Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Με πήρε μόλις τηλέφωνο η Άννα.
Από το σπίτι του Θανάτου.  Εκεί όπου χτες πέθανε η γριά κυρία, και που γι αυτόν το λόγο σήμερα ξέρω ποιος ήταν ο ένας από τους εβδομήντα δύο νεκρούς της χτεσινής ημέρας-η μία.
Σε  αυτό το σπίτι η Άννα, η αδερφή της, ο γιος της και η κόρη της αδερφής της έχουν απόψε το Χάρο επίσημο  επισκέπτη. Καθώς κινούνται σκοντάφτουν πάνω του, πίνουν νερό  από το ποτήρι του, αναπνέουν τον αέρα που αναπνέει.  
Η Άννα βήχει, μιλάει βραχνιασμένα, πονάει. Είναι παιδί της συγγνωστής και σώζουσας ξεγνοιασιάς και τα βλέπει όλα καλόδεχτα και φυσιολογικά. «Θα περάσει», μου λέει.
Πιστεύω ότι αυτό το βράδυ θα είναι δύσκολο γι αυτήν.  Ο Θάνατος θα πιει ένα ποτηράκι ρούμι, θα ξεκουραστεί για λίγο και θα φύγει αδειανός όπως κάνει συνήθως με νέους ανθρώπους, ή θα κάνει εξαίρεση και απόψε θα πάρει μαζί του την Άννα;
Δεν ξέρω τα χούγια του.
 «Θα περάσει» τάχα λοιπόν για την Άννα; «Θα περάσει» για το γιό, την αδερφή και την ανεψιά της;