ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ
Χτες, Ιούλη ’κοσιοχτώ, βράδυ,
μι’ αποκάλυψη!
Από Γιώτα Βήτα προς Κέννεντυ βαδίζοντας,
στο ύψος της πλατείας,
ένα ζευγάρι εβρέθηκε μπροστά μου.
Μεσόκοποι.
Ψηλός ευθυτενής και σοβαρός εκείνος
με πίσω του δεμένα απλά τα χέρια,
μπλούζα και παντελόνι ευπρεπή,
αμίλητος, στητός,
με βάδισμα ένα ευγενικό.
Εκείνη δεξιά του,
σεμνά κι αέρινα να τον κρατεί αγκαζέ,
ντυμένη πεντακάθαρο ένα ταγιεράκι
ούτε φτηνό ούτε ακριβό.
Ίδια κι αυτή σεμνή και σοβαρή.
Κοντύτερη από κείνον (ως ταιριάζει).
Καλοφτιαγμένη,
βαδίζοντας άλλο χωρίς
παρά τα πόδια μόνο να κινεί.
Βγαλμένο από παλιές της πόλεως εικόνες-
ένα ζευγάρι
που έχοντας τις τυπικές
τελειώσει υποχρεώσεις της ημέρας,
για βόλτα βγαίνει,
σοβαρό και υπεύθυνο,
συνειδητά αποφεύγοντας τον συμφυρμό του
με σύγχρονους μπλαζέ, ή φωνακλάδες, ή με κείνους
που είτε κατά ζεύγη ή μόνοι,
ισοπεδώνουν την κοσμιότητα
τον δρόμο ετοιμάζοντας για να βαδίσει επάνω του
το άσκοπα κι ασύνειδα μοντέρνο.
Κι αμίλητοι.
Αλήθεια,
μια φράση μόνο,
μια λεξούλα,
κι όλη θα χάνονταν η εικόνα η μαγική.
Σίγουρος είμαι: στο σπίτι τους γυρνώντας
θα φορέσουν τις πιζάμες τους
θα φιληθούνε καληνύχτα
και στο κοινό μεγάλο τους θα πέσουνε κρεβάτι
σκεφτόμενοι πριν κοιμηθούν
ότι να κάνουν ίσως πάλι δε θα πρέπει
μια τέτοια βόλτα σ’ ένα πλήθος μέσα
που τόσο αβάσταχτα έχει αλλάξει.
Με βία συγκράτησα την ξαφνική μου πεθυμιά
να προσπεράσω, πίσω να στραφώ,
κι αφού έτσι αντιμέτωπός τους έρθω,
να τους ειπώ το πόσο με συντάραξεν
η εικόνα των αυτή.
Μα η δειλία, ή όπως θέτε πέστε την αλλιώς,
Το βήμα μου εκράτησε.
Ή πάλι ίσως φοβήθηκα μη δω στα πρόσωπά των
το βάρος των αλλοτινών καιρών
και την ευθύνη
που πάραυτα θα μ’ εξουθένωνε.
Και καθυστέρησα το βήμα ως να τους χάσω.
Εκείνα που περίπου θα τους έλεγα όμως
τα γράφω εδώ.
Γιατί τι διάολο άλλο τήνε θέλουμε την ποίηση
αν όχι μέσα της για να ξερνάμε
Ό,τι εντός μας κρατημένο θα μας σκότωνε;