ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ
Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.
Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.
Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.
Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.
Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.
Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.
Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω το ταξίδι το δικό μου.