Στο Γιώργη, τον πατέρα της Ντόρας
(φίλο, που έφυγε ενώ βρισκόταν στην εξορία)
To σπίτι Γιώργη αδειασε' μήπως γιατί του λείπεις;
μήπως γιατί το γέμιζες μ' αγάπη και φροντίδα;
μήπως γιατί του ήλιου σου έσβυσε κάθε αχτίδα;
το σπίτι Γιώργη εντύθηκε το φόρεμα χης λύπης.
Ο κόσμος Γιώργη εμίκρυνε-κάτι έχει μέγα χάσει'
Μήπως την αθωότη σου; την καλωσύνη μήπως;
τ' άνθη που τον πλημμύριζε της ανθρωπιάς σου ο
κήπος;
Ο κόσμος Γιώργη μίκρυνε και φτώχυνε η πλάση.
Γιώργη η ψυχή μας 'ρήμωσε' κρύος τη δέρνει αγέρας.
Γιώργη το ψέμα επλήθυνε' Γιώργη το γέλιο εχάθη.
Γιώργη ο νους μας όνειρα κι ελπίδες πια δεν
πλάθει.
Γιώργη σκοτάδι εγέμισε το πρόσωπο της μέρας.
Γιώργη τα φίδια του χαμού ορθώσαν το κεφάλι'
το άτι του ο φόβος το σταχτί με λύσσα σπηρουνίζει'
το άφωνο τραγούδι της η θλίψη πάλι αρχίζει
και μιας φριχτής απελπισιάς μας δέρνει πάλι η ζάλη,
Γιώργη γεμάτα δάκρυα τα μάτια. Η ψυχή μας
τόσο μεγάλον δεν μπορεί ένα πόνο να χωρέσει'
Αχ! Η χαρά μας πάνω σου αχώριστα είχε δέσει
όταν με βιάση έφυγες για πάντα από κοντά μας.
Γιώργη, που μόνο ήξερες να δίνεις μες στη ζήση
ένα από σένα δόσιμο ακόμα καρτερούμε'
το δόσιμο που δίχως του δε γίνεται να ζούμε.
To δόσιμο που θα 'κανε η ζωή πάλι ν' ανθίσει:
Με ταχυδρόμο έναν ανθό, μ’ ένα της δύσης χρώμα,
μ' ένα πουλί, με μια φωτιά, μ' ένα τ' αγέρα χάδι
γιορτοντυμένο στείλε μας το ακριβό σημάδι
πως μας πονάς.,. μας σκέφτεσαι.,. μας αγαπάς
ακόμα...