(ΑΤΜ)
10
Δεν θέλω να γνωρίζομαι μ’ ανθρώπους. Ο Θεός τους
τους έχει επιλήσμονες φτιάξει και αγενείς
και φυσικό τους φαίνεται φίλους και συγγενείς
ν’ αποξεχνούν σα να κλωτσάν πέτρα που ’βρέθη εμπρος τους.
Μα στη δική μου ανθρωπιά μόνο χαρές χωράνε
κι είναι τελείως φυσικό τους πάντες ν' αγαπά
που την πληγώνει ο χωρισμός όσο μικρός και να ’ναι
και φρίκη νιώθω όταν αυτός την πόρτα μου χτυπά.
Γι αυτό κι εγώ δεν αγαπώ παρά χα δέντρα μόνο
τα ζώα και τα λούλουδα και τα ψηλά βουνά.
Αυτά δε θα μου δώσουνε του χωρισμού τον πόνο
κι ούτε θα γίνουνε ποτέ ξένα και μακρινά.
Και στου θανάτου σα βρεθώ ακόμα το βασίλειο
δε θα 'χω φίλους κι ακριβούς φιγούρες σκοτεινές
μα με βουλή και φαντασιά θα φτιάξω έναν ήλιο
και θα περνούν οι μέρες μου τερπνές και φωτεινές.