(ΑΤΜ)
29.
Φωνές κουρασμένες μιλούν στο σκοτάδι
που έρχονται λες απ' τα βάθη του Άδη.
Φαντάσματα μαύρα με έχουν κυκλώσει
πουλιά έχουν μαύρες φτερούγες απλώσει
κι η νύχτα τραβάει σε μάκρος αιώνιο
τρελής φαντασίας φρικτό πανδαιμόνιο.
Και όλο πυκνώνουν
τα μαύρα τα σκότη
της νύχτας η σκέψη
και σκέψη μου πρώτη.
To χέρι μου αγγίζει κορμιά σαπισμένα
που ξέρω πως ήρθαν μονάχα για μένα.
Ελπίδα να φύγω
καμιά δε μου μένει
Μαζί τους θα μείνω
στον κρύον αγέρα
η νύχτα ως να φύγει
και να 'ρθει η μέρα.
Μα μέρα δε βλέπω
τι τρόμος-τι φρίκη
τι σκότος βαθύ
και να 'χει η ελπίδα
για πάντα χαθεί...