37.
To πριόνι
Σα δέντρου να πεθάνει θα ’ρθει η ώρα
ξερόκλαδα απομένουν τα κλωνιά του
σαράκι του μασάει την καρδιά του
και το ρυάκι τού είναι νεκροφόρα.
Έτσι είναι κι η φιλία-ένα δέντρο
που από ’ναν τόσο δα γεννιέται σπόρο
άνθη δροσάτα πλημμυράει το χώρο
κι είναι και κόσμου αυτή και γης το κέντρο.
Και όταν κι αυτουνού η ώρα θα ’ρθει,
ζωύφια πλήθη μέσα του χιμάνε
και το κουφώνουνε-και το πονάνε
και μύρια τ’ άμοιρο υποφέρει πάθη-
κι έτσι ο πόνος που αργά το λιώνει,
λύτρωση θα του είναι το πριόνι.