Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

 

ΠΟΣΟ…

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι του φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχει ζήσει
πόσο, χαρά, δε σ’ έχει βρει…

Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι απ' αυτόν περνούσε πλάϊ
και κάθε του 'φευγε εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για κείνον καταπότι-
και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ’ αυτά πρώτος αυτός
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος νεκρός.

Χωρίς ν’ ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής του το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχει ζήσει
πόσο, χαρά δε σ’ έχει βρει…

Κι ούτε για ναχει λες τη χάρη
πως είναι όλα του νεκρά
και πως του τα 'χουν όλα πάρει,
τρέχουν τα δάκρια του πικρά.