(ΑΤΜ)
42.
Καθόμασταν στης θάλασσας
την αμμουδένιαν άκρη
εκεί που σμίγουν τα θεριά
τα κύματα κι οι βράχοι.
To κύμα έγλυφε απαλά
του ακρόβραχου τις ρίζες
κι εχαδολόγα πονηρά
τις πέτρες του τις γκρίζες.
Κοιτούσες μια τα κύματα
και μια το βράχο πάλι.
Δε μ' έβλεπες, μα ήξερα
τ' είχες στο νου σου βάλει.
Κι όταν ο πόθος φούντωσε
και ζύγωσα σιμά σου
ο βράχος έγινες κι εγώ
το κύμα στα ριζά σου.