ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΝΟΣΤΟ
Αν πάει κανείς στην ξενιτιά
για χρόνια, όταν γυρίσει,
γλυκό νερό δε θα ’χει πια
καμιά γι αυτόνε βρύση.
Φίλοι κι αδέρφια και δικοί
θα τον θαρρούνε ξένο
κι απόμακρα θα τον κρατούν
σαν κάτι μιασμένο.
Τότε ή θα κοντά τους θα σταθεί
το μίσος τους να πίνει
όπου καθείς χαιρέκακα
πάνω του θα ξεχύνει,
ή θα χωρίσει απ’ όλους τους
κι ατάραχος θα στέκει
με το αγλαό της ανθρωπιάς
στέγαστρο να τον σκέπει.