Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

  ΣΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ

(μιας και δεν μπορούσα να τα
πω στήν κυρία Ρωρερκάρ,
τα είπα στην εφτάχρονη κόρη της)

Βρε για στάσου! Τι έχω πάθει;
Πώς την Τρίπολη αφήνω
δίχως κάτι τι να γράψω
για το κοριτσάκι εκείνο

που ομορφότερο δεν είναι
άλλο μες στην πόλη ετούτη,
λες κι ο θεός μόνο σε κείνο
χάρισε όλα του τα πλούτη-

ντροπαλότητα κι ευγένεια!
πρωτοφάνταχτη ομορφάδα!
και κομψότητα,και χάρη,
τρόπους, ήθος, εξυπνάδα!..

Και απ΄ όλα τα πιο πάνω
τα καλά που είπα τα τόσα,
ένα μόνο αν είναι ψέμα,
να μου κόψει ο θεός τη γλώσσα!

Κι ομορφότερο κουκλάκι
αν θα βρει κανείς στην Πλάση,
από τ΄ άσπρα μου τα γένια
δέχομαι να με κρεμάσει.

Κι αν κανένας, κοριτσάκι
δει στην πόλη πιο ωραίο
τότε εγώ τα ποιήματά μου
(τόσο που αγαπώ!) τα καίω.

Σοβαρότητα γεμάτο
μες στο δρόμο περπατάει,
δεν αργεί και δε χαζεύει,
και σ΄ αγνώστους δε μιλάει.

Απ΄το σπίτι στο σχολείο
κι από το σκολιό στο σπίτι
και το βήμα του ταχύνει
σα θα δει κάποιον αλήτη.

Και δεν κάνει όπως τ΄ άλλα
τα κορίτσια κουταμάρες.
Κι ούτε γνοιάζεται για μόδες
και στολίδια και φανφάρες.

Παντελόνι φτάνει μόνο
και μπλουζί να βάλει άσπρα,
κι οι αγγέλοι τη ζηλεύουν
και της πιάνουν κάκια τ΄άστρα.

Σε κομμώτριες δεν πάει
να χτενίζει το μαλλί της
κι ούτε ανάγκη σκουλαρίκια
να κρεμάσει έχει στ΄ αυτί της.

Κι όμως, όλα τα ωραία
της Τριπόλεως τ΄ αγόρια
για χατίρι της πιανόνται
και μαλώνουν σαν κοκόρια.

Αλλά όμως το Μαράκι
που μυαλό έχει στο κεφάλι
σημασία καμιά δε δίνει
σ΄ όποια τέτοια βλέπει πάλη.

Τα μαθήματά του έχει
για φροντίδα του μονάχη
και για να τα μάθει, η μόνη
είναι αυτό που δίνει μάχη.

Και γι αυτό στη γειτονιά μας
τη μικρή, όλοι όσοι ζούνε,
για τ΄ ωραίο το Μαράκι
καλό λόγο έχουν να πούνε.

Και καλλίτερον απ΄όλους
λέω εγώ, που κάθε μέρα
ίδιες σκάλες ανεβαίνω
κι αναπνέω ίδιον αέρα,

μιας και μένουμε κι οι δύο
Σοφοκλέους νούμερο τρία
και μαζί κι οι δυο τραβάμε
της Τριπόλεως τα κρύα.

Μα, μικρούλι μου ομορφούλι,
απ΄ της πόλης σου τα μέρη
με φυσάει με μανία
της ζωής τώρα τ΄ αγέρι.

Και προτού απ΄ το φύσα φύσα
σα σημαίας ράκη γίνω,
άλλο δεν μπορώ να κάνω:
τα μαζεύω και του δίνω!

Μα πριν φύγω μάθε τούτο:
πως το «γεια σου» που μού είπες
ένα μήνα πριν περίπου-
στο ισόγειο που με είδες-,

που από την αγνή κι αθώα
την ψυχούλα σου εβγήκε,
σ΄ όλαγνη κι αθώα κι εκείνη
μια ψυχή άλλην εμπήκε:

την ψυχή την εδική μου
παιδική κι αυτή που είναι,
οι ψυχές ως όλες είναι
των ποιητών, όπου δε γίνε-

ται χωρίς αγνή κι αθώα
μια ψυχή αυτοί να ζήσουν-
και που μόνο τους αφήνει,
σαν κεράκια όταν σβήσουν.

Και αυτή σου την εικόνα
(στα ολόλευκα ντυμένη
κι ένα «γεια σου» να μου στέλνεις
που στο νου για πάντα μένει),

θα τηνε κρατώ στη σκέψη
ως την ώρα τη στερνή μου.
Και για όσα έχω δώσει
θα ΄ν΄ αυτή πληρωμή μου.

Και αυτό, καλό, γλυκό μου,
ντροπαλό μου κοριτσάκι,
πιόμα ολόγλυκο θα κάνει
του χαμού μου το φαρμάκι.

Αλλά φεύγοντας δε θέλω
με φαρμάκια να σ΄ αφήσω,
παρά θέλω μ΄ ένα δώρο
να σε αποχαιρετήσω,

για να με θυμάσαι όταν
θα ΄χω φύγει από την πόλη-
πόλη για την ομορφιά σου
που να λέει έχει όλη.

Κι άλλο δεν μπορώ να κάνω
Παρά ένα ποιηματάκι
Σαν αυτό να σου χαρίσω
Αντί γι άλλο ένα δωράκι.

Γιατί αυτό εσύ το παίρνεις
Από του σπιτιού τη σκάλα
Ενώ θα ΄χα  να στα φέρω
Δώρα αν θα σου ΄κανα άλλα.

Μα στο σπίτι σου να έρθω
και την πόρτα να χτυπήσω
δεν τολμώ, κι όλο τον κόσμο
να ΄θελα να σου χαρίσω.

Και θα είχε όλο το δίκιο
να μου πει όποιος μού ανοίξει:
«τι ζητάς εδώ κύριέ μου;»,
Και την πόρτα να μου ρίξει.

Σου επήρα ένα κομπιούτερ,
το αμπαλάρισα για δώρο,
και στου ισόγειου είχα φτάσει
τον ιερό για μένα χώρο,

και το χέρι μου είχα απλώσει
το κουδούνι να χτυπήσω.
Μα όσα παραπάνω σου ΄πα,
μ΄ έσπρωξαν και πάλι πίσω.

Σ΄ ένα βουλγαράκι επήγα
Και το έδωσα, που ιδέα
Ούτε από κομπιούτερ έχει,
Και στους δρόμους όλο τρέχει.

Και αληθινά σου λέω
δε λυπάμαι για το χρήμα
μα για το κομπιούτερ-πες μου-
τσάμπα πάει, δεν είναι κρίμα;..

Τέλος πάντων, δεν πειράζει.
Από σε χρήμα δε λείπει
και γι αυτό διόλου δε νιώθω
για ό,τι έχει γίνει λύπη.

Και στο κάτου κάτου ποίημα
δε θα πάρεις ποτέ άλλο.
Κράτα αυτό λοιπόν Μαράκι
και ας ειν΄λίγο μεγάλο.

Κι αφού φεύγω, άκου ακόμα
και παράπονο ένα που ΄χω,
και που κουβαλώ μαζί μου
σα βαρύ να είναι ρούχο:

Είναι που σε με δεν ήρθες
είτε συ, ο Χρήστος είτε,
κάλαντα των Χριστουγέννων
ή Νέου Έτους να μου πείτε,

σαν μικρά ήσασταν ακόμα.
Κι άλλα έψαχνα, άγνωστά μου,
να μου τα ειπούν παιδάκια,
κι όχι εσείς, που είστε δικά μου.

Χίλια παλιοευρώ κρατούσα
κάθε μια φορά που οι δυο σας
θα τα λέγατε σε μένα
με τον τρόπο τον δικό σας.

Τρεις χιλιάδες κάθε χρόνο
για σας τα ΄χα φυλαγμένα-
για τα κάλαντα που θ΄ άκουα
’πό το Χρήστο κι από σένα.

Όχι γιατί πλούσιος είμαι,
μα γιατί καμιάν αξία
τα λεφτά για με δεν έχουν
και καμία σημασία.

Κι επειδή θα τα ΄χα δώσει
σε παιδάκια δυο, που η ζήση
με χαρίσματα απ΄ τα σπάνια
τα ΄χει απλόχερα προικίσει.

Ποιος σας κράτησε το βήμα
δώθε πάνω να μη ΄ρθείτε
με τη θεία σας φωνούλα
και σε μένα να τα πείτε;

Όμως παύω-δεν ρωτάω.
Μόνο πριν το Νέο Έτος
φεύγω, πριν ιδώ και πάλι
πως δε θα ΄ρθετε ούτε φέτος.

Κάκια όμως δεν κρατάω
(πώς θα το ΄κανα γι αγγέλους;)
μόνο πίκρα μια μεγάλη
που θα μ΄ έχει μέχρι τέλους.

Μα εμπρός! Τραγούδι πιάστε
σεις μικρό, εγώ μεγάλο
κι ας ριχτούμε ο καθένας
στης ζωής τον όποιο σάλο!

Όσο οι άνθρωποι υπάρχουν
και η γη όσο γυρίζει,
τα παράπονα δε σώνουν
κι η ομορφιά θα ξεχειλίζει.

Μπρος! Καινούργιες  περιπέτειες!
Μπρος! Καινούργια καρδιοχτύπια!
Για καινούργιους μπρος γειτόνους-
γέρους, γριές, και νιες, και νήπια!

Μπρος! Η ζήση καρτεράει-
οι ανοιχτές της οι αγκάλες
χίλια μυρια έχουν ισόγεια
και τριώροφα με σκάλες!

Ας αφήσω πια τις κλάψες
και τ΄ αποχαιρετιστήρια-
οι ταμίες του μέλλοντός μας
τσάμπα δίνουν εισιτήρια

για χαρές, για διασκεδάσεις,
για ωραίες γνωριμίες-
οι θεοί του μέλλοντός μας
από μας ζητούν θυσίες.

Ας τρυγήσουμε τα κάλλη
κάθε Άνοιξης και Θέρους!
Κι άλλα θα ΄βρω εγώ κουκλάκια
και ποιητές  συ συνεταίρους.

Ζήτω ο κόσμος ο μεγάλος!
Μια γωνίτσα η Σοφοκλέους!
Ζήτω η ζάλη της ελπίδας
που μας έχει πάντα νέους!

Ζήτω τα όμορφα ταξίδια!
Ο θεός ο Έρως ζήτω!
Ζήτω οι έξυπνοι ανθρώποι!
Ζήτω ακόμα κάθε βλήτο!

Όλοι έχουν εδώ πάνω
το δικαίωμα να ζήσουν,
να χαρούνε, να χορέψουν,
κι όλοι τους να ευτυχήσουν.

Κι όπου βρει την ευτυχία
ο καθένας, χάρισμά του
κι ας τη βρήκε ίσως μέσα
στα σκοτάδια του θανάτου,

κι ας τη βρήκε στο μεθύσι,
στα χαρτιά ή στην αγάπη,
στον Ιππόδρομο, στον τζόγο,
ή στης θάλασσας τα πλάτη.

Περί ορέξεως ου λόγος.
Κάθε άνθρωπος και λόξα.
Άλλα όνειρα, άλλες σκέψεις,
άλλα βέλη, άλλα τόξα.

Απ΄ αυτές τις μπούρδες όμως
να κρατήσεις συ Μαράκι
ένα πράγμα: ότι κάθε
αγοράκι ή κοριτσάκι,

κάθε άνθρωπος μεγάλος,
ή μικρός, ή όποιος να ΄ναι,
είναι κάποιος που όμοιός του,
κανείς άλλος δε θε΄ να ΄ναι.

Πλάσμα που για μια μονάχα
φάνηκε φορά στην Πλάση,
και μ΄ αυτό ίδιο, κανένα,
και ποτέ δε θα περάσει.

Και αυτό σημαίνει ότι
μόνο συ μπορείς να κρίνεις
τι σε σένανε ταιριάζει,
τι απορρίπτεις, τι εγκρίνεις.

Όπως είναι το δικό σου
το μυαλό, δε θα ΄ρθει άλλο,
κι αν το σύμπαν μας ακόμα
όσο ήθελε ειν΄ μεγάλο,

κι όσοι κι αν θα γεννηθούνε
σ΄ όποια αστέρια, κι όσοι ανθρώποι,
κι όσοι κι αν κατοικηθούνε
από ανθρώπους, κι όποιοι τόποι.

Κι αφού ξέρεις πια Μαράκι
τη μοναδικότητά σου,
είσαι υπεύθυνη για όλα
που είναι μοναχά δικά σου.

Το σχολείο, τα βιβλία,
τις παρέες, το φαί σου,
μ΄ ένα λόγο για την ίδια
είσαι υπεύθυνη ζωή σου.

Τη ζωή που είναι δικιά σου
κι άλλου κανενός. Τελεία.
Και ας λέει ό,τι θέλει
όποιος κύριος ή κυρία.

Είχαμε...-α!- στα «ζήτω» μείνει.
Ζήτω το λοιπόν τα πάντα.
Το χαρτί, η κιμωλία,
το μολύβι σου, η τσάντα!

Ζήτω! Πες και συ Μαράκι
σ΄ όλα γύρω σου κι εντός σου!
Ζήτω! Και ιδές-ο κόσμος
ευθύς έγινε δικός σου.

Ζήτω η φύση η αιώνια,
η καλή ζήτω η φιλία,
ζήτω τα όμορφα τ΄ αγόρια,
ζήτω-φευ-και τα σχολεία!..

Αλλά φόρα έχω πάρει
και δε λέω να τελειώσω.
Γεια σου το λοιπόν Μαρία
που πεντάμορφη είσαι τόσο.

Και σ΄ ευχαριστώ και πάλι
για το «γεια σου» αυτό που μου ΄πες
που αξίζει όσο βραβείων
ασημένιες χίλιες κούπες.

Γεια σου. Και να με θυμάσαι.
μια φορά το μήνα έστω
(το Κου Κου Ε όσο θυμάται
του Καρλ Μαρξ το μανιφέστο).

Οπου να ’μαι θα το νιώθω.
Γιατί τότε αναμφιβόλως,
ένα κύμα καλοσύνης
κι ομορφιάς θα είμαι όλος.

9-12-2004