Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

                       ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΕΣ
                       ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ
                        μετάφραση

Δάφνες και φίλτρα Θεστυλί! Πού είναι; Φέρε μού τα.
Πάρε το πρόβιο το μαλλί το ραφιναρισμένο
και το ποτήρι σκέπασε για να τον μαγιοδέσω
αυτόν που εγώ τον αγαπώ κι εκείνος με παιδεύει.
Που ο άθλιος μέρες δώδεκα τώρα χαμένος είναι,
Κι αν ζω ή αν επέθανα δε ρώτησε να μάθει.
Την πόρτα μου ο αχάριστος δε χτύπησε-και βέβαια
αλλού τον αλαφρόμυαλο τον έχουνε τραβήξει
η Αφροδίτη κι ο Ερωτας. Αύριο στην παλαίστρα
του Τιμαγήτου να τον δω θα πάω, να τον ψάλλω
για όσα μούκανε. Αλλά, τώρα θα τόνε δέσω
Με τούτα δω τ' αρώματα. Φώτα καλά Σελήνη
γιατί θα πω ένα σιγανό τραγούδι και σε σένα
και στην Εκάβη που στης γης τα μαύρα βάθη μένει
και που την τρέμουν τα σκυλιά, όταν από τα μέρη
των πεθαμένων έρχεται περνώντας μαύρο αίμα.
Εκάτη! χαίρε τρομερή! Και ώσπου να τελειώσω,
στα μάγια μου βοήθα με, και κάνε από της Μήδειας
ή απ' της Κίρκης ή από της ξανθής της Περιμήδης,
να μη γινούν χειρότερα, αλλά με κείνων ίδια.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Πρώτα τ' αλεύρι στη φωτιά να πέσει πρέπει. Ελα,
πασπάλιζέ το Θεστυλί… άθλια-πού τρέχει ο νους σου;
Αραγε με τη λύπη μου μη χαίρεσαι βρωμιάρα;
Σκόρπα το, και "τα κόκκαλα", να λες, "σκορπώ του Δέλφι"

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Ο Δελφις μ' έκαψε, κι εγώ, δάφνη στο Δέλφι καίω.
Κι όπως φουντώνει ξαφνικά κι αυτή τριζοβολώντας
και καίγεται αναλάμποντας και στάχτη δεν αφήνει,
και το κορμί του να χαθεί εκείνου μες στη φλόγα.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μού τον.

Κι ως με βοηθό μου τη Θεά, του’ το κερί εγώ λιώνω,
έτσι να λιώσει από ερωτά ο Μύνδιος ο Δελφις.
Κι ως η Αφροδίτη τον χαλκό αυτόν γυρίζει δίσκο,
έτσι κι αυτός στην πόρτα μου απόξω να γυρνάει.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Τώρα θα κάψω, Αρτεμη, τα πίτουρα σε σένα,
που και τα σίδερα μπορείς του Αδη να κουνήσεις,
και ό,τι άλλο, όσο κι αν αυτό είναι στεριωμένο.
…Για μας στην πόλη Θεστυλί ουρλιάζουνε οι σκύλοι.
Θα ’ναι η θεά στα τρίστρατα… Χτύπα το δίσκο! Βιάσου!..

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Να! Ησυχάζει η θάλασσα, ’συχάζουν κι οι άνεμοι.
Μόνον ο μες στα στήθια μου πόνος δεν ησυχάζει,
παρά για κείνον καίγομαι ολάκληρη-γιά κείνον,
που αντίς να ’μαι γυναίκα του μ' έχει ξεπαρθενέψει,
και πομπεμένη μ' άφησε τη δύστυχη εμένα.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Φορές τρεις στάζω Δέσποινα, και τρεις φορές φωνάζω:
«Είτε γυναίκα δίπλα του κοιμάται, είτε άντρας,
Τόσο απ’ αυτόν να ξεχαστεί, όσο ο Θησέας στη Δία
Λεν την ομορφοπλέξουδη πως ξέχασε Αριάδνη.»

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Υπάρχει αλογοβότανο ένα, στην Αρκαδία,
που αν οι γρήγορες το φαν φοράδες και πουλάρια,
παίρνουνε όλα τα βουνά. Έτσι να δω τον Δέλφι
παρόμοια να πετάγεται απ' τη λαμπρή παλαίστρα,
και σαν τρελός μέσα σ' αυτό να μου ’ρχεται το σπίτι.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Αυτή την άκρη που απ' του Δέλφι εκόπηκε τη χλαίνη,
ξεφτώντας την, στην άγρια φωτιά τη ρίχνω τώρα.
Αλίμονο! Γιατί Ερωτα σαν τη λιμνίσια βδέλλα
έχεις κολλήσει επάνω μου και πίνεις μου το αίμα;

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Ένα πιοτό της συφοράς αύριο θα σου φέρω,
μια σαύρα κοπανίζοντας. Τώρα ετούτα πάρε
συ Θεστυλί τα βότανα, και πήγαινε με τρόπο,
κι άλειψε το κατώφλι του όσο ειν' ακόμα νύχτα.
Και φτύνοντας «Τα κόκκαλα», να λες, «του Δέλφι αλείφω».

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μού τον.

Τώρα που μόνη έμεινα, πούθε να πρωταρχίσω
να κλαίω την αγάπη μου; Πώς το κακό που μ' ήβρε
τούτο να πω; Η Αναξώ, του Εύβουλου η κόρη,
κανιστροφόρα έφτασε στης Αρτεμης το δάσος.
Πίσω και πλάι της πολλά πηγαίνανε θηρία,
κι ανάμεσα τους μάλιστα ήταν μια λιονταρίνα.

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα Σελήνη.

Και τότε μια Θρακιώτισσα, τροφός του Θεοχαρίδα,
γειτόνισσά μου-δε ζει πια- μ’ εθερμοπαρακάλει
μαζί να δούμε την πομπή. Και η δύστυχη, επήγα,
τον βυσσινί ωραίο μου φορώντας τον χιτώνα,
και τυλιγμένη στο μακρύ παλτό της Κλεαρίστας.

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.

Στου δρόμου μας θα ήμουνα τη μέση, όταν είδα
εκεί, κοντά στου Λύκωνα, τον Δέλφι να βαδίζει,
μαζί με τον Ευδάμιππο. Απ' της γαζίας τ' άνθη
είχανε γένια πιο ξανθά' και λάμπαν τους τα στήθια
πιότερο κι από σένανε, Σελήνη, έτσι ως είχαν
μόλις αφήσει τους καλούς αγώνες της παλαίστρας.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Τον είδα και τρελάθηκα! Κι αμέσως η καρδιά μου
της δόλιας, επληγώθηκε. Χάθηκε η ομορφιά μου,
Και δεν σκεφτόμουν πια πομπή. Πώς βρέθηκα στο σπίτι,
ούτε που το κατάλαβα. Και μ’ έπιασε μια θέρμη
που ήρθε και με ρήμαξε. Έπεσα στο κρεβάτι
και δέκα μέρες έμεινα εκεί και δέκα νύχτες.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Εκιτρινοφυλλιάστηκα και πέσαν τα μαλλιά μου.
Πετσί και κόκκαλο έμεινα. Και τι δεν είχα κάνει…
Και ποια γριά δε ρώτησα που ξέρει να ξορκίζει…
Τίποτα δε μ' αλάφραινε. Μόνο περνούσε ο χρόνος.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Ωσπου τη δούλα φώναξα και της τα είπα όλα.
«Βρες μου», της λέω, «βρε Θεστυλί κάποια γιατρειά σε τούτη,
την τρομερή αρρώστια μου. Μ' έχει σκλαβώσει ο Μύνδιος.
Στου Τιμαγήτου πήγαινε και φύλα, την παλαίστρα-
τ' αρέσει εκεί να κάθεται κι έτσι συχνοπηγαίνει".

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

«Κι όταν τον δεις μονάχο του, τότε με τρόπο γνεψ' του
και πες του ότι τον ζητά η Σιμαίθα-κι εδώ φέρτον».
Όταν της το ’πα πήγε αυτή, και τον λαμπρό το Δέλφι
τον έφερε στο σπίτι μου. Κι ως ένιωσα πως ήρθε,
κι ακόμη πριν το πόδι του την πόρτα να περάσει…

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

...από το χιόνι έγινα πιό κρύα, κι ο ιδρώτας
μου ’σταζε από το μέτωπο σαν νοτινή δροσούλα,
και η μιλιά μου κόπηκε, και δε μπορούσα ούτε
φωνή να βγαλω, όπως αυτή που βγάζουν τα μωράκια,
σα μες στον ύπνο τους καλούν την π' αγαπούν μητέρα.
Και νέκρωσα, σα να ’μουνα κερένια μια κούκλα.

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.

Κι όταν με είδε ο άπονος, χαμήλωσε τα μάτια,
κι έκατσε στο κρεβάτι μου κι αυτά τα λόγια μου ’πε:
«Σιμαίθα, αλήθεια, όπως εγώ τον όμορφο Φιλίνο
Στο τρέξιμο ξεπέρασα τις άλλες, και συ εμένα,
Το ίδιο με ξεπέρασες καλώντας με κοντά σου...»

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.

"...Γιατί θα ’ρχόμουνα εγώ. Στ' ορκίζομαι- θα ’ρχόμουν,
Μα το γλυκό τον Ερωτα, στο σπίτι σου απόψε!
Κι ας είχες αγαπητικόν άλλονε. Και θα είχα
τα μήλα μες στον κόρφο μου του Διόνυσου κρυμμένα,
Και θα ’χα στο κεφάλι μου στεφάνι  απ’ το κλωνάρι
Το ιερό του Ηρακλή, κομμένο από λεύκα,
και στολισμένο ολόγυρα με κόκκινες κορδέλες".

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.

Κι αν με δεχόσουνα καλά όπως μ’ εδέχτης τώρα
(όλοι το λένε όμορφος και λυγερός πως είμαι
στα παλληκάρια ανάμεσα), θα ησύχαζα, ακόμα
κι αν μοναχά το στόμα σου τ’ όμορφο εφιλούσα.
Αλλά κι αν μ’ έδιωχνες κι η πόρτα ήταν μανταλωμένη,
Τότε τσεκούρια και δαυλοί θα μ' έφερναν σε σένα… "

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σεληνη.

"…Και πρώτα-πρώτα χάρη εγώ στην Κύπριδα χρωστάω,
κι ύστερα από την Κύπριδα σε σένανε καλή μου,
που μ' έβγαλες απ’ τη φωτιά μισοκαμμένον έτσι
καλώντας με στο σπίτι σου. Πολλές φορές ο Ερως
έχει φωτιά πιο δυνατή και απ’ αυτήν ακόμα
του Λιπαραίου του Ήφαιστου-και πιο πολύ φλογίζει…"

Πες από πούθε ο έρωτας μου ’ρθε κυρα-Σελήνη.

"…και την παρθένα σαν τρελή την κάνει από το σπίτι
να φεύγει, και τη νιόπαντρη να παρατάει το στρώμα
που απ’ το κορμί του άντρα της ζεστό είναι ακόμα!".
Έτσι μου είπε αυτός. Κι εγώ τον πήρα από το χέρι
κι έπεσα, η ευκολόπιστη, μαζί του στο κρεβάτι.
Και γρήγορα τα σώματα τα δυο αγκαλιαστήκαν
και μια απαλή τα τύλιξε ζέστα. Τα πρόσωπα μας
απ’ όσο ήτανε πιο πριν, είχανε τωρα ανάψει
περσότερο, και οι γλυκοί οι ψίθυροι αρχίσαν.
Και για να μην πολυλογώ Σελήνη αγαπημένη,
καήκαμε κι οι δύο μας στον πόθο το μεγάλο.
Κι ίσα με χτες δεν είχε αυτός παράπονο από μένα
ούτε κι εγώ είχα απ’ αυτόν. Μα σήμερα, στο σπίτι,
ήρθε της αυλητρίδας μου η μάνα, της Μελίστας
-που έχει και τη Μελιξώ-, την ώρα που κινώντας
από τη θάλασσα, ψηλά, στον ουρανό ανεβαίνουν
τ' άλογα, τη ροδόθρεφτη που υψώνανε αυγούλα,
και μέσα σ' άλλα μούπε πως ο Δέλφις ξελογιάστη
και πως δεν είναι σίγουρη-με άντρα ή γυναίκα,
μα ξέρει πως πολλές φορές γέμιζε το ποτήρι
κι έπινε στης αγάπης του τ' όνομα, κρασί σκέτο
και ότι τέλος έφευγε λέγοντας πως θα πάει
στην πόρτα της αγάπης του στεφάνι να κρεμάσει.
Αυτά μου τα ’πε η ίδια αυτή, και πρέπει να ’ναι  αλήθεια.
Γιατί και τρεις και τέσσερες φορές άλλοτε ερχόταν
κι ακούμπαγε πολλές φορές το δωρικό σταμνί του
στο σπίτι μου. Και τώρα τι; Δώδεκα μέρες πάνε
που δεν τον είδα. Σίγουρα κάποια καινούργια γλύκα
θα έχει βρει γι αυτό και με μ’ έχει αποξεχάσει.
Μα τώρα θα τον δέσουνε τα μάγια. Κι αν και πάλι
θα με πικράνει έτσι δα, ε, τότε, μα τις Μοίρες,
του Αδη την εξώπορτα θα πάει να χτυπήσει.
Τέτοια μες στο σακούλι μου-το λέω!-φαρμάκια κρύβω
που ένας ξένος, Δέσποινα, μου τα ’μαθε, Ασσύριος.

Οδήγα τ’ άτια σου εσύ χαρούμενη κυρά μου
απάνω απ' τον Ωκεανό, και όπως μέχρι τώρα
την πίκρα εγώ τη βάσταγα, πάλι θα τη βαστάξω.

Χαίρε Σελήνη λαμπερή και τ’ άλλα σεις αστέρια-
χαίρετε σύντροφοι ήσυχοι του άρματος της Νύχτας.

                                  ---------
(Ίυγξ: Νύμφη, κόρη του Πάνα και της Πειθούς-ή της Ηχούς-, η οποία με μάγια προκάλεσε ερωτικό πόθο στον Δία για την Ιώ. Για την πράξη της αυτή η Ήρα μετέτρεψε την Ίυγγα σε πουλί-την σημερινή σουσουράδα.)