ΤΟ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ
Λοιπόν δε θα πεθάνω από καρκίνο.
Ανεύρυσμα ένα διεκδικεί και κείνο
τ’ αχειροποίητα δικαιώματά του
στον τρόπο του αφεύκτου μου θανάτου.
Και λέει του Θανάτου: « Φίλε γεια σου!
Με μένα θα τελειώσεις τη δουλειά σου
γρήγορα, καθαρά, πολιτισμένα.
Όχι βρωμιές από έντερα σπασμένα,
όχι έδρες παρά φύσιν, καθετήρες,
και κατακλίσεις κι αναρροφητήρες,
όχι μηνών-χρονών ταλαιπωρίες
με σάκχαρα, κατάγματα, ουρίες…
Εγώ σε δυο λεφτά τον τελειώνω.
Σπάω κι ολοσχερώς τον ξεματώνω.
Και πια συ νικητής μέσα του μπαίνεις
και τον τρυγάς και στ’ άρμα σου τον δένεις
και τον τραβάς συρτόν στον άλλο κόσμο
που μέντα εκεί δεν έχει ούτε δυόσμο.
Και όλ’ αυτά σε δυο λεφτούλια μόνο.
Και δίχως αγωνίες, κραυγές και πόνο.
Μόνο θα νιώσει μες στο Κρύο να μπαίνει
και προς την Άβυσσο να κατεβαίνει.
Και μόνο θα σκεφτεί λίγο πριν σβήσει
ότι ξανά δε θα ’δει ηλίου δύση.
Λοιπόν μετά ’π’ αυτά Θάνατε, πες μου-
ανίκητες δεν είναι οι δύναμές μου;
Δες με! Ο αθέρας είμαι της αλκής!
ΕΊΜΑΙ ΤΟ ΑΝΕΎΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΉΣ!»