Δημήτρη,
Κάθε χρόνο στο πανηγύρι της Τεγέας έστηναν μια σκηνή και οι ποιητές της περιοχής.
Αυτό είχα γράψει για το πανηγύρι του 2004, στην πρώτη σελίδα του φυλλαδίου που περιείχε τους τίτλους των βιβλίων μου με μια μικρή περίληψη του καθενός.
Ήταν η δεύτερη και τελευταία φορά που λάβαινα μέρος στην έκθεση-η χρονιά που συνέβησαν όσα περιγράφω στο «ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝΕ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ»
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΜΑΣ
Περπατητή, αναζητητή, διαβάτη,
Φίλε στων ποιητών το στέκι που ήρθες 
Καλό γυρεύοντας να έβρεις κάτι, 
Καλώς μας όρισες-καλώς μας βρήκες.
Όλη η πραμάτεια μας εδώ απλωμένη.
Άγγιξε, ψάξε, κοίτα, σκάλισέ μας.
Για σένα όλοι εδώ είμαστε φερμένοι
Με τη φωτιά του Ιούλη γύρωθέ μας.
Να τα έργα μας: εδώ αλήθεια-ψέμα,
Εκεί παιχνίδια, εδώθε ερώτων πλήθη,
Ζήλιες πιο κει, αλλού μαχαίρι κι αίμα,
Ρηχά εδωνά, πιο πέρα σκότια βύθη…
Μα φίλε, αν θες να δεις τις ομορφιές μας,
Ξέχασε την χωμάτινη όρασή σου-
Γυμνές μπροστά σου βρίσκονται οι ψυχές μας.
Χρεία απ’ τα μάτια έχεις της ψυχής σου.              
                                -----
Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025
 ΠΏΣ ΘΑ ΣΩΘΕΙ Η ΓΑΛΛΙΑ
Η Γαλλία και μετά τον τρίτο της πρωθυπουργό, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Η γνώμη μου είναι ότι χρειάζεται επειγόντως έναν Τσίπρα.
Αμέσως πρέπει αυτός, αφού πάρει πρώτα τις ευλογίες του Τραμπ και του Πάπα, να αρχίσει το έργο της σωτηρίας της Γαλλίας.
Δηλαδή: 
Να δηλώσει : «Θα αλλάξω την Ευρώπη», 
Να αποκαλέσει την Γεωργκίεβα Γεωργκιαντρέου, 
να προμηθευτεί ένα νταούλι,
να διαπραγματευτεί για δεκαεφτά ολόκληρες ώρες και να επαίρεται ηλιθίως γι αυτό,
να κάνει ένα δημοψήφισμα του οποίου το «ΟΧΙ» θα το κάνει «ΝΑΙ»,
να υπογράψει μερικά μνημόνια εξωφλητέα σε πενήντα χρόνια,
 και  περήφανος να αρχίσει να κόβει τους μισθούς και τις  συντάξεις των Γάλλων.
Και λίγο πριν πάψει να είναι Πρόεδρος της Γαλλίας, να προλάβει να δώσει το Στρασβούργο στη Γερμανία.
Για να κάνει όλα αυτά βέβαια, πρέπει πρώτα να βρεθεί ένας Αλαβάνος που θα του φορέσει το δαχτυλίδι στον γάμο του με την Εξουσία.
 Oι ποιητές είναι σαν εκείνα τα γράμματα που από λάθος διεύθυνση ή από αφηρημάδα του ταχυδρόμου πηγαίνουν σε λάθος προορισμό, τη γη, που είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον για τον οποίο ήσαν προορισμένοι. 
Kαι πνιγμένοι στις κοροϊδίες και τις προσβολές των γήινων, και ώσπου να ξαναβρεθούν στα πάτρια εδάφη, μπορούν μόνο να επιζούν μέσα στη γήινη κόλαση, αναλογιζόμενοι σαν μέσα σε όνειρο τον άλλο, τον δικό τους κόσμο. 
Αυτός ο αναλογισμός και αυτό το όνειρο είναι ότι λένε οι γήινοι ποίηση. 
 
SHERRY
1.
 
Κάθε πρωί το μαχαίρι κρατώντας 
Κόβεις λεπτές φέτες ή χοντρές 
Ανάλογα με τη διάθεσή σου
Την αφοσίωσή μου,
Αλείφεις επάνω τους την ματαιοδοξία μου 
Και ίπτασαι για το γραφείο.
Εκεί βγάζεις τα τσιμπιδάκια 
και τα αποθέτεις απαλά στο σταχτοδοχείο.
Η ευαισθησία σου τότε όλην σε καλύπτει.
Διασπάται κατά τα χείλη και τον ομφαλό μόνον.
Το ξύλινο υποπόδιό σου βρεγμένο
Από τον υγρό ήχο 
που κάνουν τα βηματάκια της θλίψης φεύγοντα-
ηττημένα από την έλευσή σου.
Οπλισμένη και νικήτρα πια
Ό,τι κάνεις είναι προς όφελός σου.
Παρατηρείς, 
Eπιπλήττεις, 
Ελλοχεύεις
Κύπτεις, 
Oρθώνεσαι, 
Διατρυπάς.
Τα δάχτυλά σου δέκα χιονισμένες χερσόνησοι
Από τον φλεγόμενο καρπό σου ξεκινώντας
Με περιβάλλουν.
Το τέλος λοιπόν αδίστακτο έρχεται
Με την μορφή δακτύλων λατρευτικών.
Έτσι να επέρχεται η γλυκυτέρα των παύσεων 
είναι αρεστόν.
Έτσι η Λήθη να επέρχεται πληρούσα,
Είναι ευπρόσδεκτον.
Έτσι ο Πόνος να απαλύνεται είναι παρήγορον.
Την δυστυχία επαναφέρει 
Η μη επιδεχομένη αντίρρησης ερώτησις
«Είδες τι κρύα που είμαι;»
Το «είδες» εξαερούται αμέσως
Αναπέμπεται, συμπυκνούται
Κατέρχεται και συμπλέει με τις αρθρωμένες
Αντιφατικές σου προθέσεις.
Ανάπαυλα.
Κατά την διάρκειά της η θλίψις
Επανακτά το απωλεσθέν έδαφος.
Απαστράπτων ρυθμός
Κλεισμένος στην επιφάνειά του
.Άμεσος επάρκεια στίλβουσα
Ρυθμοί επωφελείς και προσοδοφόροι έπονται.
Εδέσματα διαπλέκονται με νήματα και νημάτια
Breakfast με τραπεζογραμμάτια
Επίφασις με κατανόησιν,
“But why you speek greek?
I cannot understand anything!..”
Sherry ακμάζουσα υπεράνω αμφιβολιών
Προσβλέπουσα ανεκπληρώτως
Αναβαίνουσα ελικοειδώς
Ακραγγίζουσα πόθω
Πεσμένων κορυφών η ανάσχεσις
Παλαιών εικόνων αφή.
2.
Περιβάλλοντας με το αργό βήμα μου 
τις περιστρεφόμενες εσθήτες του στήθους και των μηρών σου 
Απνευστιώ , Sherry, ευώδες έαρ.
Μίσχοι κρέμανται ωχροπράσινοι από την κορυφήν σου
Το κάτω χείλος σου τρέμον και κραυγάζον.
Τετράκις κρούεται η θύρα των δειλινών
Και η ώρα της τεϊοποτίας πλησιάζει.
Παρά τω οίκω μου άλλος οικεί.
Ψηλός με πράσινο μπουφάν και φαβορίτες
Αντιπαρέρχομαι την ύβριν
Και ίσταμαι περιπαθής περί την κλίνην σου ικετεύων.
Των ανεκπληρώτων ερώτων η μήνις με ακολουθεί ενώ ίπταμαι
Των πτυσσωμένων οπών της βελόνης παρείδον εισέχουσαν
Τούτο σημαίνει απόλυση ή οπωσδήποτε αυτομολίαν
Οι εσθήτες πέφτουν
Το θέαμα καραδοκεί να σε συλλάβει
Αποτυγχάνει.
Κρυπτομένη φεύγεις ασελγούσα μαινάς.
Το ασυμβίβαστον της πέτρας και του εγκεφάλου 
Άραγε υποδηλώνοντας;
Ανοιχτή αιτία προς εκτροχιασμόν σου εδόθη πολλάκις.
Εσύ παρεκτρέπεσαι εν πλήρει τροχιά Sherry.
3.
Απαστράπτουσα φαιά Sherry, συναίνεσε στην κατάφασή μου.
Το κρυπταυγές σου προσωπείο μορφάζει
Από μύες αδρά συσπωμένους.
Η έκφρασις είναι φειδωλής ανασχέσεως υπεσχημένων.
Σε διατηρώ Sherry αναλλοίωτη μέσα στην κατάψυξή σου.
Εποχές μελλούμενες θα σε αφυπνίσουν
Για να σε αποδώσουν στην επέκτασή μου.
Sherry δέξου την μόλις εκτοξευθείσαν σαϊτα μου.
Τρώσου όπου διαλέξεις.
Όμως μη την ανακλάσεις-ευόδωσέ με.
Αναισχύντους ύβρεις θα σου εκτόξευα 
Αν το σημάδι σου μου δινόταν
Όμως άναρχη και ατελείωτη είσαι
Ενδίδεις στο απερχόμενο έαρ 
Και με ανατρέπεις.
Οι ρυτίδες του δέρματός μου 
Εισέχουν στις ηλιαχτίδες σου
Και σε σκιάζουν
Μην δακρύσεις άσκοπα.
Διαφύλαξε την έλλειψή σου για αρτιότερες μέρες.
4.
Τώρα απλά ανοίξου.
Ανοίξου Sherry σε όλα τα ερχόμενα.
Οι πλήρεις μηροί σου σκιάζουν διαγωνίως την σελήνη
Αι συσπάσεις των μυών του προβληματίζουν
Sherry μόνον εγώ σε γνωρίζω.
Χαμένη
Χαμένη
Χαμένη
Μέσα σε μιας δίνης την επαυξημένην ενάργεια
Διασπάσαι έρπουσα και αναρριχωμένη.
Η επίπεδη αναγνώρισις 
Μακράν πολύ κατοικεί.
Η δίνη σε αναστρέφει. 
Σε πυρπολεί βεβαίως αλλά αντιστρόφως.
Αγωνιάς και ασπαίρεις ελκομένη και ολίγον έλκουσα,
Διασπωμένη και ουδόλως διασπώσα.
Ασταμάτητα στρογγυλά κύματα
Επάνω σου διάπλατα σπουν.
Αφήνεσαι στην αρχή. 
Η Τρίτη προσπάθεια σε βρίσκει παραδομένη.
Εγώ δεν γίνεται να μην σε ακολουθώ-το τρίτο κύμα ήμουν
Ήπιο. Αδιάντροπο αλλά ύπιο.
Εδώ Sherry άναρχα όλα συγκλίνουν
Το τελευταίο γίνεται πρώτο και το πρώτο τελευταίο
Κάθε μέρα έτσι.
Από την θρυμματισμένην άλυσο προσδοκούν αίσθηση σιγουριάς
Διαψεύδονται βεβαίως
Μη νομίσεις όμως πως υποχωρούν
Και αυτή είναι όλη τους η δόξα Sherry
Έπρεπε κι αυτό να το ακούσεις.
5.
Το γραφείο μου κέρδισε το βραβείο της ενδελέχειας.
Τα πράγματα όλα ανάποδα. 
Τοποθετημένα επάνω του
Τρία μικρά άσπρα κυπελάκια μου δείχνουν τον πυθμένα τους
Τα βιβλία μου γίναν προφήτες του ανατέλλοντος ηλίου
Και συ
Με τα πόδια στην θέση της κεφαλής 
Και το κεφάλι στη θέση των ποδιών 
Προβάλλεις την ροζ αδιαφάνεια
Ενώ η φούστα σου καλύπτει το πρόσωπο μέχρι τη μέση του.
Από κάπου κρεμαμένη πρέπει να είσαι
Γιατί η κεφαλή κινείται άψογα.
Προσπάθησα να σε επαναφέρω 
Αλλά διαλύθηκες στο πρώτο άγγιγμα.
Ύστερα η ανασύνδεση έγινε ανώμαλα
Οι κνήμες σου τρέμουσες μιλούσαν
Και στο μέτωπο του εφηβαίου σου
Οι διασπάσεις έδεναν σε ένα στάχυ.
Λίγο έτσι σε απόλαυσα.
Επανήλθες ταχέως.
Στον ήλιο σου μπροστά ωχριώ Sherry και καταπίπτω.
Ηλίασις.
Κρεμαμένη, ανάστροφος Sherry
Ελέησόν με.
6.
Τα στάχυα μέστωσαν
Φέρε το δρεπάνι σου 
Και οδήγησέ το βήμα μου στο θυσιαστήριο
Βάλε τη λαβή του στο χέρι μου 
Και σφίξε το 
Και κόβε.
Χωρίς εσένα τίποτα δεν μπορώ να κάνω.
Σε δυο τρεις μέρες το πολύ 
Τα δεμάτια αγέρωχα θ’ ατενίζουν τον ανελέητο ήλιο
Απελπισμένη και βάναυσα διωκόμενη η ραστώνη της μεσημβρίας
Θα αποθέσει τον σπόρο της 
Στις καρδιές των θερισμένων σταχυών
Πριν αποχωρήσεις
Τα στάχυα μέστωσαν Sherry
Ξεράθηκαν σαν τα φύλλα της απροσποίητης απορίας σου στην επιμονή μου
Μάζεψε την απορία μου κι εγώ την επιμονή σου
Ας μοιράσουμε τη δουλειά
Ύστερα έλα να ξαποστάσουμε 
Στη σκιά του απλήρωτου πόθου.
Εσύ κάτσε λίγο πιο πέρα 
Γιατί αλλιώς θα σου αποσπάσει υποσχέσεις άγονες.
Κρασί και ψωμί έχω να γευματίσουμε
Ύστερα
Βάζοντας ο ένας προσκεφάλι του τον άλλο
Ας κοιμηθούμε-
Το απόγευμα άλλες εκμυστηρεύσεις απαιτεί.
7.
Επάνω σου
Σαν σε εύφορη πεδιάδα
Κάθε σπόρος ευγνωμοσύνης φυτρώνει.
Ο πόθος μου σε διαβλέπει ιλιγγιωδώς
Όμως αντίπαλα κλέη ορμούν μέσα στην απλότητά σου.
Η θερινή αύρα ολισθαίνει κάθετα
Μπαίνει στην μπλούζα σου
Σφηνοειδώς περιβάλλει τους μαστούς σου 
Και εισβάλλει στους πνεύμονες. 
Ο κύκλος κλείνει
Με την εκπνοή της στο πρόσωπό μου.
Ελεύθερος από ανυπόστατες αρνητικές επιπτώσεις 
Όλος ο πλούτος των γλουτών σου 
Παλλόμενος μέσα στα ορθάνοιχτα χέρια της αδημονίας 
Χύνεται κατακόρυφος.
Σταγόνες κυανές ρυπαίνουν τον πέπλο
Της μυστικής σου προσήλωσης στην ανωνυμία.
Ο ρόγχος των καιομένων φρυγάνων
Περισπά την πελιδνή αναγκαιότητα των εποχών του διαστήματος 
Και όλη του την προσοχή επικεντρώνει
Σε μια μικρή περιοχή της αριστεράς σου κνήμης
Που αντιστοιχεί στο μεσουράνημα του δικεφάλου
Έχουν μαζευτεί οι αναμνήσεις όλες.
Ένας μικρός στρόβιλος τις διαγράφει.
8.
Sherry πνέουσα ληθάργους απογεύματος τώρα
Καταλαβαίνω την επαγρύπνηση πάνω στο κορμί σου
Είσαι ένα λουλούδι τη στιγμή που το κόβουν
Περίγραμμα στιγμιαίας λήθης τα πέταλά σου
Η γύρις σου σε κοσμεί
σαν φόρεμα παλιάς μόδας
9.
Και τα σέπαλα περιέχοντα μάταια κάλυψη σε περιέχουν.
Η πραότης του χρώματος έφτασε στα όριά της ευαισθησίας 
Σε κάθε μικρή απόκλιση
Τα παπούτσια χορού του στήθους σου 
Έλιωσαν στην πρώτη στροφή
Αν δεν ήσουν αστέρι θα πληγωνόσουν
Στις πέτρες της ενοχής μου
Τα ρούχα σου όλα λιωμένα και 
Ρέοντα στο λερό πάτωμα
Αυτά ήταν και ό,τι είχες να αποβάλεις
Έμεινες όπως ανέκαθεν 
Μέσα στους λογισμούς των αρτηριών μου ήσουν
Έσβησαν τα χείλη και τα μάτια από κάθε φλόγα
Η απελπισία ξεχύθηκε από τις άκρες των δακτύλων
Προς άλλα ανάκλιντρα 
Τα σπλάχνα εξαερώθηκαν και το δέρμα όλο
Εξηράνθη από έναν πολύ πλησιασμένον ήλιο
Οι ωμοπλάτες δεν ελέγχουν πια τα μελλούμενα
Τα ζούσαν 
Και οι γωνίες οι λαξευμένες με τέχνη
Από του χεριού μου την απαλότητα
Δέχτηκαν όλο το βάρος της λατρείας
Κατά μήκος των δυναμικών τους γραμμών 
λίγο μετά την βροχή ΄ήμασταν όπως πρώτα
εσύ αντίξοος και εγώ ελεών Sherry
10.
Μου αρέσει που μπορώ να σου μιλώ 
Ενώ εσύ δεν θέλεις
Η σιωπή σε τυλίγει και την τυλίγεις αδιάσπαστα
Μα εγώ σπάζω την σιωπή και σε ακουμπώ
Επιβάλλομαι στην αναγκαιότητα και την θραύω
Ευτυχώς που είχες φύγει
Αν ήσουν εδώ τα μάτια μου θα έσταζαν μόνον φθορά
Οι ήχοι των λέξεών μου έρχονται περνώντας 
Μέσα από την θάλασσα που μας χωρίζει πρώτα
Και ύστερα από την θάλασσα που μας ενώνει 
Ο ήχος εγκαίρως σε φτάνει
Αν και βραδύτερα μέσα στο νερό ταξιδεύει
Αν άλλαζες θέση στα δύο χρυσά earings 
Θα ακούσουν πού είσαι  και το λάμπον στόμα τους 
Θα μου το ψιθυρίσει
Έτσι απ’ όλα προφυλαγμένος μέσα στην απόπειρα είμαι
Και γι αυτό σου μιλώ
Καμιά φορά το μολύβι πρέπει να βουτηχτεί στον ωκεανό
Των ανεκπλήρωτων λογισμών
Μα τις πιο πολλές φορές αρκεί μία σταγόνα
Αίματος εφηβικού για εκατό χιλιάδες σελίδες
Αυτά τα λόγια και κρατώ και σου στέλνω
Τα άλλα, τα μυστικά, τα πρώτα,
Τα φυλάω στο κόκκινο μέρος του στήθους
Θα σου τα πω όταν σε δω
Λοιπόν Sherry εκβιώ ην ύπαρξή σου
Άφωνα προσπίπτων ικέτης στο φεύγον 
Σύστημα ο μένων εγώ
Μία στιγμή του μόνον να αδράξω 
Αρκεί για μένα
Εκεί μένουσα και αναμένουσα θα σε έχω
11.
Λοιπόν Sherry άκου με
Αηδόνι και νούφαρο του πόθου
Το πουλί της φωνής μου
Ακόντια πυρρά διατρυπούν τα μέρη 
Της ακέραιας ύπαρξής μου
Και την κενώνουν από υποθέσεις
Το υπάρχον απαιτεί
Έρχομαι από όλες τις μεριές προς εσένα
Αν δεν ακούγονται των φτερνών μου τα πλαταγίσματα
Είναι που δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα καλά
Σε πλήρη εγρήγορση όμως θα είσαι όταν φτάσω
Τούτο το προεξοφλούν τα συντονιστικά όργανα 
Που προβάλουν σαν εξαπτέρυγα
Από τους κόλπους των ονείρων σου
Των κρυφών σου πελμάτων το δέρμα 
Θα καεί από την λάβα που θα προπέμψω
Τούτο το πρώτο ξύπνημα θα είναι
Το δεύτερο θα είναι όταν με το άγγιγμα 
Του αριστερού μου δείκτη
Θα κάψω το κορμί σου
Το μεγάλο τρίτο ξύπνημα θα συντελεστεί 
Με την Ανάσταση
Πολυδαίδαλη παιδίσκη των ονείρων 
και του σαρκασμού ξύπνα
είναι η ώρα της αφροσύνης.
L. A. 1986
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025
 Η ΚΙΜΠΕΡΛΙ ΓΚΙΛΦΟΙΛ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Δεν μας ξεχνάει ο θεός-όχι δεν μας ξεχνάει.
Μέσα στις λύπες χαρωπό και κάτι ξεκινάει.
Κάτι που μόνο υπάρχοντας τα πάντα ωραϊζει-
Κάτι που τύχη αγαθή σ’ έναν λαό χαρίζει.
Είχαμε το Ουκρανικό με Πούτιν και Ζελένσκι-
Με ντρονς, με αερόπλανα, με Τόμαχοκ κι Ορέσνικ-,
Τον Μερτς που στον χιτλερισμό πάλι ξαναγυρίζει,
Τον Σι που θέλει κι αστακό κι όχι μονάχα ρύζι,
Τον Τραμπ που ορέχτηκε να φάει ψητή Βενεζουέλα,
Τον Νετανιάχου η κάτω του που του ’σπασε μασέλα
Μασώντας Παλαιστίνιους, Ιράν, Χαμάς και Γάζα,
Λαούς όπου τα χούγια τους με Τραμπικά τ’ αλλάζαν,
Δασμούς να μπαινοβγαίνουνε σε κράτη και κρατίδια,
Του Ευρωπαίους να γίνονται του Τραμπ φτηνά παιχνίδια,
Τον Καναδά τον είδαμε το πόδι να πατάει-  
Πεντηκοστή πρώτη να μη γουστάρει να μετράει…
...Είδαμε μες σ’ αυτό το δυο χιλιάδες εικοσπέντε
Τόσα, που αλήθεια ζήσαμε περικολοζαμέντε-
Τόσα που αν δεν τα βλέπαμε, και μόνο είχαμε ακούσει,
Θα λέγαμε όποιος τα λέει πως μας πουλάει μούσι…
Και μες σ’ αυτό το μπάχαλο και την
παραφροσύνη,
Να κι ένα ωραίο που ’γινε και φέρνει ευφροσύνη:
Στη χώρα μας έχει ερθεί-στο ελληνικό το soil!-
Μία νεράϊδα του Καλού: η Κίμπερλι η Γκίλφοϊλ!
Απλά ντυμένη,  γελαστή,  ωραία και δροσάτη,
Ωσάν σε κάμα κόλασης το φύσημα του μπάτη,
Ωσάν σε πυρκαγιάς χαμό βροχή καταρρακτώδης,
Και όμορφη, ελκυστική, λαχταριστή κι ευώδης…
Τα θήλεα τα κομματικά της άμοιρης Ελλάδας,
Ας διδαχτούν λιτότητα και ευδία ομορφάδας!
Ας μάθουν φυσικότητα και άδολο ένα γέλιο!
Ας εντρυφήσουν στο αγνό Γκιλφόλιο Ευαγγέλιο!
Και μεις ας στείλουμε πολλές στον Θεό ευχαριστίες
Όπου παρά τις τόσες μας κλεψιές και ατιμίες,
Μας ελυπήθη κι έστειλε-στο λαό της απωλείας-
τον Άγγελο της ποθητής, χρειώδους Επαγγελίας!
                   -----
Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025
  ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΚΑΙΡΟΣ...
Θα 'ρθει καιρός...
Θα 'ρθει καιρός...
Θα 'ρθει καιρός που η ιδιοκτησία θα είναι μια φριχτή ανάμνηση.
Θα 'ρθει καιρός που το χώρισμα της γης σε πατρίδες θα είναι μια ντροπερή θύμηση.
Θα 'ρθει καιρός που η θρησκεία θα έχει λιώσει μέσα στη αυτάρκεια σαν χιόνι στη φωτιά.
Θα 'ρθει καιρός που η οικογένεια θα είναι μια περασμένη ανεπίστροφα κατάρα.
Θα 'ρθει καιρός...
Θα 'ρθει καιρός.
 «ΑΝΗΚΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ»
Καθώς στην Κόλαση που βρίσκομαι τριγυρνώ
 ανάμεσα σε πεθαμένους, συναντώ διάφορους γνωστούς. Γιατί οι πεθαμένοι, 
μη έχοντας σπίτι και μέρος να μείνουν, τριγυρίζουν ολοένα. Και βρίσκει 
κανείς έναν έναν ή πολλούς μαζί να βολτάρουνε ή να έχουν ανοίξει 
πηγαδάκια και να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια τους.
Μια νύχτα λοιπόν
 είδα μια παρεούλα που είχε για θέμα της τον Καραμανλή-το θείο. Ανάμεσα 
στους ίσκιους η μητέρα και ένας από τους δασκάλους του Kαραμανλή.
Πλησίασα και αφού μπήκα στη συζήτηση, ρώτησα τη μητέρα του:
-Κυρα Φωτεινούλα για πες μου, τι θυμάσαι πιο πολύ από τον Κώστα;
-Πιο πολύ θυμάμαι παιδάκι μου την ημέρα που τόνε γέννησα, γιατί η γέννα του πολύ με παίδεψε.
-Γιατί σε παίδεψε κυρα-Φωτεινή;
-Παιδάκι
 μου δεν έβγαινε το παιδί. Δεν έβγαινε με τίποτα. Και δεν έβγαινε γιατί ο
 σατανάς με είχε καβαλημένηνε-γι αυτό! Και αυτό το είπε και η μαμή που 
ήρθε να με ξεγεννήσει.
-Μπορείς να μου πεις τα πράγματα με πιο λεπτομέρειες σε παρακαλώ κυρα-Φωτεινή;
-Να
 στα πω παιδάκι μου. Εμείς εμέναμε δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Και 
εγώ απάνου στο κρεβάτι μου εκοιμόμουνα με το κεφάλι μου κατά το ιερό της
 εκκλησίας, για να με φυλάει ο Κύριος που έτσι θα τον είχα πιο κοντά 
μου. Αμ δε μου λες, που να το ’ξερα εγώ η κακομοίρα πως δεν έπρεπε να 
κοιμάμαι με το κεφάλι κατά κει και πως γι αυτό δεν έβγαινε το παιδί… 
αγράμματη γυναίκα ήμουνα, έλεγα πως ήτανε καλλίτερα να έχω το ιερό της 
εκκλησίας κοντά μου να σκέπει την κεφαλή μου. Ε, ήρθε η ώρα να γεννήσω 
κι έπεσα στο κρεβάτι να γεννήσω μόνη μου, γιατί η μαμή ξεγένναγε αλλού 
και θ’ αργούσε να ’ρθει. Τότες μαθές δεν είχαμε κλινικές και νοσοκομεία.
 Εσφίχτηκα λοιπόν, είχα και τα πανιά κοντά μου να σκουπιστώ κι εγώ και 
να ντύσω και το παιδί, πού παιδί… εκείνο όχι δεν έβγαινε, αλλά ανέβαινε 
αντί να κατεβαίνει, λες και ήθελε να βγει από το στόμα μου-κοίτα, 
ανατριχιάζω που το λέω… Χριστός και Παναγιά, κάνω. Ξανασφίγγομαι, 
ξεφούσκωσε πάλι η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί το παιδί 
επήγαινε πάλι προς τα πάνω, προς το λαιμό μου. Τρόμαξα αλλά δεν τα 
’χασα. Ζούπηξα το στήθος μου, ξαναγέμισε η κοιλιά μου και ξεφούσκωσε το 
στήθος μου, γιατί δεν μπορούσα ούτε αναπνοή να πάρω και η καρδιά μου 
επήγαινε να σταματήσει από το παιδί που δεν την άφηνε να δουλέψει. Βάζω 
τις φωνές έρχεται μια γειτόνισσα της λέω πήγαινε να φωνάξεις το Γιώργη 
από το μαγαζί γιατί το και το, το παιδί πάει να βγει από το στόμα. Ώσπου
 να ’ρθει ο Γιώργης ο άντρας μου-Γιώργη τονε λέγανε, εγώ όλο και 
εσφιγγόμουνα. Αλλά όχι και δυνατά για να μη με πνίξει το παιδί. Όμως 
όταν έβλεπα σε κάθε σφίξιμο να τραβάει προς τα πάνω, σταμάταγα. Το τι 
τράβηξα εκείνη την ημέρα δε λέγεται.
Έρχονται και οι γειτόνισσες, 
βλέπουνε τι εγινότανε κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Και κει απάνου 
ευτυχώς μπήκε η μαμή, θάνατο να ’χει, και με λεφτέρωσε.
-Πώς;
-Μπαίνει
 κι όταν έμαθε τι έγινε, άρχισε να φωνάζει: Μωρή ζουρλές τι 
σταυροκοπιούσαστε; Τη γυναίκα την έχει καβαλικέψει ο σατανάς, και, ο 
τρισκατάρατος, δεν φεύγει με σταυροκοπήματα. Την έχει καβαλικέψει γιατί 
εξάπλωσε με το κεφάλι κατά το ιερό, κατά τη Δύση! Οι Καραμανλούδες 
γεννάνε πάντοτε με το κεφάλι κατά την Ανατολή-ζουρλές είσαστε; Γύρνα 
μωρή Φώτω, μού κάνει. Και με πιάνει παιδάκι μου και με γυρίζει ανάποδα, 
με το κεφάλι στο μέρος που είχα τα πόδια μου και με τα πόδια εκεί που 
ήτανε πρώτα το κεφάλι μου. Ε παιδάκι μου, αυτό ήτανε. Ο τρισκαταραμένος 
εβγήκε αμέσως από μέσα μου και από κοντά εβγήκε και το παιδί από τον 
κανονικό δρόμο του. «Είσαι πρωτάρα», μου λέει η μαμή, «στις άλλες τις 
γέννες σου να ξέρεις να ξαπλώνεις με το κεφάλι κατά την Ανατολή, έτσι 
που το παιδί να μπορεί να βγει γιατί θα τραβάει κατά τη Δύση. Αφού ο 
τρισκατάρατος έχει βάλει βουλή να χαλάσει τους ανθρώπους, εμείς, φτωχές 
γυναίκες θα τόνε σταματήσουμε;»
Και παιδάκι μου όλα μου τα κατοπινά 
παιδιά τα εγέννησα με ευκολία γιατί έκανα εκείνο που είπε η μαμή. Και 
τον Αχιλλέα μου έτσι τόνε γέννησα.
Γιατί εγώ πού να ήξερα τότες από 
Ανατολή και από Δύση, αργότερα τα ’μαθα, όταν ο Κώστας μου έγινε 
πρωθυπουργός. Τότε όλο αυτή τη λέξη έλεγε. Όλο Δύση και Δύση το πήγαινε.
 Και το μυαλό του γεμάτο από αυτή τη λέξη ήτανε μόνο. Αφού όταν ερχότανε
 καμιά φορά να με δει στο χωριό, όταν τον αφήνανε οι δουλειές του, «γεια
 σου μάννα» δε μου ’πε ποτές. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», έτσι με 
χαιρέταγε. Και μου είχε μάθει να του απαντάω «αληθώς ανήκομεν», όπως 
καλή ώρα λέγαμε «αληθώς ανέστη» για τον Κύριο που αναστήθηκε.
Και 
τόσο την αγάπαγε αυτή τη λέξη παιδάκι μου, που και μέσα στο δωμάτιό του 
την είχε. Και μάλιστα την είχε γραμμένη όπως τη λένε στα αμερικάνικα. 
Είχε ένα μεγάλο πανί με ’φασμένα πάνω του τέσσερα γράμματα. Το πρώτο 
ήτανε ένα ανάποδο μου. Τα άλλα τρία ήτανε ελληνικά-τα ήξερα κι εγώ. 
Ήτανε ένα Ε, μετά ένα σου που το βάνουνε στο τέλος και ύστερα το του. 
Και μού έλεγε να τη μάθω κι εγώ αυτή τη λέξη την ξένη, γιατί μ’ αυτήν, 
έλεγε, λύνεις όλα σου τα προβλήματα σαν να ήτανε μαγική. Μου ’λεγε «πες 
το και συ μάννα-Γοέστ! Γοέστ!» Και τον άκουγε ο Αχιλλέας μου και του 
’λεγε: «Γουέστ μωρέ Κώστα, Γουέστ…» και του απάνταγε ο Κώστας μου «Ε, κι
 εγώ τι λέω; Γοέστ…»
Αλλά εγώ παιδάκι μου δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω 
αυτή τη λέξη όσο ζούσα. Εδώ την έμαθα, γιατί αυτό είναι το Γουέστ, εδώ 
που είμαστε τώρα.
Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τα λόγια της η κυρα-Φωτεινή, πετιέται η Κλωθώ.
-Εμείς
 να ’βλεπες τι τραβήξαμε ώσπου να βρούμε πού ήτανε το παιδί για να το 
μοιράνουμε… Περιμέναμε να το βρούμε στην κούνια του όπως όλα τα μωράκια,
 αλλά πού… Αυτό είχε πάρει δρόμο δυτικά και το προφτάσαμε στις στήλες 
του Ηρακλή-στο Γιβλαρτάρ αν έχεις το Δία σου…
Ύστερα,  ο δάσκαλος που είχε τον Καραμανλή μαθητή στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, γυρίζει και μου λέει:
-Αγαπητέ μοι, θα επεθύμουν να είπω καγώ λέξεις τινάς σχετικάς προς την δυτικοφιλίαν του μεγάλου αυτού τέκνου της Αμερικής…
-Της Ελλάδας δάσκαλε, του λέω.
-Συγχωρήσατε την παραδρομήν της γλώσσης μου, της Ελλάδος ήθελον να είπω. Μοι δίδετε την άδειαν προς τούτο;
-Πες κάτι κι εσύ δάσκαλε, όμως στα γρήγορα.
-Εγώ
 θα τα είπω εις υμάς και ουχί εις τα γρήγορα. Και σας υπισχνούμαι ότι 
δεν θα μακρηγορήσω. Ενθυμούμαι ουκούν τας περιπτώσεις καθ’ ας 
ηναγκαζόμεθα, ελλείψει δευτέρου διδασκάλου εις την Πρώτην, να 
απασχολούμεν τα παιδία και κατά τας εσπερινάς ώρας της ημέρας. Κατά τας 
ημέρας ταύτας και ότε, ενώ ο ήλιος έδυεν, ευρισκόμεθα εντός της αιθούσης
 διδασκαλίας, ο Γκας ηγείρετο του αναλογίου του…
-Ο Κώστας δάσκαλε, τον διόρθωσα.
-Μάλιστα,
 ο Κώστας. Συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ο Κώστας ουκούν 
εγκατέλειπεν το αναλόγιόν του και κατηθύνετο προς το παράθυρον το προς 
Εσπερίαν, εκεί δε ίστατο ακίνητος, προσβλέπων περιδεής την δύσιν του 
ηλίου, ήτις επλήρωνε τον ουρανόν της Πρώτης πέπλων ερυθρών ως 
αιματοβάπτων, και ήτις υπέβαλεν εις τον νουν του ανθρώπου την ιδέαν των 
τελευταίων στιγμών της Δημιουργίας, την εν μέσω φλογών, αίτινες κατά τας
 Γραφάς θα την καταφάγωσιν ώσπερ άχυρον φλοξ πυρκαϊάς αγροτικής καλύβης.
 Και ήτο τόσον απορροφημένος εκ του θεάματος εκείνου, ώστε δεν ηδύνατο 
να ακούσει τας προτροπάς μου περί επανόδου του εις το αναλόγιόν του. Ήτο
 ως να μη υπήρχεν τας στιγμάς εκείνας.
Ίνα δώσω εν πέρας εις την απαράδεκτον δια σχολείον κατάστασιν ταύτην, απεφάσισα να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Γκας…
-Του Κώστα δάσκαλε.
-Του
 Κώστα, συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ηναγκάσθην ουκούν να 
μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Κώστα. Το ετοποθέτησα παραπλεύρως 
του παραθύρου, ώστε μα μη απαιτείται η εγκατάλειψις του αναλογίου του 
υπ’ αυτού κατά τας ώρας εκείνας. Τοιουτοτρόπως τουλάχιστον δεν ίστατο 
αλλά εκάθητο. Εκεί ήτο μονίμως πλέον «εις τα νερά του», καθώς λέγει ο 
χύδην όχλος.
-Δάσκαλε, δεν προσπάθησες να του κόψεις τη συνήθειά του αυτή;
-Να
 σας είπω… Ενθυμούμαι ότι άπαξ τον επέπληξα δριμέως. Πριν ή δυνηθώ όμως 
να αρθρώσω τας πρώτας λέξεις της επιπλήξεως, ούτος, οργίλως προσβλέπων 
με, μοι αντέλεξε με σταντορείαν φωνήν: «Κάτσε κάτου ρε!». Ήτο τόσον 
επιτακτική η εντολή του ώστε εκάθησα και έκτοτε δεν απετόλμησα πλέον να 
τον παρατηρήσω πάλιν δια την συνήθειάν του αυτήν. Και εκ των υστέρων 
απεδείχθη ότι καλώς εποίησα. Καθόσον απώλεσε μεν ο Γκας ολίγας…
-Ο Κώστας δάσκαλε
-Ο
 Κώστας, μάλιστα. Συγχωρήσατέ μοι και την νέαν ταύτην παραδρομήν. 
Απώλεσεν μεν ο Κώστας ολίγας ώρας παραδόσεως, όμως η Αμερική εκέρδισε 
ένα μεγάλον άνδρα.
Δεν τον διόρθωσα πάλι. Γιατί να μας πειράζει η αλήθεια;
                                     -----