Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

 ΑΠΟ ΤΑ «ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ»
Της Πλάνης

Ο ουρανός μου βρέχει αίμα
χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’  ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τ’ άθλιο ψέμα.

Μα με τσιμέντο έχει πετρώσει
κι έχει με σίδερο πλαστεί
της Πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδια ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει σκεπαστεί
που ολόγυρά του έχει απλώσει.
*
Δεν είναι που δε σ' έφεραν οι κάμποι

Δεν είναι που δε σ' έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου.
Δεν είναι που η χάρη σου για να 'μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου.

Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη
ούτε είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σένα μόνο εβάλθηκε να ψάλλει.

Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις αποπίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, Αγάπη, δε θα σε γνωρίσω.
*
Όσα σου δώσω κι αν φιλιά

Όσα σου δώσω κι αν φιλιά
και αν σου χάριζα όσα χάδια
πάλι η μεγάλη μου αγκαλιά
ούτε και τότε δεν είναι άδεια:

μ' άλλα φιλιά και με καυτά
χαδάκια νέα την γεμιζεις
όταν τη λάγνα σου ματιά
μόνον επάνω μου γυρίζεις.

Απ' το αβάσταγο αυτό
μαρτύριο εγώ δε θα γλιτώσω
πλην αν τα μάτια σου τα δυο
κλείσω για πάντα-αν σε σκοτώσω.
*
Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε

Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε
στης γης τη φλούδα πάνω κολλημένοι
αθέατοι μας κοιτούν οι πεθαμένοι
και μας μιλούν χωρίς να τους ακούμε.

Μας λεν για τη γαλήνη που θα βρούμε-
για την τρανή χαρά που μας προσμένει
όταν απ' τη ζωή μας προδομένοι
στην αγκαλιά του Χάρου θα βρεθούμε.

Κι ενώ εμείς ανύποπτοι περνούμε
μία ζωή που ο πόνος διαφεντεύει
εκείνοι διαπερνούνε τα ερέβη
και βοηθοί μας στέκουν αντικρύ μας
και τρυφερά τις ώρες που πονούμε
μας παραστέκουν οι καλοί νεκροί μας.
*
Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.

Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
Aι συζητήσεις μεταξύ ετεροφύλων
παρεξηγούνται αμέσως.
Μια καλησπέρα παίρνει ερμηνείας διαφόρους  
και πάντοτε ερωτικαί
νομίζονται αι σχέσεις αι πιο απλαί.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
και μέγα κώλυμα δια τους ερωτευμένους:
μόνο μπορούν να βλέπονται από μακράν
και τότε ακόμα τάχα αδιαφόρως.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή'
τι συναντήσεις έτσι να κλειστούν
τι έρωτες να γίνουν
και πώς να πάει μπροστά αυτή η πόλις...
*
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν

Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
και χάνονται και ίχνη δεν αφήνουν'
μια αίσθηση ευτυχίας ώρες ώρες
έξαφνα εντελώς φερμένη

κι ύστερα πάλι για καιρό χαμένη.
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες σαν μπόρες
που το βάλσαμό τους χύνουν
και τη ζωή μας λίγο απαλύνουν.

*
Μια ιδέα φρικώδικη μου 'ρθε στο μυαλό

Μια ιδέα φρικώδικη μου 'ρθε στο μυαλό
πως η ποίηση κάνει ό,τι η βακτηρία-
πως βοηθάει τον άνθρωπο να 'ναι απαλό
το περπάτημά του μες στην ιστορία.

Πως σηκώνει λίγο απ' το βαρύ φορτίο
κι έτσι αλαφρώνει κάπως τη ζωή
κρύβοντας το βάρβαρο και τραχύ τοπίο
πίσω από ανάλαφρη μια περιγραφή.
*
Αγριοφωνάρες και φασαρία

Αγριοφωνάρες και φασαρία
από το διαμέρισμα το διπλανό.
Η διπλανή μου έχει κυρία
καυγάν ανάψει έναν τρανό-

τον σύντροφό της κατηγοράει
για μια απιστία. Όρκους αυτός
παίρνει πως πάντα την αγαπάει-
κι ο τόνος του είναι σπαραχτικός.

Σε λίγο ξέρω-εκείνη θα 'χει
στ' άσπρα τα χέρια ένα πλεχτό
κι αυτός στο δρόμο πάλι θα ψάχει
για το καινούργιο του ορεχτικό.
*
Περιβολή δεν είναι αυτή

Περιβολή δεν είναι αυτή
που 'χω' δεν ειν' για μένα
να τριγυρνώ μέρα γιορτή
με ρούχα μπαλωμένα.

Θ' αλλάξω ρούχα-ντεμοντέ
ήμουνα μέχρι τώρα'
θα κάνω αμέσως ντε και ντε
στον εαυτό μου δώρα:

κοστούμια, γάντια και παλτά
με δέρμα στους αγκώνες'
θα τα πετάξω τα παλιά -
γραβάτες, κάλτσες, ζώνες.

Έτσι θα γίνομαι δεκτός
σε όλες τις παρέες
και θα φαντάζω αρεστός
στις όμορφες τις νέες.

Κι ίσως ντυμένος έτσι δα
με κέφι και με μόδα
ν' αλλάξω μέχρι και μυαλά
και να γυρίσει η ρόδα.
*
Της άνοιξης δε μ' άγγιξεν εφέτος το μεθύσι

Της άνοιξης δε μ' άγγιξεν εφέτος το μεθύσι
ούτε το ηλιοβασίλεμα καθώς
ο ηλιος κουρασμένος κι ερυθρός
βουτάει μέσα στη θάλασσα να σβήσει.

Τις μέρες που ήτανε να βγω να δω τα χελιδόνια
εμένα με βασάνιζε η φωνή
κι έκανε την καρδιά μου να πονεί
απ' της γαζίας που 'βγαινε τα κλώνια.

Και η φωνή μου έλεγε για κάποιαν αγριεμένη
φλόγα, που θα 'ρθει βιαστική
και σε μια κλίνη νεκρική
θα κλείσει όλη τη σάπιαν οικουμένη.

Και για το θάμα του νερού,μου 'λεγε, που δε θα 'χει
ρώμη να σβήσει τη φωτιά
που θα θεριεύει απ' το νοτιά
και που θα καίει το δάσο σαν το στάχυ.
*
Όπως το τραίνο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό

Όπως το τραίνο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό
δίνει ζωή σ' αντάλλαγμα για τη φιλοξενία
έτσι της θείας Ποίησης η ιερή μανία
δίνει ζωή στον πένθιμο της ζήσης μας ρυθμό.
*
Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως

Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως
πια τα φτερά μου δεν πετάνε'
το σώμα μου σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.

Νιώθω τις ρίζες μου να έλκονται κάτω
μες στο βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέω θα φύγω πριν τη Μάτω
με το στραβό λοξό το στόμα.

Νιώθω να ωθούμαι προς τον πάτο-
καθώς ναυάγιο-της θαλάσσης
όπως βουλιάζει μες στον κάδο
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.

Κι αχ! νιώθω σαν ψυχή που φεύγει
και που χωρίζει από το σωμα'
Θεέ μου αχ! γιατι δεν βγαίνει
και βασανίζομαι ακόμα...
*
Συζητήσεις αξιόλογες δε θα γίνουνε μάλλον.

Συζητήσεις αξιόλογες δεν θα γίνουνε μάλλον.
Θ' ακουστούν μόνο διαφορες για το ζήτημα γνώμες
και ζητώντας ναζιάρικα χίλιες δύο συγνώμες
οι "αρμόδιοι" συνάδελφοι μ' ένα ζήλο μεγάλον

θα μιλήσουν για σπούτνικ και για ιπτάμενους δίσκους,
για σημεια και τερατα που συμβαίνουν στα ουράνια,
για θολά νεφελώματα, για φαινόμενα σπάνια,
για εκλείψεις που οφείλονται σε τεράστιους ήσκιους.

Κι ενώ τέτοια θα λέγονται και θα χαίρονται όλοι
κάποιος μέσα στην αίθουσα το κενό θα μετράει
όχι κάποιου διαστήματος αχανούς μες στα χάη

μα της ίδιας της άχαρης και φριχτής ύπαρξής του
που ενώ έχει μέγεθος ουρανού παμμεγίστου
απορεί πώς χωράει στη μικρή τους την πόλη.
*
Πάμε σε κείνο το παλιό το σπίτι αφού το θες.

Πάμε σε κείνο το παλιό το σπίτι αφού το θες.
Ξεσκόνιστο, ξαράχνιαστο, κι αφού το καθαρίσεις
(όλες του ξέρεις τις γωνιές, τις τρύπες τις κρυφές,
τους τοίχους του, τις σκάλες του, του δάπεδου τις κλίσεις),

ας μπούμε μέσα όπως παλιά, να ξαναθυμηθούμε
του γέλιου το ανθομύρισμα και το γλυκό μεθύσι
και τους καιρούς που δίναμε-να δείξουμε πως ζούμε-
μια μαχαιριά μες στην πληγή που πήγαινε να κλείσει.

Προτού όμως μπω, θα 'θελα συ να μπεις πριν από μένα
και να μαζέψεις γρήγορα πάνω απ' τις πολυθρόνες
και από τ' άλλα έπιπλα τ άσπρα τους τα σεντόνια
που για τις σκόνες βάλαμε σα φύγαμε πριν χρόνια-
ως τα θωρώ μου μοιάζουνε φαντάσματα που αιώνες
γυρνώντας, εβαρέθηκαν κι εκάτσαν κουρασμένα.
*
Όταν οι λέξεις στο χορό

Όταν οι λέξεις στο χορό
μια ηδονή ο χορός τους
που αν δεν τελειώσει δεν μπορώ
να λείψω από μπρος τους.

Λεξούλες που αβρότατες
θυμίζουνε νυφούλες
λεξούλες ιλαρότατες-
χαρούμενες λεξούλες'

λέξεις που μαγνητίζουνε
όποιονε τις κοιτάζει,
λέξεις που σε ζαλίζουνε
με το γλυκό τους νάζι.

Λέξεις γεννήτρες ηδονών
λέξεις γεννήτρες πόθων
λέξεις αμίλητων φωνών
λέξεις ερώτων νόθων.

Κι είναι κάτι λέξεις
με βαθιά νοήματα
που μ' αυτές να παίξεις
θέλεις βοηθήματα.

Κι είναι κάτι λέξεις
γαλιφιές γεμάτες-
για να τις προσέξεις
τρίβονται σαν γάτες.
*
Να 'χα την τύχη να μαχόνταν

Να 'χα την τύχη να μαχόνταν
για με μια μέρα δυο καρδιές
και η νικήτρα να ερχόνταν
και να με γέμιζε αγκαλιές...

Να 'χα την τύχη των ωραίων
και λαλιστάτων νεαρών-
να 'χα την τύχη να 'μαι ο λέων
εν μέσω τόσων λεαινών...

Να 'χα την τύχη να διαλέγω
με ποιαν θα μ' έβρισκε η νυχτιά
κι άλλων τα κλέη να μη ζηλεύω
στου έρωτα το στίβο πια...
*
Αν δεν την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία

Αν δεν την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία
δεν είναι που καλά δεν έχεις ψάξει
ή δεν την είχες όταν πέρασε αρπάξει
ή σ' έχει τάχα αλώσει η δυστυχία.

Δεν είναι που δεν έχεις ησυχία
καλά να ψάξεις-ή δεν έχεις τάξη-
η που τη ζήση σου έχεις ρημάξει
ή τ' απαιτούμενα σου λείπουν εργαλεία.

Μάθε το-δεν υπάρχει η ευτυχία.
Χάνεις το χρόνο σου γι αυτήν να ψάχνεις.
Και νοσηρή διαπράττεις μια μοιχεία
όταν ζητάς στη δυστυχία σου ν' απιστήσεις
και άλλην-ερωμένη ν' αποκτήσεις,
γιατί έτσι σύντομα καμιά δε θα 'χεις.
*
Τόσο ήρθε απροσδόκητα

Τόσο ήρθε απροσδόκητα
ετούτη η καταιγίδα
όπου καμιά φροντίδα
δεν πήραμε-ανόητα
μέσα της θα χαθούμε.

Σε ποιων αιώνων τ' άδυτα,
σε ποιες πτυχές του Χρόνου
οι ρίζες της απλώνουν
κι οι κλάδοι της ανάλγητα
τη ζήση μας χτυπούνε;
*
Φυλακισμενον μ' έχουν στου λίκνου μου τη στρώση

Φυλακισμενον μ' έχουν στου λίκνου μου τη στρώση
και δεν μπορώ πιο πέρα εγώ να μπουσουλήσω.
Του Χάους τ' άγρια βύθη γυρνώ και βλέπω πίσω.
Ψάρια και φύκια γύρω μ' έχουνε περιζώσει.

Φυλακισμένον μ' έχουν στης πόλης μου τους δρόμους
και δεν μπορώ πιο έξω το βήμα μου να σύρω.
Ονείρων σαπισμένα κορμιά βρωμούν τριγύρω.
Βλέπω κοιτώντας γύρω χίλιες χιλιάδες τρόμους.

Φυλακισμένον μ' έχουν στης γης την καμπυλότη
κι αδύνατο ν' ανοίξω φτερά για παραπέρα.
Μπροστά μου καταισχύνη. Άρπυιες στον αέρα.  
Πίσω μου μια χαμένη- καρβουνιασμένη νιότη.

Φυλακισμένον μ' έχουν στου Σύμπαντος τα χάη.
Στου Άπειρου λιμνάζω τα σκότη. Εμπροστά μου
ξέρω-καλά μυριάδες και όλα εδικά μου.
Κινώ, αλλά ο Κύκλος-Φρουρός με σταματάει.
*
Πρωί ώρα πέντε. Κοιμάται η γάτα.

Πρωί ώρα πέντε. Κοιμάται η γάτα
κι εγώ συλλογιεμαι τα χρόνια φευγάτα.
Η μέρα να τρέχει δεν έχει αρχίσει
και ξύπνιονε μ' έχει ο φόβος κρατήσει.

Σχεδόν έχουν φύγει οι σκιες-απομένει
μια μόνο-κυνήγι την έχω παρμένη'
μ' αυτή με γελάει. Μου κρύβεται, παίζει,
στον τοίχο ακουμπάει, πηδάει στο τραπέζι.

Φωνή βγάζω: "μαύρο πουλί, φύγε τώρα
ξεκούραση να 'βρω στou ύπνου τα δώρα..."
Μα όσο αν πασκίσω ξυπνόν θα μ' αφήσει'
και μάτι θα κλείσω μονάχα ως φωτίσει.