ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
(Γιορτή βιβλίου στην πλατεία του Άρεος. 2003. Δίπλα στο περίπτερο των «ποιητών» της Τρίπολης, κάποιο περίπτερο κάποιας Δημόσιας Υπηρεσίας. Και πίσω από τον πάγκο του περίπτερου καθισμένες «Το Γέλιο» και «Το Στήθος». Ας εξηγήσω: Στο ένα κορίτσι ένα διαβολικά ελκτικό γέλιο και στο άλλο το τέλειο στήθος.)
Δυο κορίτσια μου γελάνε-
άνθη ανοίγουν κι ευωδάνε
και μεθούν τη γύρω φύση
με χαράς γλυκό μεθύσι.
Δυο κορίτσια μου μιλούν
ρυάκια γάργαρα κυλούν
και το αλλέγρο τους τραγούδι
δροσοστάλαχτο λουλούδι.
Κι αχ ζευγάρια δυο ματάκια
που ας γινόταν δυο λεφτάκια
να ερχόνταν από δω
και να βλέπαν ό,τι εγώ:
να 'δουν πόδια, να 'δουν χέρια
να 'δουν άσπρα περιστέρια
να !δουν χείλια και φιλιά
κι όλο μέλι αγκαλιά
και να νιώσουν τι μαρτύρια
τόσα κάλλη δίνουν μύρια
και ποινή να ξέρουν ποια
θα ' χουνε γι αυτό βαριά.
Και μετά ξανά πια μπαίνουν
στις τρυπίτσες πoυ ομορφαίνουν,
να μας βλέπουν από κει
όπως πάγοι πολικοί,
που κι οι γήινοι να λιώσουν
κείνοι δε θα τελειώσουν-
μ' ειρωνεία θα μας κοιτάζουν
και κρυφές ματιές θ' αλλάζουν.
Και στην Κόλαση μον' του Άδη
μεις θα βρούμε ίσως χάδι-
αν η θέρμη της η τόση
τα παγόβουνα θα λιώσει...
Βρε για δες τι πάει και κάνει
ο θεός μας-το φουστάνι!
Βρε για δες πού οδηγεί
η όλο αιμάσσουσα πληγή:
με την όμορφη γιορτή
δυο γυναίκες ασσορτί,
και γι αυτές εγώ να γράφω
μ’ ένα πόδι μες στον τάφο...