιστα με γλέντι γιορταστικό.
Και θέλοντας να δείξουν ότι δεν ξέρουνε
πως ο ρατσισμός μόνο με δημοκρατία χτυπιέται
ζητάνε ηρεμία να φέρουνε
χωρίς ν’ αποκηρύξουνε το «φάτε-πιέτε».
Μ’ άλλα λόγια και το λύκο χορτάτο θέλουνε
της διαφθοράς και της παραλυσίας
και την προβατίνα να βλέπουνε
ακέρια της κοινωνικής ησυχίας.
Θα τους δικαιολογούσα αν φτιάχνανε
όχι έναν αντι-χρυσαυγητικό νόμο
μα έναν αντι-«δημοκρατικό» νόμο αν κάνανε,
στης «δημοκρατίας» τους ενάντια τον τρόμο.
Και νόμο αντικλεπτικό αν έφερναν
που όμως να τον τηρούσαν, θα τους τιμούσα.
Και αν τα χρήματα που ως τώρα έκλεβαν
τα γύριζαν πίσω, θα τους προτιμούσα.
Μα ποιος να τα γυρίσει;
Και ποιος τέτοιο νομοσχέδιο να ψηφίσει;
Ο δοτός Σαμαράς που την πρωθυπουργία ξοφλά
τη Μέρκελ υπηρετώντας τυφλά;
Ο Βενιζέλος
που στο πασόκ έδωσε τέλος
(ούτε με κεφαλαία γράμματα το χέρι δεν πάει
να γράψει ένα κόμμα που τόσο ντροπερά ξιοφλάει);
Ο Κουβέλης, προδότης της αριστεράς
που σκοπό του τόχει-
όπως έχει το Φθινόπωρο το πρωτοβρόχι-
σαν πληρωμένος παλληκαράς
να κάνει τον καμπόσο σαν πρόεδρος δημοκρατίας
για πληρωμή της προδοσίας;
Ο Λοβέρδος, που το γενόσημο
(που τόσα κακά έχει
όσο άσκεπο σπίτι όταν βρέχει)
της ύπαρξής του έκανε ορόσημο
και που νομίζει πως ο λαός ξεχνάει
ότι αυτός τον έκανε να πεινάει;
Και για να μην τους πιάσουμε έναν έναν
δε βρίσκω κανέναν
που να μπορεί ρότα ν’ αλλάξει
και άλλος Αρχιμήδης «εύρηκα» να φωνάξει.
Για να μην πω για τον Παπαντρέου το Γιωργάκη
που αφού διάλυσε το δικό μας τσαρδάκι
πάει τώρα με τρόπο πάλι βλακικό
να διαλύσει και το διεθνή σοσιαλισμό…
(Μα να μην έχει φτιάξει τίποτα αυτό το παιδί…
πού είναι ο πατέρας του να χαρεί όταν δει
πως αποτέλειωσε το έργο του ο γιος του
που ο αμοραλισμός δεν έκανε ο δικός του…)
Έχει έξαρση ο ρατσισμός, λένε.
Ο ρατσισμός δεν έχει έξαρση. Πάντα
ο μαύρος που ζει στην Ουγκάντα
θα απορεί που και οι λευκοί κλαίνε.
Και στην πατρίδα μας ο ρατσισμός
είναι κληρονομιά παλιά όπως ο αστερισμός.
«Πας μη έλλην βάρβαρος» σύμφυτος
ο ρατσισμός με τη χώρα μας
έτσι το ήθελε ο ύψιστος-
αυτή είναι η ψώρα μας.
Μα έλα που σήμερα οι λεφτάδες του κόσμου
θέλουν χέρια και κίτρινα και μαύρα να του δουλεύουν όμως…
και αυτό προϋποθέτει μυρωδιά όχι δυόσμου
μα ίδρωτα που η ειρήνη μεταξύ τους ο πρώτος νόμος…
Κι ας, πρώτα ξεριζωθεί η ψυχή του ανθρώπου,
κι ύστερα ο ρατσισμός του,
μα αυτοί θέλουν οι άνθρωποι κάθε τόπου
καθένας να καταπνίγει τον γενότυπό του
για να παράγουν… να παράγουν… να παράγουν…
και βέβαια και ήσυχα να διάγουν
για να πηγαίνει μπροστά η δουλειά
όπως με τα ζώα εγινόταν παλιά.
Ρωτάνε οι λεφτάδες γιατί ήρθε η Κρίση.
Κάνουν ότι δεν ξέρουν
ότι αυτοί την έχουν μαυλίσει
ώστε οι φτωχοί να υποφέρουν,
ενώ εκείνοι θα ευημερούν
είτε βρίσκονται στο Λονδίνο είτε στο Καμερούν.
Και ξεσηκώνουν λαούς σε Αφρική και Ασία
για να ζητήσουν περισσότερα χρήματα για την εργασία,
έτσι που η αμοιβή τους να εξισωθεί με των δυτικών
και να επέλθει εξίσωση των εργατικών,
ώστε ο ανταγωνισμός να πάψει
υπέρ να λειτουργεί των ανατολικών χωρών,
και το εμπόριο και πάλι να ανάψει,
μα τώρα με το συμφέρον των δυτικών παρόν.
Και να το καταφέρουνε δεν δυσκολεύονται:
αφού έπεσε η Σοβιετική Δημοκρατία,
οι λαοί από τα χέρια των λεφτάδων άγονται και φέρονται
και κάνουν ό,τι θέλει η πλουτοκρατία.
Κι αυτή λέει: «Τώρα που δεν έχετε προστάτη
ότι σας έδωσα θα σας το πάρω πίσω.
Άσπρη μέρα για να δείτε θα κάνετε μαύρο μάτι.
Ό,τι τότε έχασα, τριπλό τώρα θα το κερδίσω.»
Ως για το λαό τον ελληνικό,
τους ακούει
και όπως από γέννηση τόχει χούι
λουφάζει σαν λαδικό.
Και λένε οι ασημακοπουλίνες
και οι άλλες αγιογδύτισσες μπουμπουλίνες
ότι ο λαός ο ελληνικός έχει ωριμότητα
γι αυτό δεν ξεσηκώνεται.
Δεν παραδέχονται ότι δεν υπάρχει συλλογικότητα
κι ότι όποια ατομική
(πολιτική ή κοινωνική)
πρωτοβουλία, τον ψόφιο κοριό καμώνεται…
Οι πολιτικοί φαίνεται πως ξεχωρίζουν
όσα λένε προεκλογικά και όσα κάνουν μετεκλογικά.
Και για μεν τα προεκλογικά αποφασίζουν
πως θα αποδειχτούν αλαμπουρνεζικά,
ενώ αυτά σαν ψηφιστούν που κάνουν
όλες οι αλήθειες του κόσμου δεν τα φτάνουν.
Ο Αντρέας ας πούμε έλεγε με δυνατή φωνή
«έξω από ΝΑΤΟ και ΕΟΚ και έξω οι Βάσεις» και ύστερα
δείχνοντας αξιολύπητη επιμονή
μπήκε μέσα σε όλα αυτά βαθύτερα.
Και ο λαός έλεγε «ο Αντρέας είναι πολιτικός
που ενώ έτσι τα λέει τα κάνει αλλιώς.»
Και πάνε και Εθνάρχη να τον κάνουνε
σαν να μη μας έφτανε ο «Ανήκομεν εις την Δύσιν»
που σε όσα έφαγε δεν τον φτάνουνε
δέκα μαζί Άκηδες που θα τρώγανε παρά φύσιν.
Τελικά όσο περισσότερο κλέβεις
τόσο πιο στην Ελλάδα θ’ ανέβεις.
Ο Σαμαράς είπε ότι θα φκιάσει Επιτροπή
που να βρει πώς μπήκαμε στο Μνημόνιο
και μετά αυτό το ξεχνάει χωρίς ντροπή
λες και ήθελε να αποφύγει κάποιο Άγος Κυλώνειο.
Και το Σαμαρά τον έχουνε όλοι μη στάξει
επειδή με τη Μέρκελ τα πάει εντάξει
και επειδή έκοψε συντάξεις και μιστούς
και από τους έλληνες επιστράτεψε τους μισούς.
Τότε ας φέρναμε πάλι έναν Παπαδόπουλο
να φορέσουμε αρβύλες και χιτώνια
και μάλιστα χωρίς κόψιμο μιστών και Μνημόνια.
Και θα είχαμε και κάθε μέρα ψητό φοινικόπουλο…
Αλλά έτσι είναι ο πανέξυπνος ελληνικός λαός:
δεν τον νοιάζει που στο Μνημόνιο τον μπάζουν
αρκεί συνεχώς να του φωνάζουν
«Όχι στο Μνημόνιο!» σθεναρώς.
Η γλώσσα!.. Οι λέξεις… Για τους έλληνες αυτά μετράνε.
Γι αυτό άλλωστε και με διάβασμα όλη τη ζωή τους περνάνε…
Και λέει ο πρωθυπουργός
που στη γλώσσα δε μένει αργός,
ότι οι έλληνες πάντοτε αγαπούν την ελευθερία
ενώ ο ίδιος τους έχει φυλακισμένους με μανία.
Μνημόνιο, φίμωτρο, αλυσίδες, πείνα
έχουνε σκλαβώσει και επαρχία και Αθήνα.
Είναι ελεύθερος ο πεινασμένος;
Θα έλεγε «ναι» κανένας μη πληρωμένος;
Κι έχεις όλους τους πολιτικούς να φωνάζουν
πως η Χρυσή Αυγή μεγάλωσε. Μα μόνο αλαλάζουν.
Δε χτυπάνε την αιτία της άνθησης στο κέντρο της-
δεν σταματάνε να ποτίζουν το δέντρο της-
παρά κάθονται γύρω γύρω και το σιχτιρίζουνε
χωρίς να σκεφτούνε
τέτοιοι χαζοί πούναι
ότι έτσι το ποτίζουνε.
Και το Κουκουέ κουρνιάζει στη γωνιά του βαυκαλιζόμενο
πως χάρη σε κείνο γίνανε όλες οι πρόοδες
ενώ οι καιροί φέρανε και το ήν το ον και το ερχόμενο
κατρακυλώντας από την κορυφή της ιστορίας στους πρόποδες.
Και κανείς δε λέει πως στην Ελλάδα ο ρατσισμός
ανθούσε πριν ακόμα του Νώε γίνει ο Κατακλυσμός.
Κι έχεις και την Πιπιλή της ΥΕΝΕΔ να διαλαλεί
πως «κτίριο της δημοκρατίας» είναι η Βουλή.
Η καημένη τα έχει χάσει εντελώς
τέτοια για να πιπιλίζει έστω αφελώς
και για να λέει τους «φασιστορατσιστές» «κότες»-
της μουσικής της φαίνεται ως εκεί μόνο φτάνουν οι νότες.
Και μερικοί χαζοί δε βλέπουνε με τη χαζομάρα τους την τόση
ότι του Τσίπρα το μπαλόνι ξεφούσκωσε πριν ακόμα φουσκώσει.
Μιλάει στους βουλευτές του και λέει τι να γίνει ΠΡΈΠΕΙ
και πως έπρεπε όλα να έχουν κιόλας γίνει δεν το βλέπει.
Και τις ιδιωτικοποιήσεις κατακεραυνώνει
και σχέδια μελλοντικά ιδεατά ξεδιπλώνει
και ξεχνώντας τι η Αριστερά πίσω της σέρνει
αυτός με φωνή ανδροπρεπή παιδοφέρνει.
Λέει «οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι»
και βρωμάνε σαν κάνθαροι.
Λέει «Σύριζα και όχι νερό δεν συμβιβάζονται»
και ύστερα ησυχασμένοι ξεκουράζονται.
Λόγια… λόγια… λόγια… λόγια…
από τον Τσίπρα τον κουτομόγια
που πριν δυο χρόνια όλοι στα μάτια τον κοιτάγαμε
όμως άδεια καλάθια και τώρα κρατάμε όπως και τότε κρατάγαμε.
Θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του,
όμως μόνο αν θέλει κι ο ελληνικός λαός
γιατί αν δε θέλει είναι δουλειά δικιά του
κι ας κάνει τότε ό,τι θέλει αυτός.
Μα αν μπορούσε ο λαός ρε Τσίπρα χέστη
θα το ’χε κάνει αυτό χωρίς να σ’ έχει ανάγκη
όπως μονάχο του αν μπόρειγε καρπό να δέσει το σπαράγγι
δε θα περίμενε της Άνοιξης τη ζέστη.
Τράβα στο σπίτι τότε και περίμενε
καμιά διακοσαριά χρονάκια ακόμα
να ζωντανέψει του λαού το πτώμα
και αφού νιονιό αποχτήσει
να ’ρθει να σε ζητήσει-
περίμενε να σε φωνάξει ο λαός καημένε…
Αν κότσια δεν έχεις το συρφετό ν’ αρπάξεις
και λαό απ’ αυτόν σωστόν να φτιάξεις
τράβα στο καλό σου και στη γυναικούλα σου
πριν καμιά φωτιά αρπάξεις και καεί η γούνα σου…
Όμως ο Τσίπρας επιμένει: «όλ’ αυτά με το λαό μαζί θα γίνουν»
και με ύφος προϋποθέσεις καθορίζει
και μ’ αυτό καθαρίζει
ενώ οι άλλοι τον κλοιό γύρω από το λαό περισσότερο κλείνουν.
Πρέπει να εμβαθύνουνε
και να επικαιροποιήσουνε λέει την τακτική τους
και πια τη Δεξιά την έχουν στο βρακί τους
κι απ’ το χάρτη τη σβήνουνε.
Θέλει να φτιάξει λέει από τις συνιστώσες
τη νέα μεγάλη της Αριστεράς παράταξη.
Μα όμως… ουφ! ας τον αφήσω κι αυτόνε
όπως τις άλλες κλώσες
στης λογικής του τη διατάραξη.
Όμως να πιάσω και ποιόνε;…
Σάββατο 29 Μαρτίου 2025
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΣΤΕΦΑΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ
1.
(αγνώστου)
Ο Ερωτας ο άγριος αναζητείται.Τώρα,
Να, μόλις τώρα, το πρωί, τόσκασε απ' το κρεβάτι.
Παιδί. Τα δάκρυα του γλυκά. Ούτε λεφτό δε στέκει.
Τάχατες χαμηλόβλεπο. Ατρόμητο και λάλο.
Έχει φτερά στους ώμους του και κουβαλάει φαρέτρα.
Δεν ξέρω ποιος το γέννησε, γιατί ούτε ο Αέρας,
Ούτε η Γη, ουτ' η θάλασσα παιδί τους δεν το λένε-
Όλοι και όλα το μισούν γιατί θρασύ πολύ ’ναι.
Κυρίως ψάξτε σε καρδιές-θα παγιδεύει πάλι
Καμμιά μέσα στα δίχτυα του. Μα νάτονε! τον βρήκα!
Ώστε στα μάτια κρύφτηκες μέσα της Ζηνοφίλας…
Σαϊτευτή! Περίμενες να μου ξεφύγεις έτσι;..
2
(αγνώστου)
Καμαρωτή λουτράρισσα με τι φωτιά με λούζεις!
Προτού ακόμα να γδυθώ η φλόγα σου με καίει.
3.
Αέρας ας γινόμουνα και όταν την αυγούλα
θα περπατούσες με γυμνά στήθη, να μ' αναπνέεις…
4.
(αγνώστου)
Τα μάτια έχεις της Ηρας.
Χέρια έχεις Αθηνάς
Στήθη της Αφροδίτης
Της Θέτιδας σφυρά.
Τυχερός που σε βλέπει
Ευτυχής που σ' ακούει
Ο που φιλεί σε ημίθεος
Κι είναι θεός Μελίτη
Τον ερωτά σου όποιος γευτεί.
5.
(αγνώστου)
Με τον ωραίο παίζοντας
τον Σθένιο όλη τη νύχτα
Η Λέοντος ξαγρύπνησε
Μέχρι που βγήκε τ' άστρο
Του Αυγερινού το λαμπερό.
Αυτής στην Κύπρι αφιέρωμα
είναι η λύρα ετούτη
που οι Μούσες τήνε παίζανε
όλη τη νύχτα εκείνη.
6.
(αγνώστου)
Η φτώχεια και ο Ερωτας, τα δυό κακά μου
να τα!
Και το μεν πρώτο εύκολα μπορώ να το βαστάξω.
Της Κύπρης όμως τη φωτιά διόλου δεν την αντέχω.
7.
(αγνώστου)
Αγάπησα, εφίλησα, με φίλησε. Εκείνο
πού ήθελα το πέτυχα-μ' αγάπησε κι εκείνη.
Τώρα το ποιος και ποια και τι, μον’ η Θεά το ξέρει.
8.
(αγνώστου)
Οι Χάρες ήταν τέσσερες. Οι Αφροδίτες δύο.
Οι Μούσες δέκα. Σ’ όλες τους, μέσα, η Δερκυλλίδα.
ΗΔΥΛΟΥ
Δόλιες προπόσεις και κρασί, και ο γλυκός ο έρως
του Νικαγόρα, κοίμησαν βαριά την Αγλαονίκη.
Των πόθων των παρθενικών τα λάφυρα ετούτα,
που ’ναι πεσμένα εδώ, υγρά και μυρωδάτα ακόμα,
δικό της είναι χάρισμα, στην Κύπριδα στολίδια.
Και οι φωλιές οι μαλακές που ντύναν τους μαστούς της
Τον ύπνο και το παίδεμα το τότε μαρτυράνε.
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ
Με μια δραχμή τώρα μπορείς την Αθηναία Ειρήνη
Χωρίς το φόβο κανενός δική σου να την έχεις.
Και ούτε κάνει πείσματα, και καθαρό έχει στρώμα,
Και το χειμώνα ζεστασιά. Άδικα επομένως
Αγαπημένε Δία μου μορφή βοδιού επήρες.
ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
Η τρυφερή με σκλάβωσε, Αδωνι, η Κλειώ, σαν είδα
Τα γαλατένια στήθη της να δέρνει στη γιορτή σου.
Αν και για μένα έκανε το ίδιο σαν πεθάνω
Τότε αδιαμαρτύρητα θα έπλεα μαζί σου.
ΡΟΥΦΙΝΟΥ
1.
Στην πολυαγαπημένη μου Ελπίδα, εγώ ο Ρουφίνος
Να χαίρεται της εύχομαι-αν το μπορεί- μακριά μου.
Σ' ορκίζομαι στα μάτια μου ότι δεν τον βαστάω
Τον χωρισμό από σένανε που μόνον κι έρμον μ' έχει,
Αλλά στο δάκρυ πάντοτε πνιγμένος, ή πηγαίνω
Στην Κορησσό, ή στον ναό της Άρτεμης τον μέγα.
Αύριο η πατρίδα μου θα με δεχτεί._Εγώ όμως
Πετώντας, στα ματάκια σου κοντά τα δυό θα έρθω,
Να σου ευχηθώ μύριες φορές νάσαι καλά καλή μου.
2.
Θεοί σας το ορκίζομαι.
Δεν ήξερα η Κυθέρεια
Πως με λυμένα τα μαλλιά
Να της κυλάν στους ώμους
Λούζεται. Έλεος Θεά
δείξε γι αυτά τα μάτια,
που ένα σώμα θεΐκό
έχουν γυμνό αντικρύσει…
…Μα λάθεψα. Δεν ήτανε
Η Κυπρη, μα η Ροδόκλεια!
Αλλά πού τόση ομορφιά
Βρήκες; Νομίζω ξέρω:
Θα ’χεις ληστέψει τη θεά.
3
Ροδόκλεια σου στέλνω
Αυτό το στεφάνι
Με άνθη ωραία
πλεγμένο απ' τα ίδια
Δικά μου τα χέρια.
Φτιαγμένο το έχω
Με κρίνα μωράκια,
Νωπές ανεμώνες,
Ναρκίσσους υγρούς
Και μπλε ζουμπουλάκια.
Αυτά σα σε στέφουν
Εγωίστρια πάψε
Μεγάλη να είσαι:
Καθώς το στεφάνι
Αυτό, και συ έτσι:
Ανθείς και μαραίνεις.
4.
Αν και τους δυό μας Ερωτα ίσες φορές τοξεύεις
Είσαι Θεός. Μα αν έτσι δα μεροληπτείς, δεν είσαι.
5.
Εάν δεν έχεις δύναμη
Να κάψεις μ' ίδια φλόγα,
Πυρφόρε, και τους δύο μας,
Τότε του ενός τη φλόγα
Η σβήστη, ή βάλτηνε αλλού.
6.
Πολλές φορές επόθησα να σ' έχω μες στη νύχτα
Και, Θάλεια, τον ασίγαστον ερωτικό μου πόθο
Να τον χορτάσω. Τα γλυκά τα μέλη σου όμως τώρα,
Αν και γυμνά με ζώνουνε, εγώ, παραλυμένος
Νιώθω, και ύπνο αποζητώ. Ταλαίπωρη ψυχή μου
Στάσου ορθή! Τι έπαθες; Μην αποκάμεις τώρα!
Τέτοια μεγάλη δε θα βρεις και πάλι ευτυχία.
7.
Ποιός απ' το σπίτι σ' έδιωξε γυμνούλα και δαρμένη;
Ποιός είχε μάρμαρο ψυχή και μάτια που δε βλέπουν;
Μη μπήκε ο άντρας σου άξαφνα και σ’ έπιασε με άλλον;
Πράγματα που συμβαίνουνε. Όλες αυτό το κάνουν.
Και από τώρα κι υστέρα, κόρη μου, όταν έξω
Βρίσκετ' ο άντρας σου κι εσύ το φίλο έχεις μέσα,
Καλά την πόρτα κλείδωνε, να μη την ξαναπάθεις.
8.
Δε θέλω ούτε πολύμαθη ουτ' άμαθη να είναι-
Η μία είναι βιαστική, πολύ αργή η άλλη.
ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ
Εσύ με τα ρόδα!
Το ξέρεις πως είσαι
Σαν ρόδο ωραία;
Μα τι πουλάς; πες μου-
Εσέ ή τα ρόδα;
Η μη και τα δυό;
ΦίΛΟΔΗΜΟΥ
1.
Όσες φορές στης Κήδιλλας ζεσταίνομαι τα στήθια,
Είτε ημέρα, είτε αν, νύχτα να πάω τολμήσω,
Ξέρω πως όλα μου κορώνα γράμματα τα παίζω.
Μα αλλιώς να κάνω δε μπορώ, γιατί η γλύκα θάρρος
Δίνει στον Ερωτα, κι αυτός, ξεχνάει τ’ είναι φόβος.
2.
Νυχτερινή, αλάνισσα, δικέρατη Σελήνη
Φώτιζε μες απ’ τ’ ανοιχτό μπαίνοντας παραθύρι.
Φώτα και κάνε τη χρυσή να λάμπει την Καλλίστη.
Κακό δεν είναι να κοιτά εκείνους π' αγαπιούνται
Μια αθάνατη. Κι αυτήν κι εμέ, μάς εύχεσαι, το ξέρω,
Σελήνη, να ευτυχήσουμε. Γιατί ο Ενδυμίων
κάποτε σου εφλόγισε κι εσένα την ψυχή σου.
3.
Ω! Πόδια! Ω! Κνήμη! Ω! Μηροί, που τη ζωή μου παίρνουν.
Γλουτοί ω! Ω! Εφήβαιο! Ω! Ωμοι! Ω! Λαγόνια!
Ω! Στήθη! Ω! πεντατρύφερε τράχηλε! Ω! Ματάκια
που σα σας δω τρελαίνομαιΙ Ω! Εξοχα λαγνείας
φιλιά! ΩΙ Τα λικνίσματα τον όλεθρο που φέρνουν!
Ω! Οι φωνίτσες που με καιν! Κι αν είναι Οπικία
Και Φλώρα, κι αν τα Σαπφικά τραγούδια δεν τα λέει,
Ε…Κι ο Περσέας αγάπησε Ινδή-την Ανδρομέδα.
4.
-Γεια σου.
-Γεια σου και σένανε.
-Ποιό είναι τ' όνομά σου;
-Εσένανε;
-Περίεργη μην είσαι.
-Και συ είσαι.
-Είσαι κλεισμένη;
-Πάντοτε, με κείνον που του αρέσω.
-Τι θάλεγες για σήμερα να τρώγαμε παρέα;
-Αν θέλεις…
-Θέλω και πολύ. Και πόσο θα στοιχίσει;
-Μπροστά δε θέλω τίποτα.
-Παράξενο. -Αν όμως
Είμαι καλή, ανάλογα κρίνε και πλήρωσέ με.
-Μ' αρέσει αυτό. Πού θα σε βρω όταν θα σε γυρέψω;
-Εκεί είναι το σπίτι μου.
-Ποιά ώρα θάσαι σπίτι,}
-Την ώρα συ που θάθελες.
-Το θέλω τώρα.
-Πάμε.
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ
Οπως εμένα μ' έκανες σε τούτο να κοιμάμαι
Το κρύο το πλακόστρωτο, μπροστά στην 'ξώπορτά σου,
Έτσι και σένα σου εύχομαι, Κωνώπιον, να κοιμάσαι.
Ετσι, άχαριστη, κι εσύ σου εύχομαι να κοιμάσαι,
Όπως αυτόν που σ' αγαπά κοιμίζεις. Κι ούτε λίγο
Δε με λυπάσαι. Οι γείτονες με βλέπουν και λυπούνται.
Εσύ καθόλου. Τα λευκά όμως μαλλιά σαν έρθουν
Όλες αυτές τις θύμησες μπροστά σου θα τις φέρουν.
ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ
Δεν μου αρέσει το κρασί. Μ' αν θες να με μεθύσεις
Δέχομαι, αν πρώτα εσύ, πριν μου προσφέρεις γέψεις.
Γιατί αν τα χειλάκια σου το κύπελλο αγγίσουν
Δύσκολο τη συνήθεια μου πια θα ΄ναι να κρατήσω
Και κέρασμα τόσο γλυκό να θέλω να το χάσω.
Γιατί εκείνο το φιλί που πήρε από σένα
Μαζί του κουβαλώντας το σε μένα θα το φέρει
Και θα μου πει πόσο γλυκά τα χείλια σου φιλούνε.
ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΑΡΙΟΥ
1.
Γλυκό είναι το χαμόγελο φίλοι μου της Λαΐδας.
Γλυκό το δάκρυ των ματιών που ό,τι θωρούνε χαίρει.
Χτες, δίχως λόγο κι αφορμή έγειρε το κεφάλι
Κι ενώ πάνω στον ώμο μου το είχε ακουμπισμένο
Ν' αναστενάζει άρχισε, και παραπονεμένα
Να κλαίει. Την εφίλησα. Σαν δροσερής πηγούλας
Νεράκι ήταν τα δάκρυα που μούσμιξαν το στόμα.
Κι όταν τη ρώτησα "για ποιου τη χάρη δάκρυα χύνεις;",
"Για σένα", μου απάντησε. "Φοβάμαι μη μου φύγεις-
Γιατί οι άντρες τον πατούν τον όρκο της αγάπης".
2.
Ας βγάλουμε μικρούλα μου τα ρούχα που μας ντύνουν
Κι η γύμνια σου κι η γύμνια μου η μια την άλλη ας σμίξουν
Κι ας σμίξουμε τα μέλη μας κάτω στη γη πεσμένοι.
Κι ανάμεσά μας τίποτα. Γιατί αυτό το ρούχο
Το αλαφρό που συ φοράς, παχύτερο απ' το τείχος
Μου μοιάζει της Σεμίραμις. Ας σμίξουνε τα στήθη.
Ας σμίξουνε τα χείλη μας. Τα άλλα η σιωπή μου
Ας κρύψει-απεχθάνομαι την αθυροστομία.
3.
Μου είναι προτιμότερη Φίλλινα μια ρυτίδα
Δική σου, πάρα τον οπό να ’χω της ήβης όλης.
Και θέλω περισσότερο στα χέρια μου να νιώθω
Τα δυο εγώ που κρέμονται βαριά βαριά σου μήλα
Παρά τον όρθιο το μαστό της νέας ηλικίας.
Γιατ' είναι το Φθινόπωρο πιο όμορφο το δικό σου
Από ’κεινής την Ανοιξη, και ο δικός σου είναι
Χειμώνας, πιο θερμός παρά το καλοκαίρι άλλων.
4.
Τα μάτια σου είναι Χαρικλώ
Βαριά από τον πόθο
Που ξεφυσάει μέσα τους.
Άγρια τα μαλλιά σου.
Της ρόδινης σου της παρειάς
Η λάμψη έγινε ωχρότη.
Το σώμα σου παράλυτο.
Κι αν μεν, όλη τη νύχτα
Σώμα με σώμα πάλευες
Γι αυτό τάπαθες τούτα,
Τότε κάθε άλλη ξεπερνά
Η ευτυχία εκείνου
Που αγκαλιά σε κράτησε
Στα δυο του χέρια μέσα.
Αν όμως κι ένας έρωτας
θερμός σε λιώνει, τότε
Έτσι λιωμένη έλα σε με.
5.
Τ' ακοίμητο ξεφεύγοντας της μάνας της το βλέμμα
Δυο μήλα ροδοκόκκινα μούδωσ' η ωραία κόρη.
Όμως τα μήλα κόκκινα κρυφά τα είχε βάψει
Με του έρωτα την κόκκινη και μαγεμένη φλόγα.
Και καίγομαι ο δύστυχος μέσα στη φλόγα όλος.
Κι αντί τα δύο στήθια της-Θεοί-μέσα κρατάω
Στα άπρακτα τα χέρια μου μονάχα δύο μήλα.
6.
Αν κούκλα μου μου τάδωσες σαν σύμβολο τα μήλα
Των δυο μαστών σου, τότε αυτό με κάνει ευτυχισμένον.
Αν όμως όχι, άδικη-και να το ξέρεις-είσαι.
Γιατί ενώ μου άναψες τη λάβρα της αγάπης
Δε μου τη σβεις. Μα την πληγή του Τήλεφου είχε γιάνει
Εκείνος που την άνοιξε. Και συ μη θες μωρό μου
Σ' όσα πικρά ’χω βάσανα να μου προστέσεις κι άλλα.
ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
1.
Δημήτριε, στην αγορά πήγαινε ν' αγοράσεις
Απ τον Αμύντα ρέγγες τρεις και γοπαδάκια δέκα.
Πάρε κι εικοσιτέσσερες (αυτός να στις μετρήσει)
Φρέσκες γαρίδες. Και μετά αμέσως να γυρίσεις.
Πάρε κι απ' του Θαβόριου έξι ματσάκια ρόδα.
Κι απ' της Τρυφέρας σαν περνάς, πες της ναρθεί κι εκείνη.
2.
Νύχτα χειμώνα-ατέλειωτη. Μισός ακόμα μένει
Δρόμος στην πούλια να κρυφτεί. Κι εγώ να βολοδέρνω
Με τη βροχή να με χτυπά, στην πόρτα της απέξω-
Της άπιστης, που ο πόθος της μ' έχει καταπληγώσει.
Γιατί δεν ήταν Ερωτα βέλος αυτό που η Κύπρη
Μού πέταξε, παρά απονιάς βέλος πυρακτωμένο.
3.
Μπροστά σε σένα τρεις φορές
μου ορκίστηκε, Λυχνάρι,
πως θα ’ρθει η Ηράκλεια.
Δεν ήρθε. Αν Λυχνάρι
Είσαι θεός, την άπιστη
Τιμώρησε την όταν
Τον φίλο μες στο σπίτι της
Θα ’χει: ενώ θα παίζουν
Σβήσου, και πια μην τους φωτάς.
4.
Είναι γλυκό να ξεδιψάς με χιόνι μες στο θέρος.
Είναι γλυκό, όταν θα δεις, σαν έβγει ο χειμώνας,
Τα πρώτα τ’ ανοιξιάτικα στεφάνια. Αλλ’ απ' όλα,
Το πιο γλυκό ειν' όταν μια τους δυο κουβέρτα κρύψει
Τους εραστές-κι αυτοί μαζί την Αφροδίτη υμνούνε.
5
Στα τρυφερά επιάστηκα τα δίχτυα της Διδήμης.
Σαν το κερί μες στη φωτιά τα κάλλη της με λιώνουν.
Κι ας είναι μαύρη-τι μ' αυτό; Το κάρβουνο αν τ' ανάψεις
Λάμπει κι εκείνο και φωτά σαν ροδομπουμπουκάκι.
6.
Χιόνι, χαλάζι, κεραυνούς, σκοτάδι ρίχνε, καίγε,
Όλα τα κόκκινα της Γης σύννεφα ταρακούνα.
Μα μόνο αν με σκότωνες θα ’παυα. ‘Οσο όμως
Να ζω μ' αφήνεις, άπαυτα εδώ κι εκεί θα τρέχω
Κι απ' όσα ως τώρα έκανα, χειρότερα θα κάνω.
Γιατί στην ίδια του θεού την εξουσία είμαι
πούσαι κι εσύ-που κάποτε, πιστός στο θέλημά του
Χρυσός μέσα σε χάλκινη εχώθηκες θαλάμη.
7.
Τι την φυλάς την παρθενιά; Όταν θα πας στον Αδη
Δε θάβρεις κόρη, εραστές. Της Κύπριδας τις χάρες
Οι ζωντανοί τις γεύονται. Θα ’μαστε μόνο στάχτες,
Και κόκκαλα, παρθένα μου, στου Αχέροντα το ρέμα.
8.
Άνθη μου στα θυρόφυλλα μείνετε κρεμασμένα.
Από τα δάκρυα που εγώ σας πότισα, μη φύλλα
βλασταίνοντας απότομα, σειστείτε-γιατί πάντα
Τα μάτια είναι των εραστών καταπλημμυρισμένα.
Και σαν η πόρτα ανοιχτεί και βγει η Αμύντα, τότε
επάνω στο κεφάλι της ρίξετε τη βροχή μου,
Ώστε τα δάκρυα να τα πιουν τα ξανθωπά μαλλάκια.
9.
Της Νικαρέτης το γλυκό πρόσωπο, που βαμμένο
Του πόθου έχει τα χρώματα, και που συχνά προβαίνει
Στο παραθύρι το ψηλό, Κύπρη αγαπημένη,
Οι λαμπερές οι αστραπές το έχουνε μαράνει
που τα γλυκά τα βλέμματα στέλνουν του Κλεοφώντα
καθώς μπροστά 'π' την πόρτα της αυτός συχνοδιαβαίνει.
10.
Απ’ το θρασύ πληγώθηκα το νάζι της Φιλαίνιο.
Και ας μη φαίνεται η πληγή. Ως μέσα στο μεδούλι
φτάνει ο πόνος. Έρωτες, χάνομαι, πάω, πεθαίνω.
Γιατί καθώς επήγαινα για ύπνο προς το σπίτι
Να! Ετσι ανέμελα, έρωτα, έκανα με μια πόρνη.
Μα τώρα ξέρω-χτύπαγα την πόρτα έτσι του Αδη.
11.
Ητανε νύχτα και βροχή.Και το κακό το τρίτο
Του έρωτα ήταν το κρασί. Βοριάς φύσαγε κρύος.
Κι εγώ μονάχος. Ο καλός ο Μόσχος νίκησε όμως.
Κι αυτά στο Δία φώναξα βρεγμένος όπως ήμουν:
«Και σένα έτσι σου εύχομαι να τριγυρίζεις, δίχως
Μια πόρτα να βρεις για να μπεις. Ως πότε έτσι Δία;
Δία, σταμάτα φίλε μου. Έχεις και συ αγαπήσει.»
ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ
1.
Αυτά Δορκάδα να της πεις. Καλλίτερα ακόμα
Πες της τα ίδια δυό φορές. Και τρεις. Λέξη προς λέξη.
Τρέχα. Μη στέκεσαι στιγμή. Πέτα. Μα... μια στιγμούλα… Στάσου… πριν όλα να στα πω πώς βιάζεσαι Δορκάδα;
Λοιπόν ακόμα να της πεις… Μάλλον… τι λέω…
Όχι. Πες της πως δεν της απαντώ. Η μάλλον πες της ότι...
Πες της τα όλα φανερά και τίποτα μην κρύβεις...
Αν και, γιατί εσένανε στέλνω να πας Δορκάδα,
Αφού κι εγώ ο ίδιος, να! μαζί σου προχωράω;..
2.
Κύμα πικρό του Ερωτα και θύελλες της ζήλειας,
Ακοίμητες, και των γιορτών νερά φουρτουνιασμένα!
Πού πάω; ‘Ολα άχρηστα του νου μου τα τιμόνια.
Θα δούμε πάλι άραγε την τρυφερή τη Σκύλλα;
3.
Ω, Συ Σελήνη που γλυκά τους π' αγαπούν φωτίζεις!
Κι άστρα! Και Νύχτα! Και μικρή συ λύρα, που συντρόφι
Σ' είχα στα ξεφαντώματα! Άραγε θα την έβρω
Μονάχη της την άσωτη; Κι άγρυπνη; Και κλαμένη;
Η βρήκε άλλον εραστή; Αν ναι, με δάκρυα τότε
Που σαν βροχή θα τρέχουνε, ετούτο το στεφάνι
θα το μαδήσω απ' τ' άνθη του, και στην εξώπορτά της
θα το κρεμάσω, με αυτά επάνω του γραμμένα:
"Κύπρη, σε σε ο Μελέαγρος, που του κορμιού σου όλα
Τ' απόκρυφα τα διάβασε σαν ανοιχτό βιβλίο
Τα ερείπια της αγάπης του έχει εδώ κρεμάσει".
4.
Στη Ζηνοφίλα έδωσε την ομορφιά ο Έρως,
Αγάπης φίλτρα η Κύπριδα, κι οι Χάριτες τη χάρη.
5.
Μα! η πλεξίδα της Τιμώς και μα! της Ηλιοδώρας
Το σάνταλο. Μα! η 'υωδιαστή ξώπορτα του Τιμάριου.
Μα! της Αντίκλειας τ' όμορφο της γλυκομάτας γέλιο
Και μα! τα φρεσκομάζευτα της Δωροθέας τ' άνθη,
Δεν έχει σαίτες φτερωτές πια η φαρέτρα σου Ερω:
Πά' στην καρδιά μου όλα σου τα βέλη τα ΄χεις ρίξει.
6.
Ναι μα! τα ερωτιάρικα, τα ομορφοπλεγμένα
Σγουρά μαλλάκια της Τιμώς. Μα! της Δημώς το σώμα.
Μα! της Ιλιάδας τα γλυκά παιχνίδια της αγάπης.
Μα! τ' άγρυπνο λυχνάρι μου που τόσα με το φως του
Ξενύχτια μου εφώτισε, λίγη μου έχει μείνει
Ερω, ψυχή στα χείλη μου. Μ' αν είναι ορισμός σου
Με μια σου λέξη μοναχά κι αυτήνε τήνε φτύνω.
7
Τα δάκρυα πριν που έχυνε και τους καημούς που ετράβα
Πολύ καλά γνωρίζοντας μου λέει η καρδιά μου:
"Από τον πόθο μακριά φύγε της Ηλιοδώρας".
Λέει αυτή. Μα δύναμη δεν έχω εγώ να φύγω.
Γιατί αυτή, η αναιδής, ενώ με συμβουλεύει,
Την ίδια ώρα που αυτά μου λέει, τη λατρεύει.
8.
Τιμάριον, φλόγα η ματιά, ξόβεργα το φιλί σου
Κι όποιον κοιτάξεις τόνε καις, κι όποιον φιλήσεις ’χάθη.
9.
Κέρνα, και πάλι "στην υγειά" λέγε «της Ηλιοδώρας!»
Πάλι και πάλι λέγε το, και το γλυκό όνομά της
Με το κρασί ανακάτευε. Και με, στεφάνωσε με
Με το στεφάνι που αυτήν θυμίζει. Μαραμένο
κι αν είναι, με αρώματα ειν' όμως ποτισμένο.
Τους αγαπούν τους εραστές-γιά δες-τα ρόδα: κλαίνε
Που σ' αγκαλιά τη βλέπουνε άλλην απ' τη δική μου.
10.
Στης Ηλιοδώρας Κύπριδας, και στης Πειθώς, κι ακόμα
Στης Χάρης της γλυκόλογης τη γεια εγώ τα πίνω.
Μία Θεά για με ειν' αυτές, αυτή που τόνομά της
το ποθητό, με το κρασί το σμίγω και το πίνω.
11.
Νύχτα, μητέρα των Θεών, θερμά παρακαλώ σε-
Συντροφε στα γιορτάσια μου, αγαπημένη Νύχτα,
Ναι, σε θερμοπαρακαλώ για ένα πράγμα μόνο:
Δέσποινα Νύχτα, κάποιος αν κατ' από την κουβέρτα
Της Ηλιοδώρας έχει μπει, και κει παρηγοριέται,
Και απαλοζεσταίνεται δίπλα στο κοιμισμένο
Το σώμα της, που πιο πολύ ο ύπνος τ' ομορφαίνει,
Τότε ο λύχνος ας σβηστεί. κι εκείνος που χαμένος
Μες στα γλυκά τα στήθια της αναπαμό δεν έχει,
Δώσε του Ενδυμίωνα να κοιμηθεί τον ύπνο.
12.
Το κύπελλο εγλύκανε γιατί της Ζηνοφίλας
Λέει της πολυαγάπητης πώς φίλησε το στόμα
Που ασταμάτητα μιλεί. Α! Τυχεροί. Ας ήταν
Τα χείλη της ν' αγγίζανε απάνω στα δικά μου
Και να ’πινε με το φιλί εκείνο την ψυχή μου.
13.
Γιατί στης Ηλιοδώρας μου το δέρμα πάνω εστάθεις
Τα άλλα τ’ ανοιξιάτικα αφήνοντας λουλούδια
Ανθοτρυγήτρα μέλισσα; Μη για να μου μηνύσεις
Πως το κεντρί του Έρωτα μες στην καρδιά του κλείνει
Εκτός από τη γλύκα του κι άφευγη μία πίκρα;
Νομίζω αυτό πως είπες-ναι .Αλλά, αγαπητή μου
Γύρισε πίσω. Από παλιά το νέο αυτό το ξέρω.
14.
Τιμάριον, φλόγα η ματιά, ξόβεργα το φιλί σου΄
Κι όποιον κοιτάξεις τόνε καις, κι όποιον φιλήσεις 'χάθη.
ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ (ή ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ)
Παφία Κυθέρεια, ο Κλέανδρος, απ' την ακρογιαλιά σου
Να κολυμπάει τη Νικώ στο διάφανο είδε κύμα.
Κι ο έρωτας τον έκαψε. Και κάρβουνα αναμμένα
Εμπήκαν στην καρδούλα του απ’ της μικρής το σώμα
Τ’ ολόβρεχτο. Και στην ξηρά ναυάγησεν εκείνος.
Αυτή, αφροταξίδευτη, στην παραλία εβγήκε.
Τώρα κι οι δύο σβήνουνε μέσα στον ίδιο πόθο:
Πιάσανε τόπο οι ευχές που στην ακτή είχε κάνει.
ΡΟΥΦΙΝΟΥ (ή ΑΔΕΣΠΟΤΟ)
Την ώρα βρήκα που ήτανε μόνη της η Προδίκη
Και την ικέτεψα τ' αβρά πιάνοντας γόνατα της:
"Σώσε" της είπα "κάποιονε που χάνεται για σένα.
Την που από μέσα μου ψυχή πετάει κράτησέ την".
Έκλαψε όταν μ' άκουσε. .Μου σκούπισε το δάκρυ
Και τρυφερά τα χέρια της πήρανε τα δικά μου.
--------------------------------------------------------------