Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

 





31.

Ο Αχιλλέας πάνω από το νεκρό κορμί της Πενθεσίλειας

Δεν πολεμώ για δόξα εγώ. Για κέρδος πολεμάω.
Τα πλούτη πάντα του εχθρού στόχο μονάχο έχω.
(κι όταν με κοροϊδεύουνε και μου τα παίρνουν
άλλοι
τότε κι εγώ τον πόλεμο τον σταματώ αμέσως).
Κι όταν εμάχομουν με σε, μ’ έσπρωχνε ο ίδιος
πόθος-
για δώρο μου το πιο καλό που έχεις να σου πάρω.
Και το κορμί σου θα ’τανε το δώρο το δικό μου.
Αλήθεια πρώτη πολεμώ φορά όχι μονάχα
για κάποιο δώρο αλλά μ’ αυτό το ίδιο μου το
δώρο…

Και να ’σαι τώρα εδώ-νεκρή από μένανε πεσμένη.
To δόρυ μου το σώμα σου διάλεξες να τρυπήσει
και να ξαπλώσεις θέλησες όχι σ’ ερωτοκλίνη
αλλά στη γη-στου θάνατου το ίδιο το κρεβάτι.
Όμως και τι μ’ αυτό; Εμέ τα τέτoια δε μ’ αγγίζουν
κι ο θάνατος δεν πρόλαβε ακόμα γα χαλάσει
το αγγείο σου, που, ζωντανή, μ’ αρνήθης να
πληρώσω.

Όμως εντός του τώρα εγώ το σπόρο μου θα
κλείσω.
Θεού είμαι γιος κι ως οι θεοί, ζωή μπορώ να δώσω.
Ζωή κι εγώ μες στ’ άψυχο κουφάρι σου θα σπείρω.
Ακίνητη αποκάτω μου θα ’σαι την ώρα εκείνη
σαν τρόμος να ’χει φοβερός τα μέλη σου παγώσει
στη θεϊκή μου τη θωριά-στη θεΐκή μου βία.
Κι αμίλητη- με ψεύτικες φωνές δεν θα ταράξεις
την ένωση του Μηδενός μe του Παντός τον Κύρη.
Ποια η διαφορά κι αν ζωντανή επήγαινες μαζί μου;
Πράγμα είτε τώρα είτε πριν. Αναίστητη μια μάζα
που τη σχημάτισε ο θεός να ’ναι αρεστή στον
άντρα
για να μπορεί όταν το σπαθί του αντρόφονου
πολέμου
το σκοτεινό το θάνατο τριγύρω του σκορπίσει
εκείνος μ’ άλλο να τρυπά σπαθί ένα τη γυναίκα
κι έτσι σε νιους πολεμιστές φως και ζωή να δίνει.

Να ’μαι λοιπόν! Με τ’ «όχι» σου κομμένο απ’ το
σπαθί μου,
τα όμορφα ακόμα και ζεστά τα πόδια σου ανοίγω
κι αφέντης και θεός εγώ και ήρωας και άντρας,
ό,τι μ’ αρνήθηκες εσύ με βια εγώ στο παίρνω.
Και φλογερά τα χείλια μου κολλώ στα δυο σου
χείλια
τα ποθητά όσο ποτέ, σα ζούσες, Πενθεσίλεια.