ΧΙΛΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
Ήταν Δεκέμβρης. Φύσαγε αέρας τσουχτερός.
Όπου το μάτι έφτανε πάγος και ξέρα.
Ως και ο ήλιος θάμπωνε ο άλλοτε λαμπρός
στην παγωνιά που γέννησεν η κρύα μέρα.
Ένα πουλάκι αδύναμο-ενα πουλί μικρό
παραδομένο, άρρωστο, ζούσε δε ζούσε-
ένα πουλάκι εκείτονταν στο χώμα το νεκρό
και για βοήθεια ολόκληρο παρακαλούσε.
Λαχταρισμένα το ’κλεισα στα χέρια τα ζεστά
σπίτι το πήγα, το ’βαλα στο τζακι πλάϊ
και να! σε λίγο άνοιξαν τα μάτια τα κλειστά
και το πουλάκι έζησε- λαλεί-πετάει.
Ήρθε η νύχτα. Στου τζακιού την άγια θαλπωρή
εκάθησα και διάλεξα ένα βιβλίο.
Μα κάποια δύναμη έκανε κι αλλάξαν οι καιροί
και όλως έξαφνα άρχισα να νιώθω κρύο.
Είδα τη πόρτα. Πράγματι, φάνταζε ολανοιχτή.
Στο άνοιγμά της στέκονταν αλαφιασμένη
μία μορφή που θα ’λεγα και ωραία και φρικτή-
μία μορφή αποτρόπαια μα και θλιμμένη.
Ήταν φτιαγμένη ολόκληρη από χιόνι και βροχή.
Μαλλιά και νύχια κρύσταλλα που αργοστάζαν
και σαν εντός της να ’κλεινε του αγέρα την ψυχή
αόρατα φυσήματα τηνε τραντάζαν.
Τώρα το δώμα μου έμοιαζε τοπίο πολικό.
Τριγύρω μου όλα γέμισαν πάγο και χιόνι
και στη φωνή της δίνοντας τόνον ειρωνικό
αυτά τα λόγια η ύπαρξη η κρύα απλώνει:
«Μήπως νομίζεις άνθρωπε πως έγινες θεός
κι ότι μπορείς το ριζικό συ να ορίζεις
των όντων, ή να μπλέκεσαι στα πόδια καθενός
και δώρα και χαρίσματα συ να χαρίζεις;
Ξέρεις πως προστατεύοντας ετούτο το πουλί
και μη αφήνοντάς το μου να το παγώσω
απ’ το θυμό μου ακόμα πιο εκρύωσα πολύ
και πιο πολλά τώρα πουλιά θα σκοτώσω;
Μάθε, με τέτοιες πράξεις σου αντίθετα απ’ αυτά
που επιδιώκεις και ποθείς θα πετυχαίνεις
η πράξη σου ένας βούρδουλας στης μοίρας τα γραφτά
και μιας οργής φανέρωμα ως πριν κρυμμένης.
Άσε λοιπόν τα έργα της η φύση τα σοφά
να πράττει. Μην μπερδεύεσαι. Μωρός μην είσαι.
κι ένα πουλί αν δεν μπορείς να βλέπεις που ψοφά
και τόσο είσαι ευαίσθητος, τα μάτια κλείσε.
Υποκριτή, που κάθε σου πολέμου τουφεκιά
χίλια πουλιά πετά στη γη σακατεμένα
το χρόνο μια ή δυο φορές τ’ άδεια μου τα σακιά
τάφους να κάνω εγώ πουλιών άσε και μένα».