ΦΤΗΝΟ
"Θα φύγω",του ’λεγε
"με άλλους θα γυρίζω
και σαν σκυλί θα σέρνεσαι
να με ζητάς.
Θα μ’ έχουνε ντυμένη στα μεταξωτά
και στα χρυσάφια
και τα μαλλιά μου ο πρώτος
θα τα κτενίζει κομμωτής.
Θα τρώω στο Πικαντίλλυ
κι οι εκδρομές μου θα ’ναι στο Παρίσι.
Σ’ άλλους θα πάω να με προσέχουν
και μονάχα εμένα ν’ αγαπούν.
Θα φύγω και σ’ εσέ
ποτέ δε θα ξανάλθω".
Είπε πολλά ακόμα
τα έμορφα χέρια της λικνίζουσα
και το θεσπέσιον σείουσα κορμί της.
Αυτός στο μεταξύ
το δεύτερο τσιγάρο είχε ανάψει
κι ένα βιβλίο εδιάβαζε φτηνό.
Όταν αυτή τελείωσε τα λόγια
την τσάντα της επήρε,
μισάνοιξε την πόρτα
για λίγο εστάθη εκεί
μετά την έκλεισεν, εγδύθη βιαστικά
και το κορμί της άφησε άψυχο να πέσει
στου εραστού την αγκαλιά.
Και κει
κάτω απ’ των σεντονιών των άπλυτων
τη μυρωδιά ξινίλας
και μέσα στους καπνούς απ’ τα τσιγάρα
για μια φοράν ακόμα υψώθηκε ως τον ουρανό.
Και κει ψηλά βεβαίως
όλα συγχωρούνται.