ΣΩΖΟΥΣΑ
Όταν περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
απλώθηκαν γύρω. Μερικοί
κάρφωσαν ένα ξύλο, του ’βαλαν χορδές.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζαν
βότανα βρίσκαν, σπίτια χτίζανε.
Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά το σήκωνε σα λάβαρο
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.
Κι έτσι προχωρώντας πλατυνόμενοι, ξάφνω
μπροστά σ’ ένα στενό στόμιοπάλι βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν κι άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
και καθώς άλλο να διαλέξουν δεν μπορούσαν
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.