ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ
Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου του τού φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του-
όλα γνώριμα.
Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το διαρκές αγκάλιασμά τους
η αιώνια, ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο-
όλα οικεία.
Όμως
ας είναι μια υγρή παραφυάδα της νύχτας μόνο. Ας είναι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια του κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα τστις πέτρες. Ας είναι
το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,
πρέπει
καθώς οδεύει πρέπει
να σταθεί στη βρύση
να γευτεί λίγο νερό
να δώσει μια με το ραβδί μου σε κείνο τ’ αγριόχορτο
κι αφού απ’ του πεύκου τον κορμό κόψει παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζει
πρέπει
να πει μέσα στ’ αυτί της ερημιάς τα λόγια που οφείλει-
τα λόγια που θα έλεγε αν είχαε
ένα κρυφό... ένα όμορφο...
κάτι να τον ακούσει.