Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

 

ΟΤΑΝ  ΠΕΘΑΝΩ

Όταν πεθάνω, η στερνή μου η ώρα όταν θα  'ρθει
και θαρθ’  η ώρα η ψυχή ν’  αφήσει το κορμί μου
κανείς δε θέλω απ'  τους ανθρώπους να το μάθει-
αυτή  ’ναι  η πεθυμία η στερνή μου.

Στο λείψανό μου επάνω κανείς δε θέλω να κλάψει
δεν το θέλω το ψεύτικο δάκρυ-ας κλάψει η βροχή
και το άψυχο σώμα κανείς να μη θάψει-
ας το λιώσουν του χρόνου οι τροχοί.

Θέλω να  ’μαι μονάχος κει που θα  ’μαι πεσμένος
και ποτέ μην ακούσω μιαν ανάσα-μια λέξη΄
απ'  τα βάθη του Άδη θα κοιτάζω κρυμμένος
γιατί εκείνο το μέρος το ’χω   ο ίδιος διαλέξει.

Θα με φαν τα κοράκια. Μα καλύτερο θα  ’ναι
παρά μόνο για λίγο το κορμί μου ν'  αγγίσουν
των ανθρώπων τα χέρια`
θα τα βλεπ’  η ψυχή μου που χορτάτα πετάνε
και θα χαίρει μαζί τους μοναχή της καθώς
θ'  ανεβαίνει στ'  αστέρια.

Κι αν κανείς θα νομίσει ότι τούτα που γράφω
δε θα πρέπει να γίνουν, και με θάψει, και δάκρυ
ένα έστω αν χύσει
μια κατάρα θε’ να  ’βγει απ’  τον άδικο τάφο
και στη μαύρη αγκαλιά της τον προδότη θα κλείσει.

Αν μπορούν τα κοράκια και γι ανθρώπους να κλαίνε
τότε αυτά ας με κλάψουν
και τα κόκαλα  ας θάψουν αφού πρώτα τις σάρκες
με το ράμφος ξεσχίσουν.
Φτάνει μόνο τα χέρια όσων λένε ανθρώπους
το κορμί μου μη  ’γγίσουν-
γιατί αλήθεια δεν ξέρω τι μπορεί να ξεπλύνει
ό, τι εκείνοι βρωμίσουν.