ΓΕΝΕΣΗ
Δυο Φαντασιές από τις άπειρες τις Φαντασιές
κουβέντιαζαν στην απεραντοσύνη μέσα
του χάους όπου
χωρίς να ξέρουν ποιος εκεί τις έβαλε
βρισκόνταν.
Είχανε παίξει τα ωραία φανταστικά παιχνίδια τους
και πια,
στις φαντασιώσεις της η καθεμιά είχε αφεθεί,
τις από δέσμευση καμιά περιορισμένες.
Κι έτσι όπως ξάπλωναν τελείως ξέγνοιαστες
και μακαρίως ανέμελες,
ξάφνω η μια είπε στην άλλη:
«Ξέρεις,
φαντάζομαι έναν κόσμο πραγματικό!»
Η άλλη: «Τι εννοείς;», απάντησε.
«Να!, έναν κόσμο όχι φανταστικό.»
«Έναν κόσμο… ας πούμε ύλης;»
«Ναι, από ύλη.»
«Δηλαδή άτομα, μόρια και τέτοια;»
«Ναι.»
«Μπρρρρρ», έκανε ανατριχιάζοντας η άλλη.
«Λοιπόν, έναν κόσμο ύλης…»
«Να έχει και χρόνο μέσα του;…»
«Και χρόνο φυσικά… και λίγη ενέργεια…»
«Τρομαχτικό πολύ τον έκαμες.»
«Ή να φτιάχνεις ή να μη φτιάχνεις.»
Γελάσανε κι οι δυο.
Ύστερα συνεχίσαν τα δικά τους.