(ΑΤΜ)
43.
Τι σκοτάδι είχε η νύχτα χτες αγάπη μου!
Τι βροχή ήταν αυτή! Τι παγωνιά!
Και πώς σφύριζε ο αέρας όταν έσπαζε
τα ξερά της λεμονιάς μας τα κλαδιά!
Δε φαντάστηκα ποτέ πως τόσα πράγματα
θα μπορούσα να τα δω σε μια νυχτιά-
τα’ αστεράκια μας να βλέπω τα χαρούμενα
να σκεπάζονται με σύννεφα σταχτιά.
Είχα χάσει κάθε ελπίδα πως θα σ' έβλεπα
και σκεφτόμουν πως κι απόψε-τι κουτός-
της αγάπης σου το χάδι δε θα το 'παιρνα
πως και πάλι θα κοιμόμουν νηστικός.
Kι όταν άκουσα χτυπήματα στην πόρτα μου
τόση μ' έκαναν να νιώσω ταραχή
που εσκέφτηκα πως έπαιζε ο άνεμος
με παιχνίδι τη δικιά μου την ψυχή.
Μα πλησίασα στην πόρτα και την άνοιξα.
Κι ω! χαρά! Μι αχτίδα έλαμψε χρυσή
που εσκόρπισε της νύχτας τα σκοτάδια μου
και με γέμισε με φως-ήσουν εσύ.
Κι όταν κλείσαμε την πόρτα και σταθήκαμε
για ν' ακούσουμε της νύχτας τη βοή
δεν ακούγονταν πια τίποτα-παράξενο:
είχε πάψει κί ο αγέρας κι η βροχή.