Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Στους παλαιότερους είναι γνωστό ότι ο παλιός Καραμανλής (ο θείος του σημερινού), είχε συχνά στη γλώσσα του τη φράση: «Ανήκομεν εις την Δύσιν» και ότι αυτό ήτανo η πίστη του και καθόριζε την πολιτική του.
Πάμε λοιπόν.

Καθώς στην Κόλαση που βρίσκομαι τριγυρνώ ανάμεσα σε πεθαμένους, συναντώ διάφορους γνωστούς. Γιατί οι πεθαμένοι, μη έχοντας σπίτι και μέρος να κάτσουν, τριγυρίζουν ολοένα. Και βρίσκει κανείς έναν έναν ή πολλούς μαζί να βολτάρουνε ή να έχουν ανοίξει πηγαδάκια και να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια τους. Μια νύχτα λοιπόν είδα μια παρεούλα που είχε για θέμα της τον Καραμανλή-το θείο. Ανάμεσα στους ίσκιους η μητέρα και ένας από τους δασκάλους του Kαραμανλή.
Πλησίασα και αφού μπήκα στην συζήτηση, ρώτησα τη μητέρα του Καραμανλή:
-Κυρα Φωτεινούλα για πες μου, τι θυμάσαι πιο πολύ από τον Κώστα;
-Πιο πολύ θυμάμαι παιδάκι μου την ημέρα που τόνε γέννησα, γιατί η γέννα του πολύ με παίδεψε.
-Γιατί σε παίδεψε κυρα-Φωτεινή;
-Παιδάκι μου δεν έβγαινε. Δεν έβγαινε με τίποτα. Και δεν έβγαινε γιατί ο σατανάς με είχε καβαλημένηνε-γι αυτό! Και αυτό το είπε και η μαμή που ήρθε να με ξεγεννήσει.
-Μπορείς να μου πεις τα πράγματα με πιο λεπτομέρειες σε παρακαλώ κυρα-Φωτεινή;
-Να στα πω παιδάκι μου. Εμείς εμέναμε δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Και εγώ απάνου στο κρεβάτι μου εκοιμόμουνα με το κεφάλι μου κατά το ιερό της εκκλησίας, για να με φυλάει ο Κύριος που έτσι θα τον είχα πιο κοντά μου. Αμ δε μου λες, που να το ’ξερα εγώ η κακομοίρα πως δεν έπρεπε να κοιμάμαι με το κεφάλι κατά κει και πως γι αυτό δεν έβγαινε το παιδί… αγράμματη γυναίκα ήμουνα, έλεγα πως ήτανε καλλίτερα να έχω το ιερό της εκκλησίας κοντά μου να σκέπει την κεφαλή μου. Ε, ήρθε η ώρα να γεννήσω κι έπεσα στο κρεβάτι να γεννήσω μόνη μου, γιατί η μαμή ξεγένναγε αλλού και θ’ αργούσε να ’ρθει. Τότες μαθές δεν είχαμε κλινικές και νοσοκομεία. Εσφίχτηκα λοιπόν, είχα και τα πανιά κοντά μου να σκουπιστώ κι εγώ και να ντύσω και το παιδί, πού παιδί… εκείνο όχι δεν έβγαινε, αλλά ανέβαινε αντί να κατεβαίνει, λες και ήθελε να βγει από το στόμα μου-κοίτα, ανατριχιάζω που το λέω… Χριστός και Παναγιά, κάνω. Ξανασφίγγομαι, ξεφούσκωσε πάλι η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί το παιδί επήγαινε πάλι προς τα πάνω, προς το λαιμό μου. Τρόμαξα αλλά δεν τα ’χασα. Ζούπηξα το στήθος μου, ξαναγέμισε η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί δεν μπορούσα ούτε αναπνοή να πάρω και η καρδιά μου επήγαινε να σταματήσει από το παιδί που δεν την άφηνε να δουλέψει. Βάζω τις φωνές έρχεται μια γειτόνισσα της λέω πήγαινε να φωνάξεις το Γιώργη από το μαγαζί γιατί το και το, το παιδί πάει να βγει από το στόμα. Ώσπου να ’ρθει ο Γιώργης ο άντρας μου-Γιώργη τονε λέγανε, εγώ όλο και εσφιγγόμουνα, αλλά όχι και δυνατά για να μη με πνίξει το παιδί. Όμως όταν έβλεπα σε κάθε σφίξιμο να τραβάει το παιδί προς τα πάνω, σταμάταγα. Το τι τράβηξα εκείνη την ημέρα δε λέγεται.
Έρχονται και οι γειτόνισσες, βλέπουνε τι εγινόντανε κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Και κει απάνου ευτυχώς, μπήκε η μαμή, θάνατο να ’χει, και με λεφτέρωσε.
-Πώς;
-Μπαίνει κι όταν έμαθε τι έγινε, άρχισε να φωνάζει: Μωρή ζουρλές τι σταυροκοπιούσαστε; Τη γυναίκα την έχει καβαλικέψει ο σατανάς και, ο τρισκατάρατος, δε φεύγει με σταυροκοπήματα. Την έχει καβαλικέψει γιατί εξάπλωσε με το κεφάλι κατά το ιερό, κατά τη Δύση-οι Καραμανλούδες γεννάνε πάντοτε με το κεφάλι κατά την Ανατολή-ζουρλές είσαστε; Γύρνα μωρή Φώτω, μού κάνει. Και με πιάνει παιδάκι μου και με γυρίζει ανάποδα, με το κεφάλι στο μέρος που είχα τα πόδια μου και με τα πόδια εκεί που ήτανε πρώτα το κεφάλι μου. Ε παιδάκι μου, αυτό ήτανε. Ο τρισκαταραμένος εβγήκε αμέσως από μέσα μου και από κοντά εβγήκε και το παιδί από τον κανονικό δρόμο του. «Είσαι πρωτάρα», μου λέει η μαμή, «στις άλλες τις γέννες σου να ξέρεις να ξαπλώνεις με το κεφάλι κατά την Ανατολή, έτσι που το παιδί να μπορεί να βγει γιατί θα τραβάει κατά τη Δύση. Αφού ο τρισκατάρατος έχει βάλει βουλή να χαλάσει τους ανθρώπους, εμείς, φτωχές γυναίκες θα τόνε σταματήσουμε;»
Και παιδάκι μου όλα μου τα κατοπινά παιδιά τα εγέννησα με ευκολία γιατί έκανα εκείνο που είπε η μαμή. Και τον Αχιλλέα μου έτσι τόνε γέννησα.
Γιατί εγώ πού να ήξερα τότες από Ανατολή και από Δύση, αργότερα τα ’μαθα, όταν ο Κώστας μου έγινε πρωθυπουργός. Τότε όλο αυτή τη λέξη έλεγε. Όλο Δύση και Δύση το πήγαινε. Και το μυαλό του γεμάτο από αυτή τη λέξη ήτανε μόνο. Αφού όταν ερχότανε καμιά φορά να με δει στο χωριό, όταν τον αφήνανε οι δουλειές του, «γεια σου μάννα» δε μου ’πε ποτές. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», έτσι με χαιρέταγε. Και μου είχε μάθει να του απαντάω «αληθώς ανήκομεν», όπως καλή ώρα λέγαμε «αληθώς ανέστη» για τον Κύριο που αναστήθηκε.
Και τόσο την αγάπαγε αυτή τη λέξη παιδάκι μου, που και μέσα στο δωμάτιό του την είχε. Και μάλιστα την είχε γραμμένη όπως τη λένε στα αμερικάνικα. Είχε ένα μεγάλο πανί με ’φασμένα πάνω του τέσσερα γράμματα. Το πρώτο ήτανε ένα ανάποδο μου. Τα άλλα τρία ήτανε ελληνικά-τα ήξερα κι εγώ. Ήτανε ένα Ε, μετά ένα σου που το βάνουνε στο τέλος και ύστερα το του. Και μού έλεγε να τη μάθω κι εγώ αυτή τη λέξη την ξένη, γιατί μ’ αυτήν, έλεγε, λύνεις όλα σου τα προβλήματα σαν να ήτανε μαγική. Μου ’λεγε «πες το και συ μάννα-Γοέστ! Γοέστ!» Και τον άκουγε ο Αχιλλέας μου και του ’λεγε: «Γουέστ μωρέ Κώστα, Γουέστ…» και του απάνταγε ο Κώστας μου «Ε, κι εγώ τι λέω; Γοέστ…»
Αλλά εγώ παιδάκι μου δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αυτή τη λέξη όσο ζούσα. Εδώ την έμαθα, γιατί αυτό είναι το Γουέστ, εδώ που είμαστε τώρα.  
Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τα λόγια της η κυρα-Φωτεινή, πετιέται η Κλωθώ.
-Εμείς να ’βλεπες τι τραβήξαμε ώστε να βρούμε πού ήτανε το παιδί για να το μοιράνουμε… Περιμέναμε να το βρούμε στην κούνια του όπως όλα τα μωράκια, αλλά πού… Αυτό είχε πάρει δρόμο δυτικά και το προφτάσαμε στις στήλες του Ηρακλή αν έχεις το Δία σου…
Ύστερα το λόγο πήρε ο δάσκαλος που είχε τον Καραμανλή μαθητή στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.
-Αγαπητέ μοι, θα επεθύμουν να είπω καγώ λέξεις τινάς σχετικάς προς την δυτικοφιλίαν του μεγάλου αυτού τέκνου της Αμερικής…
-Της Ελλάδας δάσκαλε, του λέω.
-Συγχωρήσατε την παραδρομήν της γλώσσης μου, της Ελλάδος ήθελον να είπω. Μοι δίδετε την άδειαν προς τούτο;
-Πες κάτι κι εσύ δάσκαλε, όμως στα γρήγορα.
-Εγώ θα τα είπω εις υμάς και ουχί εις τα γρήγορα. Και σας υπισχνούμαι ότι δεν θα μακρηγορήσω. Ενθυμούμαι ουκούν τας περιπτώσεις καθ’ ας ηναγκαζόμεθα, ελλείψει δευτέρου διδασκάλου εις την Πρώτην, να απασχολούμεν τα παιδία και κατά τας εσπερινάς ώρας της ημέρας. Κατά τας ημέρας ταύτας και ότε, ενώ ο ήλιος έδυεν, ευρισκόμεθα εντός της αιθούσης διδασκαλίας, ο Γκας ηγείρετο του αναλογίου του…
-Ο Κώστας δάσκαλε, τον διόρθωσα.
-Μάλιστα, ο Κώστας. Συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ο Κώστας ουκούν εγκαλέλειπεν το αναλόγιόν του και κατυθύνετο προς το παράθυρον το προς Εσπερίαν, εκεί δε ίστατο ακίνητος, προσβλέπων περιδεής την δύσιν του ηλίου, ήτις επλήρωνε τον ουρανόν της Πρώτης πέπλων ερυθρών ως αιματοβάπτων και ήτις υπέβαλεν εις τον νουν του ανθρώπου την ιδέαν των τελευταίων στιγμών της Δημιουργίας, την εν μέσω φλογών, αίτινες κατά τας Γραφάς θα την καταφάγωσιν ώσπερ άχυρον φλοξ πυρκαϊάς αγροτικής καλύβης. Και ήτο τόσον απορροφημένος εκ του θεάματος εκείνου, ώστε δεν ηδύνατο να ακούσει τας προτροπάς μου περί επανόδου του εις το αναλόγιόν του. Ήτο ως να μη υπήρχε τας στιγμάς εκείνας.
Ίνα δώσω εν πέρας εις την απαράδεκτον δια σχολείον κατάστασιν ταύτην, απεφάσισα να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Γκας…
-Του Κώστα δάσκαλε.
-Του Κώστα, συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ηλαγκάσθην ουκούν να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Κώστα. Το ετοποθέτησα παραπλεύρως του παραθύρου, ώστε μα μη απαιτείται η εγκατάλειψις του αναλογίου του υπ’ αυτού κατά τας ώρας εκείνας. Τοιουτοτρόπως τουλάχιστον δεν ίστατο αλλά εκάθητο. Εκεί ήτο μονίμως πλέον «εις τα νερά του», καθώς λέγει ο χύδην όχλος.
-Δάσκαλε, δεν προσπάθησες να του κόψεις τη συνήθειά του αυτή;
-Να σας είπω… Ενθυμούμαι ότι άπαξ ηγέρθην της έδρας μου και τον επέπληξα δριμέως. Πριν ή δυνηθώ όμως να αρθρώσω τας πρώτας λέξεις της επιπλήξεως, ούτος, οργίλως προσβλέπων με, μοι αντέλεξε με σταντορείαν φωνήν: «Κάτσε κάτου ρε!». Ήτο τόσον επιτακτική η εντολή του ώστε εκάθησα και έκτοτε δεν απετόλμησα πλέον να τον παρατηρήσω πάλιν δια την συνήθειάν του αυτήν. Και εκ των υστέρων απεδείχθη ότι καλώς εποίησα. Καθόσον απώλεσε μεν ο Γκας ολίγας…
-Ο Κώστας δάσκαλε
-Ο Κώστας, μάλιστα. Συγχωρήσατέ μοι και την νέαν ταύτην παραδρομήν. Απώλεσεν μεν ο Κώστας ολίγας ώρας παραδόσεως, όμως η Αμερική εκέρδισεν ένα μεγάλον άνδρα.
Δεν τον διόρθωσα πάλι. Γιατί να μας πειράζει η αλήθεια;