Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

ΧΡΟΝΟΣ

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ ακούραστα φτερά σου
κι αφήνοντας  στη σκοτεινιά ό,τι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη θέρμη σου τα τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα πλάτια σου όποια άξια μου γραφή.

Φεύγε και παίρνε αντάμα σου κράτη, λαούς, θρησκείες
 κι άλλες ο αθέρας των φτερών σου ολόγυρα ας σκορπά-
εκείνες ρίχνε στις σκιές  του σύμπαντος τις κρύες
δίνε στις νιες να δένουνε σε πλάτια φωτερά.

Κι όπως οι πόρτες τ’ ουρανού κλείνουν προτού οι Μοίρες
προλάβουν να στεριώσουνε κατάρες τους ή ευχές
κλείνε και συ ξοπίσω σου ελπιδοφόρες θύρες
για φιλοσόφων θεωρίες κι αγίων προσευχές.

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε, τ’ ακούραστα φτερά σου
και φεύγε όλο, στο Χαμό βυθίζοντας το Χτες
Φεύγε και ούτε θύμηση ας μην ανθεί μακριά σου.
Φεύγε του Χάους σχίζοντας τις ζοφερές ερμιές.

Όμως στις μέρες της ζωής, τις δυστυχιά γεμάτες
και στις νυχτιές τις άφωτες και του κατατρεγμού
μέσα τους συνταιριάζοντας πόθους, χαρές φευγάτες
κόσμους εχτίζαν οι έλικες  του αισθαντικού μου νου.

Κι αν δέντρα, λούλουδα, πουλιά, στοιχειά του Κάτω Κόσμου
χάνονται, όμως πάλι αυτά στην Πλάση τους ανθούν,
μα όσα ο νους ο φωτεινός εγέννησε ο δικός μου
ξανά στης γης την απλωσιά ποτέ δε θα φανούν.

Γι αυτό και αν κι από κορφή ως νύχια αίμα στάζω
απ’ τις πληγές των δυνατών, ο ονειρικός εγώ,
κι αν όποια αχτίδα χαρωπή του ήλιου σου σκεδάζω
και σ’ όποιον ψίθυρο ή αχό με φρίκη αν ριγώ,

κι ως Χρόνε, οι χόμο σάπιενς, σάπιενς -φευ- δεν είναι
αλλά ερέκτους, κι οι άμοιροι γραφή δεν εννοούν
φύλακας των καλότεχνων εσύ κραυγών μου γίνε
για όσους, στο μέλλον, θα μιλούν-και όχι θα βοούν.

Στο ατέλειωτο ταξίδι σου κοντά σου Χρόνε παίρνε
τα λόγια μου που πρώτα αυτά εσέ έχουν σεβαστεί.   
Τα όποια τους νοήματα μαζί σου πάντα φέρνε
και απ’ αυτά κανένα τους, ποτέ ας μην ξεχαστεί.  

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ ακούραστα φτερά σου
κι αφήνοντας  στη σκοτεινιά ότι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη θέρμη σου τα τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα πλάτια σου όποια άξια μου γραφή.