Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

 ΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Εγώ!
Η πέτρα!
Η ταφόπετρα!

Εγώ!
Φωτιάς δισέγγονο!
Βουνού αγγόνι!
Εργατιάς παιδί!

Εγώ!
Η αειπαγής!
Η δύσρηκτος!
Τ' ήταν αυτό που μου 'γινε;

Εγώ που ο σεισμός τρεις μέρες πριν ούτε που μ' έσεισε...
Εγώ που ως και το θάνατο τον φυλακίζω...
Εγώ!
Το σύνορο φωτός και σκότους!
Που δέκα ρωμαλέοι ρωμαίοι στρατιώτες
για να με σείσουν συνερύουν...
ξάφνου,
κι ενώ εκλειούσα ένα Ναζωραίο,
έτσι,
χωρίς να το θελήσω,
δίχως ν' αφεθώ,
βρέθηκα απ' το 'να μέρος στ' άλλο στη στιγμή,
αφήνοντας ολάνοιχτο τον τάφο.

Σαν να 'μουν πούπουλο σου λέω...
ή σαν αέρας...
κι ούτε...»

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

 24-4-24
Ο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΠΡΟΧΕΙΡΩΣ ΚΑΙ
ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ-ΦΛΩΡΟΥ

Κύριοι, δεν χρειάζονται γροθιές και τα παρόμοια.
Φτάνουν τα που έχουμ’ όλοι μας βουλευτικά προνόμια.
Αυτά καλλιεργήσετε! Αυτά τιμήστε δεόντως!
Καθείς σας να ’ναι Σάυλωκ και όχι Τζίμι Λόντος.
Βία εδώ δεν χρειάζεται παρά ευγένεια μόνον.
Η ιστορία δεν το ’μαθε σε σας τόσων αιώνων;
Μέσα εδώ αγαπητοί, ευγένεια απαιτείται.
Και με αυτήν θα έχετε ό,τι επιθυμείτε.    
      
Οι έλληνες πρόβατα ου μην, αλλά και βόδια είναι.
Ελλάδα υπάρχει κύριοι, μα για το θεαθήναι.
Κέντρο Δεξιά κι Αριστερά το ίδιο είμαστε όλοι.
Τη μάσα όλοι έχουμε στο νου μας σύντροφοί μου.
Η Ελλάδα ένα ξέφραγο μεγάλο είναι περβόλι.
Μπάτε και φάτε φίλοι μου. Ρημάξτε το μαζί μου!
Μα όχι βιαιότητες. Ό,τι να γίνει πρέπει
(Ήγουν να μπούνε χρήματα σε κάθε μια μας τσέπη),
ας γίνει δίχως αίματα, σαγόνια εξαρθρωμένα,
δίχως κατάγματα ρινός και κόκαλα σπασμένα.
Ιδέτε εμάς-τη Δεξιά: φωνάζουμε καθόλου;
Όλα ήρεμα δεν γίνονται με φασαρίες διόλου;
Νόμους απλά ψηφίζουμε και ο λαός πληρώνει.
Και με τον νόμο τρώμε εμείς κι όλο μας το σινάφι.

Λοιπόν γιατί τσακώνεστε η Λύση κι Σπαρτιάτες;
Ο ένας να κάνει τ΄ αλλουνού πρέπει, καλοί μου, πλάτες.
Δε βλέπετε το ΚουΚουΕ τι όμορφα που κάθεται;
Βγαίνει ο Κουτσούμπας, και βαρύς κι ασήκωτος μιλάει
για να πει τι; η χώρα μας ότι καλά δεν πάει.
Ότι πεινάνε οι άνθρωποι, ότι μισθούς δεν έχουν,
Ότι οι τιμές αυξάνονται, ότι υπάρχει πείνα.
Πράγματα έτσι λέει αυτός που κι όλοι οι άλλοι ξέρουν.
Κι αφού τα πει, αυτό ήτανε. Στον Περισσό πηγαίνει
Και ήσυχα κουρνιάζει εκεί σαν ήσυχη γατούλα.
Ή μήπως τόνε βλέπετε να κάνει διαδηλώσεις;
Κι αν κατεβούν καμιά φορά στους δρόμους κουκουέδες,
Σαν αρσακειάδες προχωρούν και «περιφρουρημένοι»,
Για να μην ενοχλήσουνε το γκόβερνο οι καημένοι.
Και περιμένουνε ναρθεί κανένας Στάλιν πάλι-
Ποιος θα περίμενε απ’ αυτούς να έχουν τέτοιο χάλι;
Μακάρι να ’ταν η Βουλή ΝουΔου και Κουκουέδες…

Αλλά ας αφήσουμε αυτούς μες στην ονείρωξή τους.

Κι ο Ανδρουλάκης, πιέζεται, κι αφού δυο λόγια πει,
Μετά θες από κούραση, θέλεις από ντροπή,
Πάει στο σπίτι για φαί και ύστερα  για ξάπλες.

Κι ο Κασσελάκης τίποτε καλλίτερο δεν κάνει.
Ξελαρυγγιάζεται κι αυτός, και ύστερα πλαγιάζει,
Και ονειρεύεται πρωτιές και πρωθυπουργιλίκι.

Γιατί αυτοί δεν δέρνονται και δεν γρονθοκοπούνται;
Γιατί γνωρίζουνε καλά ότι αρκούν οι νόμοι
Για να ρουφάμε όλοι μαζί το αίμα του κοσμάκη.

Γϊνονται έργα; Ποιοι αυτά τα έργα αναλαμβάνουν;
Μα, οι κολλητοί  του καθενός κόμματος εργολάβοι!
Συστήνονται Επιτροπές-ποιοι τρώνε από κείνες;
Τα μέλη των κομμάτων τους. Και σε νομό καθέναν
Ποιος λυ’ και δένει; Ο βουλευτής!  Αυτός κάνει ό,τι θέλει.
Τρώει από κάθε του νομού που στήνει νταραβέρι.

Τον προσκαλούν σ’ ένα ιβέντ που κάποιοι έχουν σκαρώσει;
Πάει, κι αφού δυο λόγια πει, χρυσάφι τον γεμίζουν.
Ποιοι; Μα αυτοί που οργάνωσαν τη μάζωξη εκείνη.
Γιατί αφού ήρθε ο βουλευτής κι έχει σ’ συτήν μιλήσει,
Θα πει δικός τους άνθρωπος ο βουλευτής πως είναι,
κι ευθύς αυξάνονται οι τιμές κι οι μίζες του Προέδρου
Της κάθε μίας μάζωξης που ο βουλευτής μιλήσει.

Για μία επερώτηση χιλιάρικα μασάτε.

Στις τόσες τις επιτροπές που φτιάχνουμε δω χάμου
Μέλη εσείς δεν είσαστε; Δεν βλέπετε τι μάσα
Που χουν αυτές οι επιτροπές-εσάς που έχουν μέλη;
Και ο καθένας από σας χιλιάρικα δεν πιάνει
Ρουσφέτια κάνοντας χοντρά σε μεγαλοεμπόρους,
Σε μεγαλόσχημους, σε τραστ, σε τύπους κάθε είδους
Που όλοι μαζί λυμαίνονται τους έλληνες-τα βόδια;

Με υπογραφές που βάζετε σε μπίζινες παντοίας
Χιλιάρικα δεν πέφτουνε στην τσέπη σας αισίως;
Αμ η γυναίκα σας κι οι γιοι πώς έξαφνα πλουταίνουν;
Πώς φίλοι σας, που ήτανε ως πριν μπατιρημένοι,
Ξάφνου περουσιάζονται αγρίως ματσωμένοι;
.
Λοιπόν μην τσακωνόσαστε και μας κατηγορούνε
Πως είμαστε αγριάνθρωποι. Σας επαναλαμβάνω
Δείξτε μια κόσμια διαγωγή-που λέγαν στα σχολεία.
Κι εγώ κι νόμοι είν’ εδώ. Για μας δουλεύουν όλοι.

Θα μου ειπείτε ότι εγώ τα πιο πολλά μασάω.
Έτσι είναι. Μα με τη σειρά. Τώρα εγώ θα φάω.
Μετά θα έρθει  βιαστικός από εσάς κανένας
Κι αυτός θα τρώει τα πιο πολλά. Έτσι με τη σειρά μας
Όλοι θα τρώμε απύλωτα. Γι αυτό μη μεταξύ σας
Μαλώνετε. Ψωμί πολύ έχει η Ελλάδα ακόμα.
 
Για να μην πούμε για δουλειές που κάνετε με κράτη
Άλλα, μεγάλα ή μικρά, όπου καλοπληρώνουν
Αυτούς που την πατρίδα τους προδίνοντας ανέτως,
Πλουταίνουνε φτωχαίνοντας πατρίδα και ψυχή τους.

Πλέον μονιάστε φίλοι μου. Και φάτε όσο μπορείτε.
Και σας παρακαλώ πολύ  γροθιές να μη βαράτε
Γιατί ζημιώνεστε και σεις. Και σας καλώ: ελάτε
Να φάμε ώσπου να πρηστούν κοιλιές και κολομέρια,
Κι ευρώ πιότερα να ’χετε κι απ’ τ’ ουρανού τ’ αστέρια.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

 Λοιπόν ας δούμε.
Κάθε μέρα βλέπω και ακούω τις ειδήσεις.
Και  όλο λέω να σχολιάσω ό,τι είδα και άκουσα.
Και δεν το κάνω γιατί άλλες ασχολίες δεν μου το επιτρέπουν.
Σήμερα όμως θα σχολιάσω τα σημερινά γεγονότα γιατί και «σοβαρά» θεωρούνται, και διαθέτω χρόνο για κάτι τέτοιο.
Ο βουλευτής λοιπόν των Σπαρτιατών έδωσε μια γροθιά σε έναν βουλευτή της Ελληνικής Λύσης.
Και φρύαξαν τα ΜΜΕ, οι βουλευτές, ο Πρόεδρος της Βουλής, και όσοι δεν πρόλαβαν, αύριο θα καταδικάσουν το πρωτοφανές όπως το λένε περιστατικό.
Γροθιές υπάρχουν πολλών ειδών. Μεταξύ άλλων είναι οι γροθιές που φαίνονται και εκείνες που δεν φαίνονται. Παράδειγμα γροθιών που δεν φαίνονται,  η γροθιά στο στομάχι, όπως λέγεται ένας πικρός ή επιθετικός ή όποιος λόγος γκρεμίζει τις συνήθειες, τις ακλόνητες πεποιθήσεις, την ηθικότητα και λοιπά εκείνου που δέχεται την γροθιά.
Κάθε μέρα στη Βουλή δεν ανταλλάσσονται φραστικές γροθιές μεταξύ των βουλευτών;
Και κάθε τόσο δεν ψηφίζονται νόμοι και δεν παίρνονται από την Κυβέρνηση αποφάσεις που είναι καθένας και κάθε μία τους είναι μια γροθιά στο  πρόσωπο των φτωχών ελλήνων;
Τι είναι οι αποφάσεις για αύξηση των φόρων ή για τις εξώσεις ή για την μη αποζημίωση παθόντων, ή για την άρνηση αύξησης του μισθού ανθρώπων που ο μισθός τους δεν επαρκεί για να ζήσουν μέχρι το τέλος του μήνα;
Και μάλιστα γι αυτές τις γροθιές δεν μπορεί κανείς από τους γρονθοκοπηθέντες να πάει στα δικαστήρια. Και ούτε μπορεί, φυσικά, τουλάχιστον να ανταποδώσει το χτύπημα.
Ένα άλλο νέο σήμερα ήταν η απαγόρευση των Σπαρτιατών να πάρουν μέρος στις εκλογές, γιατί έπαιρναν λέει εντολές από τον Κασιδιάρη για την πολιτική τους πορεία, και η Χρυσή Αυγή λέει ήταν (και είναι βέβαια) ληστρική και εγκληματική οργάνωση.
Ας δούμε την ληστεία πρώτα.
Ληστρική οργάνωση δεν είναι η κυβέρνηση που παίρνει  τα χρήματα των πολιτών και κάνει πλούσιους (ή πιο πλούσιους) με αυτά τους «δικούς»  της ανθρώπους;
Τι άλλο από αυτό είναι ο ορισμός της ληστείας;
Και μάλιστα στην περίπτωση της κυβέρνησης μιλάμε για ένοπλη ληστεία, γιατί αν δεν πληρώσεις αναλαβαίνει ο αστυνόμος-δηλαδή ο άνθρωπος της κυβέρνησης- τα περαιτέρω.
Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Αν δεν ήταν έτσι, θα είχε δοθεί μία εξήγηση από την κυβέρνηση για το πώς συμβαίνει να μπαίνουν ξεβράκωτοι (όπως έγινε επί ΠΑΣΟΚ) άνθρωποι στην κυβέρνηση σαν υπουργοί και παρόμοια, ή να μπαίνουν ήδη λεφτάδες στις αντίστοιχες θέσεις των δεξιών κυβερνήσεων, και όλοι αυτοί να γίνονται μέσα σε έναν χρόνο ή σε τέσσερα κλπ χρόνια πάμπλουτοι.
Μήπως δεν είναι έτσι;
Μόνον ένας που δεν ζει στην Ελλάδα θα μπορούσε να πει (κι αυτός ψευδώς, εκτός αν είναι βλαξ) ότι δεν ξέρει ότι έτσι είναι.
Γι αυτή την ένοπλη ληστεία ποιος θα αποφασίσει να μην κατέβουν στις εκλογές τα υπεύθυνα κάθε φορά κόμματα;
Κατηγορούν τους Σπαρτιάτες ότι έπαιρναν γραμμή από τον Κασιδιάρη της Χρυσής Αυγής. Και γι αυτό τους στέρησαν το δικαίωμα της συμμετοχής στις ερχόμενες εκλογές.
Και ερωτώ. Η εκάστοτε Κυβέρνηση δεν παίρνει γραμμή από πουθενά; Κάνει από μόνη της αυτές τις φρικαλεότητες που κάνει;
Δεν παίρνει γραμμή για τις πράξεις και για τις αποφάσεις της από τους αμερικάνους η παρούσα Κυβέρνηση; Δεν έπαιρνε γραμμή από τους Γερμανούς η κυβέρνηση του Χαζοχαρούμενου; Δεν έπαιρνε γραμμή –ή μάλλον δεν είχε μέσα στο αίμα της την αμερικάνικη γραμμή- πρώτα το ΠΑΚ από τη σύστασή του, και κατόπιν η κυβέρνηση του Παπαντρέου;
Γιατί το να παίρνει κανείς από άλλες κυβερνήσεις εντολές είναι επιτρεπτό, ενώ αν παίρνει εντολές από κάποια εντόπια κέντρα ένα κομματίδιο, αυτό είναι ανεπίτρεπτο και κολάσιμο;
Και όχι μόνον οι Σπαρτιάτες είναι κομματίδιο, αλλά και η «εγκληματική οργάνωση» από την οποία έπαιρνε γραμμή δεν έκανε καμία ληστεία, απλή ή ένοπλη. Ή μήπως η Χρυσή Αυγή είχε πλουτίσει γδέρνοντας τον λαό και δεν το έχω μάθει εγώ;
Καταλογίζουν στην Χρυσή Αυγή τον θάνατο ενός ανθρώπου. Ναι, έγκλημα. Όμως ο θάνατος εκατοντάδων ανθρώπων στους δρόμους-καρμανιόλες, τα εργατικά ατυχήματα από παντελή έλλειψη μέτρων ασφαλείας στα εργοστάσια-αυτά δεν είναι εγκλήματα;
Τι είναι αν δεν είναι εγκλήματα;
Για να μην αναφέρω τους θανάτους από τις φωτιές, από τις πλημμύρες, από τους σεισμούς που γκρεμίζουν σαθρά οικοδομήματα γιατί ο «δικός» εργολάβος απλά ανήκει στους  «δικούς» και οι «δικοί» τσεπώνουν τα χρήματα που αν τα χρησιμοποιούσαν για χτίσιμο γερών οικημάτων θα γλίτωναν τις ζωές τους αυτοί που κάθε φορά είναι θύματα  των σεισμών;
Και ένα άλλο σημερινό νέο. Μέσα σε όλα έρχεται και ο πωλητής κηραλοιφών και λέει στους βουλευτές που ψήφισαν υπέρ στον νόμο των ομοφυλοφίλων, να μην πάνε στις εκκλησίες το Πάσχα.
Αυτό θα μπορούσε να το πει η Εκκλησία, μιας και ο Θεός τον οποίον Αυτή  υπηρετεί και στον οποίον πιστεύει, έκαψε τα Σόδομα ακριβώς γιατί οι κάτοικοί τους ήταν ομοφυλόφιλοι-και μάλιστα απαιτούσαν να συνουσιαστούν και με τους τρεις Αγγέλους που ο θεός έστειλε στην πόλη τους.
 Δεν έχει το δικαίωμα να το λέει ο πωλητής κηραλοιφών, που κάνει ζημιά πριν καν γίνει κυβέρνηση.
Τα λέω όλα αυτά αν και ξέρω ότι οι έλληνες ζούμε σε μια χώρα εκ γενετής ανώμαλη.
Και ξέρω ότι θα τραβάει έτσι μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Όμως αυτό, το να κατηγορεί δηλαδή κάποιος τον άλλο  για κάτι που κάνει και ο ίδιος…

 

 ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

 ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΤΑΣ ΣΤΟ ΜΕΣΙΝΟ

Μια πόλη πίσω αφήνοντας θολή
περπάτησα μονάχος και πολύ.
Ανήφορος. Στροφές.  Και διακλαδώσεις
(σε ποιαν ν’ αντισταθείς… σε ποια να ενδώσεις…)

Αγκάθια, Ευθύνης Φίλτρο ποτισμένα,
τα πόδια μου έγδερναν τα κουρασμένα.
Στόχου ενός η  Ακλόνητη Θωριά
τη σκιά του έριχνε πάνω μου βαριά.

Το σώμα γέρνει. Σπαρταράει. Πονεί.
Μα το ψυχώνει Υπόσχεσης  Φωνή:
«Η Πίττα θα κοπεί στο Μεσινό!»
Και πάλι ορθώνομαι… πάλι κινώ…

…Κι άρχισ’ ένας αγέρας κι επνοούσε
που κάποιο Νέο Καλό επρομηνούσε.
Και φύτρωσαν στα πόδια μου φτερά.
Κι ήταν το Νέο που ‘ρθε: η Χαρά.

Κι η Πίττα κόπηκε στο Μεσινό.
Κι ένα κομμάτι γαλανό Ουρανό
τα χέρια τα πριν άδεια μου εκρατούσαν.
Στην πόλη, κάτω, πλήθη θορυβούσαν…



ΕΞΙ ΓΑΤΑΚΙΑ

 Έξη γατάκια παιχνιδιάρικα!
Να τα! Μπροστά μου!
Έξη κουκλίστικα μικρά γατάκια
στο λιόλουστο πρωινό!
Χιονάτο τρίχωμα με μαύρες βούλες!
Παίζουν τριγύρω απ’ τη μητέρα τους τόνα με τ’ άλλο!  
Ένα ζωγράφο γρήγορα!
Για το Θεό ένα ζωγράφο!
Όχι;
Μια κάμερα έστω;
Μία κάμερα!
Ούτε;..

Ε καλά.
 
Είδα σήμερα κάτι γατάκια.




α.
Θέλω να φύγω.

Μα σε ποιον να πω αντίο;

Ποιος θα μείνει πίσω μου
Συνεχιστής της δυστυχίας μου;
Ποιος θα συντηρήσει τη φλόγα
ώσπου αυτή να ’ρθει ο καιρός  
της αιωνιότητας τη θρυαλλίδα ν’ ανάψει;

Μα λέω
Αν υπήρχε αυτός
Τότε θα ήθελα να φύγω από κοντά του;



Η ΠΙΚΡΗ ΜΟΥ


Θα 'ναι μία στιγμούλα που ο ήλιος θα λάμπει
τα πουλιά μες στους θάμνους θα ψάλλουν γλυκά
θα ζητά η χαρά στην καρδιά μέσα να 'μπει
και η φύση η τρελή θα οργά θριαμβικά.

Στων δεκάξι σου χρόνων το βελούδινο θάμπος
η αγνότη κι η αθωότη θα στήνουν χορό
και χαλί λουλουδένιο θα στρώνει ο κάμπος
του κορμιού σου το πάθος να δεχτεί το ιερό.

Δίχως λόγο κι αιτία, δίχως σκέψη και γνώση
ένας νέος θα σου κλέψει το μύρο τ' αγνό.
Η ζωή βιαστικά ένα πέπλο θ' απλώσει
μη και τ' άδικο δουν οι ουρανοί το τρανό.

Θα 'ναι μία στιγμούλα που καθώς όλοι οι γέροι
ένα τσάϊ θα φτιάχνω να πιω στη γωνιά
κι έτσι δα το κουτάλι θα μου πέσει απ' το χέρι
και σκληρά θα ηχήσει η πικρή μου μονιά.





Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ

Τρεκλίζει
σα να τον ζάλισε η γη στο γύρισμά της.

Ολόκληρος στη μέθη του δοσμένος
στο χώμα πέφτει.
Με δυσκολία σηκώνεται
και περπατεί σαν πάνω του
αυτός τώρα τη γη να κουβαλάει.

Η σελήνη τον δρόμο μάταια
με καλοσύνη του δείχνει. Εκείνος
βλέπει να φέγγουν δίπλα του
ποτήρια κεχριμπαρένια
βάσανα γεμάτα και κρασί.

Ένα ποτήρι αδράχνει
και στο χέρι του το σπάζει
που ματώνει.
Κρασί θαρρεί το αίμα  
φέρνει στο στόμα το γυαλί και πίνει.
Θάλασσα τότε γίνεται το στόμα του
και πνίγεται μες στην αρμύρα της η μέθη του όλη.



ΑΠΕΝΟΧΗ

Το σύμπαν είναι ο θεός.
Οι γαλαξίες τα κύτταρα του σώματός του.
Ο ήλιος ο πυρήνας σ’ ένα του άτομο.
Η γη ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου αυτού.

Έτυχε τώρα το ηλιακό μας σύστημα
άτομο να ’ναι σ’ ένα από τα κύτταρα
του πεπτικού συστήματος του θεού.

Δε φταίμε 'μείς που είμαστε σκατά.



Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Τα κλαδιά των δέντρων είναι χέρια.
Τα φύλλα τους τα δάχτυλα τους.

Όταν ο αέρας περνά
στέλνουν χαιρετισμό για Κείνο
που να ριζώσουν τα 'στειλεν εδώ.

Με τα κλειστά τους μάτια To βλέπουν.
Και Το ακούν ν' αγκομαχάει
αυνανιζόμενο
για να γεννήσει
ή
όταν
αναγεννώμενο
σιωπά.

Ευτυχία τα δέντρα δεν νιώθουν έτσι.
Μα κι ούτε δυστυχισμένα είναι. Μόνο
με τον χαιρετισμόν αυτό
το Παρελθόν και το Μέλλον με το Σήμερα
αενάως ταυτίζουν,
ίδια καθώς γη κι ουρανό
ο κορμός τους
με σαφήνεια και αποφασιστικότητα
κάθε στιγμή εξομοιώνει.




ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Ατέλεστο ακόμα το περιβόλι  
πήρε τους δρόμους και ταξίδεψε.
Tοπία καινούργια και ανθρώπους είδε.
Εκάθησε μαζί τους,
δίπλα τους
παίρνοντας απ' τη φαντασιά τους όσα εκείνοι
ανύποπτοι  του πρόσφεραν
καθώς στην άνθηση του το φαντάζονταν.

Στης Άνοιξης το μυστικό κατόπι δώμα εμπήκε,
και το χρονιάτικο το ραντεβού μαζί της έκλεισε
το ακατάλυτο.

Και μ' όλα αυτά ντυμένο,
έτοιμο πια
την ορισμένη θέση του στο χώμα επήρε,
χώρο για την κοπριά
στα πόδια του αφήνοντας ανάμεσα,
και κλίση τέτοια στις,
ιδεατές ακόμα,
των λουλουδιών του ρίζες δίνοντας,
που αυτές,
κάθε σταγόνα δρόσου ή βροχής
με σιγουριά
δική τους να την κάνουν,
σε χρώμα κι άρωμα και ειδή και ταίριασμα με όλα γύρω
απαρεγκλίτως μετουσιώνοντας την.




ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ

Έμαθε πως εγκρέμισαν το σπίτι το παλιό.

Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που είχαν τα θεμέλια του
που τόσες άντεξαν ώρες πικρές
και τόσα πένθη εβάσταξαν
παιδιού,
που ενός νεκρού ζωή εζούσε;

Και τάχα όλο το σπίτι να το χάλασαν
αυτό
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μη εκείνο το μικρό το καμαράκι εγλίτωσε
κι υπάρχει ακόμα;

Μπορεί να μη το χάλασαν.
Ασήμαντο ήτανε πολύ.
Σε κείνο μέσα ο θάνατος τον επισκέφτηκε-
μικρό παιδί ακόμα-κάποιο βράδυ.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το επήρε γι άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν από τότε κιόλας πεθαμένο.

Τάχα υπάρχει ακόμα;
Θα πήγαινε να δει.




ΚΑΘΟΛΟΥ

Ενώ την επερίμενε
αυτή επέρασε
χωρίς καθόλου-
η ζωή-
να τον αγγίσει.

Γιατί όταν τον αέρα τα φτερά της εχτυπούσαν,
εκείνη αν ήταν,
αυτός κρυμμένος ήταν στην παλιά μέσα σπηλιά.

Και όταν του μιλούσε χαρωπή,
θρήνους αυτός μουρμούριζε
για τις χαρές που μες στους κύκλους θρυμματίζονταν
της δίνης
που  τα χαρούμενα φτερά της εσηκώναν.



ΤΟ «ΜΟΝΑΧΙΚΟ»

Για χρόνια από μικρός μικρός
το σπίτι εκοίταζεν εκείνο,
το «μοναχικό»
διακοσαριά μέτρα πιο πέρα απ’ το δικό τους.

Κι ήταν για κείνονε αυτό το σπίτι-
«το μοναχικό»-
το σύνορο του κόσμου
για χρόνια
από μικρός μικρός.  

Και πόθο είχε πάντοτε να μάθει
η γήινη ποια ήταν-η υλική υπόστασή του
εκείνη που θα ταίριαζε
με των αισθήσεων την ψευτιά και την απάτη.  

Και γέρος πια τα έμαθε ολ' αυτά- ποιος το ’χε  
πότε χτίστηκε, πότε πουλήθηκε σε ποιον και από ποιον,
ποιος ζούσε μέσα κει και τι απόγινε.

Τα έμαθε.

Και πια έναν εκέρδισε λόγο λιγότερο
να έχει για να ζήσει.



ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1995
ή
ΤΖΕΣΣΥ

Όλα μου τα 'χε ο Θεός δοσμένα
Χριστούγεννα για να χω’ ευτυχισμένα.
Μον' το γυναίκειο έλειπε το χάδι
να κάνει μαγικό αυτό το βράδυ.

Και μες στο σούπερ μάρκετ εστεκόμουν
και μες σε πέλαα θλίψης εχανόμουν
με όλα αγαπητός και μ’ όλα ξένος
σαν ένας δυστυχής ευτυχισμένος.

Μα  να! Στου μαγαζιού μέσα τον ντόρο
και το έσχατο αυτό μου εδόθη δώρο:
εκεί, στου μαγαζιού μέσα τη μάχη
η Τζέσσυ μου εχάιδεψε τη ράχη.

Γλυκάστραψε μια λάμψη ένα γύρω
κι όλα τα γλυκοπότισε ένα μύρο-
και μπήκαν φλόγα κι άρωμα εντός μου
και τον ρυθμό αλλάξανε του κόσμου.

Κι ως έρως τις ψυχές, έτσι και μένα
τ’ άγγιγμα μ’ όλα γύρω μ' έκαμε ένα
κι ήταν αιτία η θέρμη του η τόση
Χριστούγεννα που τότε είχα νιώσει.




ΟΙ  ΣΟΛΙΣΤ

Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ' όλα ταύτα ονειρώδεις...

Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.

Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη
στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο-που δεν είναι γυναικείο.

Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε…




ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
            (του Γύζη)

Τι θαμασμό γεμάτα μάτια
που τα παιδιά έχουν ανοίξει!
Τάχατες τι κρυφά παλάτια  
το παραμύθι θα τους δείξει;

Θα σκοτωθεί ο δράκος ή όχι;
Και η πριγκίπισσα θα ζήσει;
Α! Σ’ άλλη τέτοια μια κώχη
δεν έχει άνθρωπος πατήσει.

Καλή γιαγιά, τόσες ψυχούλες
που από το στόμα σου κρεμόνται-
τόσες ψυχές  που μένουν δούλες
σ’ όσα απ’ τα χείλια σου ακουγόνται,

λυπήσου τες και χάρισέ τους
την ευτυχία που καρτερούνε-
το παραμύθι τέλειωσέ τους
όπως, οι αγνούλες μας, ποθούνε.

Μία ζωή έχουν μπροστά τους
για δυστυχία και για πόνο.
Από τα χείλια της γιαγιάς τους
την ευτυχία ας έχουν μόνο.

Μα όμως όχι! Καμιά λύση
Στην ιστορία σου δε θα δώσεις.
Και το μαγκάλι δε θα σβήσει.
Το γνέσιμο δε θα τελειώσεις.

Όλα αιώνια έτσι θα ’ναι
καθώς ο Γύζης τα ’χει πλάσει.
Λαχταριστά θα σε κοιτάνε
κάθε αγόρι και κοράσι.

Κι ίσως αυτό της Τέχνης να ’ναι
το μυστικό: αυτά που κλείνει
άλλες υπάρξεις να μεθάνε.
Στους ζωντανούς να μην τα δίνει.



Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

-Κύριε δρόμε
πού πηγαίνετε;

«Στην άλλη πόλη»

-Γιατί μας κοροϊδεύετε κύριε δρόμε;
Αφού ολημερίς κι ολονυχτίς είστε ακίνητος.
Εμείς επάνω σας πηγαίνουμε.

«Μ’ αφού εγώ δεν πάω πουθενά
τότε ουτ’ εσείς κάπου πηγαίνετε
κι ας περπατείτε πάνω μου.»

-Έχετε δίκιο κύριε δρόμε μου.
Κανείς μας δεν πηγαίνει πουθενά.
Όλοι μας μένουμε.
Μένουμε.
Μένουμε.
Μένουμε.




ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίο ορίζοντα:  
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε βρίσκουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»



ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ

Όταν με τα χέρια σας, κορίτσια,
αγκάλιαζε το άπειρο
και με του στήθους σας τη θαλπωρή
χλίαινε τον κόσμο,
δεν εφαντάζονταν πως όλα αυτά
τα τόσο καθάρια και λαμπρά
σε κάποιον άλλον γίνονταν.  

Ούτε να φανταστεί εδυνόταν
Πως κάποτε οι δρόμοι θα σκοτείδιαζαν
και στα σπίτια μέσα  ότι τα κρεβάτια
αρρώστους μόνο
στα σιδερένια μπράτσα τους θα κουβαλούσαν.

Όμως οι φαντασιές δεν του χρειάζονται.
Γιατί και τότε
άλλος κάποιος
των κοριτσιών τα δώρα σπαταλούσε
Μονάξα αφήνοντας σ’ αυτόν και Κρύο.



άτιτλο

Η μέρα αυτή με άγγιξε σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
 Ότι να δω ποθούσα
μόνο του μπροστά μου ήρθε κι εστάθη.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια μου αποκαλύφτηκαν του κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο νου  
μόνο ένας τοίχος λεπτός τόσο
που στο λογισμό μου συνευρίσκονταν
κι ο κεραυνός κι η σκέψη του θεού κι η νεροστάλα.

Σαν δέντρο μέσα μου εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε,
όπως το άνθος την ψυχή  
έτσι κι αυτή κοντά της με τραβούσε.





Η ΣΑΥΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
(ένα ροντέλο)

Η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
 που μέρες νηστική μένει η καημένη,
για να τραφεί μονάχα περιμένει
μέσα στου καύσωνα τη λαύρα πύρρα,
από μιας θύελλας την αμμοπλημμύρα.
Γιατί με όλα τ’ άλλα είναι ξένη
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
που μέρες νηστική μένει η καημένη.

Κι έτσι αφού της έγραφε η μοίρα,
Μέσα εκεί, απ’ την πείνα ρημαγμένη
το κρύο της μ’ αυτά για να θερμαίνει
βρίσκει νεκρά κορμιά-της ζήσης φύρα-
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα...



ΤΕΛΕΙΩΣ

Ωραία που βγήκε απ' τ' όνειρο
κι έπεσε ίσα μέσα στην αληθινή ζωή του!
Κι ήταν ωραία η αίσθηση της ευτυχίας
κι ήταν η παρουσία της εκεί η απόδειξη
πως ώρες θα του έδινε γαλήνης και χαράς.

Αρκεί τη δύναμη να έβρισκε
και να προλάβαινε
την κάθε πόρτα
που μέσα του οδηγούσε να 'κλεινε
ώστε απέξω η ευτυχία να μείνει
και σαν ωραίο ψάρι εξωτικό
πολύχρωμο
ενυδρείου
να την χαιρότανε,
από την έλλειψή της τελείως έτσι
προφυλαγμένος.



ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ

Γεια σου Βασίλη

Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλ’ αυτά  σα μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.

Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.

Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.

Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λεν τραγούδια μου τα δυο τους χείλη.

Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…

Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη η Αθηναία», «Καραϊσκάκης»)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.

Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά  μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»),  που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.

Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.

(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).

Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου

(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)

Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).

Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…

Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,

και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.

Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο  που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)-

τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στον Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό εμύριζε ποδάρι,

τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).

Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.

(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)

Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος  συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.

Λοιπόν Βασίλη  γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.





ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω  το ταξίδι το δικό μου.

 
ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Το παιχνίδι για το Χριστό χάθηκε από τη στιγμή που είπε αυτός στον Πέτρο να βάλει στη θήκη του το μαχαίρι.

*

Λυπούμαι κύριε, δεν γίνεται να σας δεχθώ.
Τοιαύτην ώραν καθεύδω».

*



ΕΥΘΥΝΗ

Ακούω, καθώς ο αέρας σε χτυπά,
παράξενα να ηχείς και μακρινά.
Και ο ήχος σου στα πράγματα διαχύνεται όλα
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.

Και εδώ ένα γέλιο, εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.
Και συ δίνεις σε όλα πλάτεμα και υπομονή,
για να μπορέσεις ύστερα μέσα τους, κουρασμένη,
να ξαποστάσεις-σ’ ένα αστέρι, σε μια φωλιά,
σ’ ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο.

Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα δίνει,
όπως τα πόδια στον πέτρινο δρόμο
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε και ως την κορυφή
του λουλουδιασμένου λόφου οδηγεί.



ΚΥΡΙΕ...

Κύριε
Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;
Η γη νιώθει τα πατήματά μου τα δειλά;
Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων
τη νιώθει
ως εγώ τη δική τους νιώθω την ψυχή;

Κύριε,
ξέρεις πως υπάρχω;





                  ΤΡΙΠΟΛΗ

Ax! Τρίπολη με τα βραχιόνια σου υψωμένα στον σταχτί ουρανό!
Αχ! Τρίπολη με τρεις σταγόνες μάραθο στου λαγηνιού τον πάτο!

Ax! Τρίπολη!
Κτίρια μαβιά-δρόμοι κλεισμένοι!
Τα παιδιά σου τραγουδούν στα στέκια των αγάδων.
Για μάτια πράσινα όλα τα δέντρα σου μιλούν.

Στην Τάκα πλένεις τα ρηχά σου πόδια.
Στους αγέρηδες τα λόγια σου σκορπάς.

Αχ! Τρίπολη!
Με τo θάνατο στους στενούς σου δρόμους
και τις μαύρες κορδέλες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους.
Ένα ποτάμι πίσσας σε κυκλώνει
και μέσα του το πέτρινο κορμί σου ανασαίνει.

Ax! Τρίπολη!
Με όνομα από τρεις χάντρες τσιγγάνικες
και με μαλλιά τα πεύκα της Δεξαμενής σου!
Στα πηγάδια σου τρελές γυναίκες πνίγονται.
Ρόπαλα βάφουν μ' αίμα τις αυλές σου.



ΤΑΧΑ…

Υπάρχει μία μουσική
πιο μαγική από κύλισμα ρυακιού
πιo θελκτική από τζίτζικα τραγούδι.
Κάποτε θα την ακούσουμε;
Υπάρχουνε κοιλάδες πιο λαμπρές
από τις ομορφότερες της γης.
Κάποτε θα ζήσουμε σ’ αυτές;
Υπάρχουνε ασύγκριτα ψηλά βουνά
και ποταμοί γαλάζιοι ατελείωτοι.
Κάποτε θα τους δούμε;  

Υπάρχουν αίστησες που εμείς δεν έχουμε-
που με αυτές
πιότερα αμέτρητες φορές
απ' όσα τώρα νιώθουμε θα νιώθαμε,
ίδια καθώς περσότερο μια αχτίδα του ήλιου
τη ζέστα μες στον ήλιο νιώθει,
παρά σα φύγει μακριά.

Και τάχα θα 'vαι o θάνατος
σ' αυτά που θα μας πάει
τ' ανείδωτα κι ανάκουστα και μαγικά,
ή η αχτίδα είμαστε εμείς η μακρυσμένη
που του ηλιού αόριστα θυμάται τη φωτιά,
κι οριστικά χαμένη πια στου σύμπαντος τα
μάκρη
μόνο που δύναται είναι να τη νοσταλγεί;



ΟΤΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ

Όταν φωνή τα λούλουδα αποκτήσουν
και τι δε θα ‘χουν να μας πουν.
Κι αλίμονο όταν μάθουν να διαβάζουν
όσα εγράψαμε γι αυτά-εγώ τουλάχιστον
πολύ θα υποφέρω
από την μήνιν των.




ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

Ο ουρανός μου βρέχει αίμα.
Χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τα’ άθλιο ψέμα.

Μα έχει με σίδερο πλαστεί
και με τσιμέντο έχει πετρώσει
της πλάνης τ’  άγριο πουλί
και ίδιο ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει απλώσει
κι έχει με κείνα σκεπαστεί.





ΣΕ ΖΗΤΩ ΣΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ

Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σε ζητώ στους ανέμους που θα 'ρθουν.
Σε ζητώ στου πιο ήπιου κυκλάμινου το άρωμα.
Σε ζητώ στον πιο φιλάσθενο ήλιο.
Σε ζητώ στου ξύλου την ελαστικότητα.
Σε ζητώ στο χαρτί που μέσα του γράφω
επάλληλες ουτιδανές συστοιχίες.
Σε ζητώ στην ανάμνησή σου.
Σε ζητώ στης Ηρώς το οφιοειδές σχήμα.
Σε ζητώ στης ανέμης το νήμα.
Σε ζητώ στο φως'
πουθενά δεν είσαι.
Κάποτε βλέπω παρόμοιες εικόνες.
Για λίγο ξεγελιέμαι και ετοιμάζω τις κληματόβεργες.
To αρνί κοντά μου' το μαχαίρι επίσης.
Και μέσα μου η κόκκινη μπογιά-
του ισχνού επάρματός σου το χρώμα.

 
ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

ΒΡΟΧΟΥΛΑ

Τα κρίματά μου στη γη αν μέναν θα 'ταν σωρό'
αλλά δε μένουνε-πετάνε
φτερά λες έχουνε ανεβαίνουν στον ουρανό
και κει ανέμελα τριγυρνάνε.

Μα όταν βρέχει έρχονται πάλι με τη βροχή
τα περασμένα τα σφαλματά μου
κι είναι καθένα μες στην ψυχή μου μιαν αμυχή
κι ένα βελόνισμα στη χαρά μου.


ΓΕΛΙΟ ΣΤΟ GOODY’S

Χτες τα κορίτσια αλλάξανε τις μπλούζες.
Εβάλαν άσπρες
με κόκκινα πατήματα αρκουδίσια
που ανέβαιναν προς το λαιμό
από τη μέση αρχινώντας.

Κι όταν εσκύβαν την παραγγελία να πάρουν
το ζωάκι έτρεχε πάνω στο στήθος τους
και γρήγορα τα πόδια του δεν εφαινόνταν
γιατί χωμένο ήταν όλο τώρα
κάτω απ' τη μπλούζα
και γι αυτό
γέλιο γλυκό σηκώναν τα κορίτσια ξαφνικά
χωρίς κανείς από τους γύρω
να το έχει προκαλέσει.



ΣΑΝΓΚΟΥΙΝΙ

Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη ζεστάνω.
Γιατί αίμα έχει άρρωστο η αγάπη μου.

Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά.
Οι αιμάτινές του ίνες χτενισμένες όλες
προς τη φορά των ζωογόνων αρτηριών του.

Τρέμοντας το κορμί του μαχαιρώνω.

Ας με σχωρήσει ο θεός των Εσπερίδων.
Πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.
Να τη ζεστάνω.



ΣΥΓΝΩΜΗ

Σου ζητώ συγνώμη
για τις μεταπτώσεις
(τις κοινωνικές μου)
συμπεριφοράς,

και ακόμη ακόμη
για τις εκδηλώσεις
τις εγωιστικές μου-
σαν της αγοράς,

όπου δε μ' αφήνουν
να φερθώ αναλόγως
μ' ό,τι νιώθω εντός μου
κι όπως θα 'θελα.

Που το γέλιο σβήνουν  
κι ένας μένει ψόγος
κι η χαρά του κόσμου
πλάνο μάγεμα.

Σου ζητώ συγνώμη
που πικράνει σ' έχω
με ιδιοτροπίες
συμπεριφοράς,

σα να μ' έχουν δρόμοι
μέσα τους να τρέχω,
που τις προσδοκίες
σβήνουν της χαράς.

Σχώρα έναν άθλιο
που σε τυραννά.
Δεν το θέλει όμως,
σου το λέω ξανά.

Και ευχαριστώ σε
που καρδιά χρυσή,
κι όχι ψεύτικη έχεις,
λάμπουσα εσύ.

Και ευχαριστώ σε
τόσες που μπορείς
αηδίες που κάνω
να τις συγχωρείς.

Ειμ' ένα σκουπίδι
κι είσαι η Υψηλή.
Εν' απόβρασμα είμαι
κι είσαι η Καλή.

Τύψεις... τύψεις... τύψεις..
Δε χωρούν στη μέρα
δε χωρούν σε λίμνη
δε χωρούν σε ξέρα-

Τύψεις που τρυπάνε
την κακιά ψυχή
για να φύγουν θέ 'νε
μία σου ευχή.

Δος μου ένα σημάδι
πως συχωρεμένο
έχεις ό,τι ως τώρα
σου 'χω καμωμένο.

Κι αν αυτό το κάνεις
ίσως για όλα τότε
σχωρεμένος θα 'μαι
(και αν όχι, πότε;),

τα κακά που έχω
χρόνια καμωμένα-
ίσως όλα τότε
μου είναι σχωρεμένα.

Δος μου ένα σημάδι
πως να ζω αξίζω,
και ας, με βλακείες
τόσες σ' εξοργίζω.

Και-πολλά ζητάω;
-ότι, κι όσα ακόμα,
κάνω εγώ τερτίπια
γκρίζο που 'χουν χρώμα,

θα με συγχωρήσεις.
Και γι αυτό σημάδι,
στην πληγή μου ρίξε
μια σταγόνα λάδι.






ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Τα μάτια σου φως
και λάμψη αστραπής
το βλέμμα τους μνήμες ξυπνάει μακρινές
σαν κάποια απογέματα ζεστά
που μετά από τον ύπνο του μεσημεριού
με μια ντομάτα στο ένα χέρι
και με ένα ξεροκόμματο στο άλλο
δειλά από το σπίτι βγαίναμε
συντρόφους για ήπιο παιχνίδι ζητώντας
ή σαν καποια απόβραδα
από την ισχνή λάμπα της κολώνας φωτισμένα
που κολλητά ένας στον άλλο καθισμένοι
αινίγματα φοβισμένοι γεμίζαμε τη νύχτα
η ώρα του ύπνου ως να ‘ρθεί.

 ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

ΩΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Σαν σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σα δέντρο που απ’ τη ρίζα έχει κοπεί-
έτσι μας πλησιάζει η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.

Σαν ορφανή να ’χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.

Και να την! Φτάνει η ώρα. Όπου να ’ναι
θα σωριαστεί το δέντρο. Κι ο ουρανός
απ’ όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.





ΣΤΗΝ ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ «ΜΕΘΕΞΗ»

Δεν ξέρω ακόμα ούτε τ’ όνομά σου
Κι όλα ας το λεν τα πράγματα ένα γύρω
Καθώς μη θέλοντας να ναι μακριά σου
Σε κράζουν μες στης Άνοιξης το μύρο.

Και συ, μικρή κι αβρή χωράς σε όλα
Και τρέχεις σ’ όλα όσα σε καλούνε
Καθώς το φως από άστρα φεγγοβόλα
Λάμπει παντού κι όλα ’στραποβολούνε.

Ωραία κι άσπιλη κι αβρή προβαίνεις
σαν ουρανού ολοκάθαρου λαμπρότη
και κουβαλείς μαζί σου όθε διαβαίνεις
κρίνου κι ελάτου κι άνθους μια αθωότη.

Κι όπως τα ναι στα ίσως δεν χωράνε,
Όλα σου τα γλυκά και μελωμένα
τόσο ειν' πολλά και τόσο ξεχειλάνε
που πια η πόλη είναι μικρή για σένα.

Χωρίς κακίας ίχνος, δίχως διόλου
χαζές ψευτοντροπές κι οίηση δίχως,
χάρης σκορπάς σαϊτες γύρω αδόλου
και η φωνή σου ρυακιού είναι ήχος.

Το ξέρω. Όμως εδώ θα συμφωνήσεις:
Τ’ Ωραίο με την άγνοια του συμπλέει.
Το χρώμα δεν επαίρεται της δύσης  
Και "είμ' όμορφο" τ' άστρο ποτέ δε λέει.

Όμως ετούτο εμάς δεν μας 'μποδίζει
το φως να κλέβουμε από μια ματιά σου
κι όπου η βαρκούλα σου η γλυκιά ποδίζει
να λικνιζόμαστε στο λίκνισμά σου.

Φέγγε στην Τρίπολη λύχνε λαμπρέ μας.
Στο αιθεροβάδιστο το πέρασμα σου
παραμεράνε οι συμπολίτισσες μας
μην άσχημες θα φαίνονταν μπροστά σου.

Και βάδιζε σκορπίζοντας τα σκότη
της ψηλομυτοσύνης και της πόζας,
Ποιήτρια εισ' εσύ απ' όλες πρώτη
κι αυτές ιέρειες κάποιες άθλιας πρόζας.

Ελευτεριά κι Αγνότητα και Χάρη
για κείνες δώρα ειν' άγνωστα και ξένα.
Σκόρπα τα εσύ: όποιος και όσα αν πάρει
δε θ' απολείψουνε ποτέ από σένα.



ΜΠΟΓΟΣ

Αν πόρνη λέγεται το θήλυ
που το κορμί του ξεπουλά-
που για να βρει ένα κοντύλι
δίνεται σ' όλους και γελά

πόρνες τα θήλεα πρέπει όλα
του κόσμου τότε να τα πουν
κι αυτά να μη μιλάνε διόλου
αν την αλήθεια αγαπούν.

Μα τον σωστό θα πούμε λόγο:
θα εξαιρέσουμε αυτές
που αντίς κορμί έχουνε μπόγο-
και πού να βρουν αγοραστές...



ΠΡΑΣΙΝΑ

Μου περισσεύει έρωτας και πού να τον χαρίσω.
Στη νεαρή ζωντόχηρα που πήγα να ρωτήσω
μου 'πε πως θέλει ομορφιά το ταίρι της να έχει
 κι όχι εκείνος, αλλ' αυτή ξοπίσω του να τρέχει.

Η παντρεμένη μ' έδιωξε' ανύπαντρον δε θέλει
όπου σε όλους να το πει πού βρίσκει τόσο μέλι.
Κι η χήρα με κυνήγησε-θέλει του μακαρίτη
να μοιάζει όποιος φίλος της θα έμπαινε στο σπίτι.

Σε κάποια λεύτερη κι εγώ θα έβρω αποκούμπι.
Δεν είναι νια και όμορφη, δεν είναι και παρθένα.
To ρούχο της κουρελιαστό, το φαγητό της θρούμπι
μα κείνο που ετράβηξε κοντά σ' αυτήν εμένα
είναι τα μάτια τα πολύ πράσινα και μεγάλα
που πάντοτε στην άκρη τους υγρή έχουν μια
στάλα.




TO ΝΤΙΒΑΝΙ

Την τριγυρνούσε μέρες-μέρες τ' αρνιότανε.
 Ώσπου είδε το ντιβάνι. Πια δεν κρατιότανε.
Η κόκκινη κουβέρτα πάνω στο στρώμα του
τα βυσσινί στα πόδια βαθύ το χρώμα του…

η θέση του στο χώρο-στου δωματίου τη μέση
με γύρω τους καθρέφτες ω! τώρα της αρέσει!
Την ίδια μέρα κιόλας επήρε την απόφαση
κι είχε το τραίνο χάσει με κάποια πρόφαση.

Και τάχα να μη δείξει συνήθεια σ' αυτά
όλη δεν εξαπλώνει μα κάθεται κοφτά
στου ντιβανιού την άκρη. Μα μόνο ως τη στιγμή
που αρχίσαν oι πνιγμένοι του πόθου οι στεναγμοί.



ΣΤΑ ΑΒΡΟΔΙΑΙΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ

Εσκόνταψα. Kαι ήταν η Νεολαία.
Έσκυψα κι είδα
ωχρή μια αχτίδα
και είδα μια να τρεμοσβήνει Ιδέα.

Και πόνο επλημμύρισε η ψυχή μου
που την ταράζει
και τη ρημάζει
καθώς σιμούν την άμμο της ερήμου.

Που ’ν’ οι ιαχές που φλέγουν τους αιθέρες;
Τ' αγωνιστήρια
πού εμβατήρια;
πού oι πληγές; το αίμα; πού οι σφαίρες;

Για να φλογίσει ο ήλιος της πατρίδας
προσμένει να 'δει
νιάτα στον Άδη-
θέλει νεκρούς στη ρίζα κάθε αχτίδας.

Ο σπόρος σεις του Μέλλοντος αν είστε
αστροπελέκι
πρέπει να στέκει
το πάθος σας, αν θέ ’τε να καρπίστε.

Κι ο λόγος σας ναν' όχι φλυαρίες
με δίχως τέλος,
μα να 'ναι βέλος
θανατηφόρο για τις αδικίες.

Μην η φρικτή σας ξεγελάει «ειρήνη»
που τήνε φτιάξαν
κείνοι που σφάξαν
το περιστέρι που ζωή της δίνει;

Η χώρα σας ζωσμένη από κινδύνους
που την αλώνουν
και τήνε λιώνουν΄
συντρίψτε τους-γλιτώστε τη από κείνους.

Έλληνες είσαστε. Η Ελλάδα η γη σας.
Αν δε χτυπάτε
την πολεμάτε
και τήνε πνίγετε με τη σιωπή σας.

Δείχτε πως είσαστε άξιο της θρέμμα:
της βίας ταίρι
κάντε το χέρι-
το χώμα τ άγιο της διψάει αίμα!