34.
Πρωτοβρόχι της 7-11-99 στο L.A.
Σαν όχι οι ουρανοί ν’ ανοίξανε αλλά ο Άδης
και κρύο γέμισε και μαυρίλα ο αέρας.
Τα σύννεφα καπνοί της Κόλασης
και με δάκρυα πεθαμένων βρέχουν.
Και το νερό τη νύχτα σε ξυπνάει
σαν κάποιος να ποτίζει τον κήπο του
ξαγρυπνώντας.
Και μεριάζεις την κουρτίνα στο παράθυρο.
Και άνθρωπος δεν είναι. Ούτε θεός.
Βροχή μόνο. Κι ένα σταχτί χρώμα γύρω
που τα πράγματα όλα νεκρά κάνει.
Και πια δεν ακούς την τετράχορδη συμφωνία
της καρέκλας,
ή τον μονόλογο του τραπεζιού
και η τόση σιωπή νεκροταφείο θυμίζει
και φοβάσαι και, μηχανικά,
τον σταυρό σου κάνεις.