35.
Βάλτα Αχαϊας
Βάλτα. Περνούσα. Έπαιζε τόπι.
Μικρό κορίτσι γελαστό.
To χαιρετάω με λαχτάρα
και προσδοκία όση βαστώ.
To γέλιο μάρανε λιγάκι.
To τόπι λίγο σταματά.
To βλέμμα πάνω μου εστυλώθη
μ’ όσην αθωότητα βαστά.
Ο γέροντας που όλα τα θέλει
και δεν το στέργουν οι καιροί
και η παιδούλα που τι θέλει
δεν ξέρει, όλα ενώ μπορεί.