ΜΙΑ ΑΣΗΜΑΝΤΗ ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ
Απ΄ τ΄ άσπρα πόδια της έλαμψε η νύχτα.
Η νύχτα η νυχτιά-η νύχτα-η μαύρη νύχτα.
Εγύριζα απ΄την πόλη τη γειτονική
Που πήγα να τηλεφωνήσω στη Ελπίδα.
Ή στη Ελένη ή στην Μαργαρίτα.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.
Στο σπίτι φτάνοντας την είδα
Στο φως που ένα έριξε αυτοκίνητο περνώντας.
Έλαμψε η νύχτα απ΄ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, άσπρες, στέριες, μαλακές κολώνες
Που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου.
Τόσο ηδονικές,
Που αναρωτιέσαι
Αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν΄ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
Ως και την Πύλη του Ναού.
Τώρα,
Μετά από τ΄ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-όχι ότι πάντα ίσως υπάρχει,
Μα ότι έστω κάποτε Αυτό υπήρξε,
Τ΄ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;)
Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.