ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑΚΙΑ
Υπάρχουν κάτι αστεία πλασματάκια
με διάφορα χρώματα
με μικρά περπατούνε βηματάκια
και μυρίζουνε χώματα.
Σηκώνονται νωρίς απ’ το κρεβάτι
γοργά ετοιμάζονται
με βιασύνη μασουλάνε κάτι
στον καθρέφτη κοιτάζονται.
Την κοπριά τους στη γη παραχώνουν
κι όταν φοβούνται
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
κι εκεί κοιμούνται.
Όταν περάσει ο φόβος βγαίνουνε δυνατά φωνάζουνε
θυμώνουν, σινεμά πηγαίνουνε
λόγους βγάζουνε.
Ανήλεα τους θερίζουν οι τυφώνες
ταξίματα ορίζουνε
αγίων προσκυνούν εικόνες
την τύχη χους βρίζουνε.
Σε άλλους βαθιά τη μέση λυγίζουνε
το κεφάλι τους σκύβουνε
υποκλίνονται, τους ξεσκονίζουνε
το μίσος τους κρύβουνε
και σ’ άλλους διπλό το φανερώνουν.
Κι όταν τρομάζουν
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
κι εκεί φωλιάζουν.
Τη νύχτα σ’ ερημιά όταν βρεθούνε
απ’ το φόβο τους τρέμουνε
κι ασφάλεια όταν αιστανθούνε
γελούν-χορεύουνε.
To κρασί τους ασύδοτα νερώνουν
κι όταν σκιάζονται
στης γυναίκας τους τη φούστα τρυπώνουν
και κουλουριάζονται.
Υπάρχουν κάτι αστεία πλασματάκια
με διάφορα χρώματα
με μικρά περπατούνε βηματάκια
και μυρίζουνε χώματα.