Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

 ΞΕΡΟΝΤΑΣ

Αύριο, λέγανε.

Όμως το αύριο δεν έρχονταν ποτέ.
Μόνο τα χτες έρχόνταν το ’να ύστερ’ από τ’ άλλο
όλο και πιο πυκνά
όλο πιο κοντινά
τόσο που δεν τα προλαβαίνανε,
όπως οι εργάτριες στα εργοστάσια της ζαχαροπλαστικής
δεν προλαβαίνουνε να ντύσουν με χρυσόχαρτο
τα όλο και πιο γρήγορα που στέλνει η μηχανή
σοκολατάκια.

Διάφορες αλχημείες δοκιμάσανε.
Να πούνε χτες το αύριο
να σβήσουνε τις νύχτες απ’ το χτες μικραίνοντάς το
να προχωρήσουνε πιο γρήγορα...

Όλα δειχτήκανε ανώφελα. Και τώρα
τα χτες τους φτάσανε ως τον λαιμό
και μόλις προλαβαίνουνε να πούνε
ό,τι ακόμα είναι να ειπωθεί,
ξέροντας όμως τώρα πια
πως αύριο δεν υπάρχει.


ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Αν ήτανε ζωγράφος θα ζωγράφιζε
την πέτρα με φτερά
τη Λέξη στο θρονί του όντως όντος
και τον Θεό υποπόδιο των ποδών τους.

Τη γη μία κηλίδα σε φωτός πελάγη
το δέντρο σαν καρπό, και την ελπίδα
σαν βρώμικη κι αισχρή γριά μια πόρνη.

Θα ιχνογραφούσε με γραμμές περίοπτες
το βέλασμα του αρνιού το τελευταίο
πριν τη σφαγή,
στη θέση της ψυχής θα έβαζε ένα σώμα,
και θ’ απεικόνιζε μ’ εν’ άγραφο χαρτί-
και θα ’τανε πολύ και το χαρτί-
την αγάπη.


ΟΙΜΩΖΟΥΝ

Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε.
Και πλάθουμε, και σπάζουμε, και κόβουμε,
Χτυπάμε, βασανίζουμε, πληγώνουμε-
Ανησυχούμε τα ήρεμα τα Πράγματα.

Ξεσπούμε πάνω τους
Τους ανικανοποίητους πόθους μας,
Τον πόνο, την ντροπή, την ευφυία,
Toν φόβο, την αλαζονεία μας.
Και αξεθύμαστοι-παρολαυτά-πεθαίνουμε.

Και τα παιδιά μας παίρνουν τη σκυτάλη.
Και τα κακόμοιρα τα Πράγματα οιμώζουν
βλέποντας πως συνεχιστές του έργου του
αφήνει της αγιοσύνης τους ο διαφθορέας.


ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ

Τα ζώα εκκρίνουν θανατικό.
Τα δέντρα διαπνέουν υδροκυάνιο.
Το χώμα είναι σκόνη φαρμακερή
κι ο ήλιος με τις ακτίνες του μάς σκοτώνει.

Εμείς με ύφος γιορταστικό
τον κόσμο μας υμνούμε τον σπάνιο
τη γη ευγνωμονούμε την καρπερή
και του φωτός λατρεύουμε την αγχόνη.


Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ  

-Σε τούτο το χωριό ήξερα έναν νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλα μου;
-Είναι αυτός εδώ μα η φωνή του
στ’ ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ’ αστέρια με τα λαμπερά τ’ αυτιά τους.
Kαι το φεγγάρι,
με το μαντήλι η γη να του κρατάει
γύρω της χορεύει.
-Αχ! και πού τον έχουνε θαμμένο;
-Στου τζίτζικα το φράκο το λευκό και χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.  


ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ

Ισορροπεί σαν ακροβάτης χρόνια τώρα
επάνω στο σχοινί
ανάμεσα ζωής  και θάνατου,
τη βέργα του ζυγιάζοντας-
’πιδέξια μιας και ακόμα βρίσκεται κει πάνω.

Να κοιτάξει κάτω δε γίνονταν
Χωρίς τον κίνδυνο της πτώσης. Μόνο τώρα
Που καλός ισορροπιστής ένιωσε
Έσκυψε κι είδε:
Ούτε ζωή ούτε θάνατος.

Τώρα περπατεί στο τεντωμένο σχοινί επάνω
Σαν σε πλατεία συμπαγή και στέρια
Χωρίς την άσκοπη
Κι οδυνηρή φροντίδα αποφυγής της πτώσης.

Κι έτσι θα σεργιανίζει πέρα δώθε
Απ’ του σκοινιού τη μια άκρη ως την άλλη
Ώσπου να δει
Πως ούτε σχοινί υπάρχει.



ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ.

Φύλακες του χρυσού.
Φύλακες.
Και κατά χιλιάδες έπεφταν οι Γρύπες
σε κάθε των μονόφθαλμων Αριμασπών επίθεση
που να τους πάρουν θέλαν το χρυσάφι.

Στους φτερωτούς τους Γρύπες μέσα ποιος
τον έρωτα έβαλε για τον χρυσό;

Κανείς.

Μόνο που εκατάλαβαν
πως αν δεν τον φυλάγαν
τότε αξία αυτός δε θα ’χε
κι ούτε σκοπό στη ζήση τους αυτοί.
Κι ούτε ονομαστοί
θα έμεναν στην ιστορία.

Η αξία του χρυσού
αξία στη ζωή τους έδωσε.
Τώρα όλοι ξέρουνε: σκληροί,
αδέκαστοι, πιστοί φύλακες  
οι Γρύπες,
Του χρυσού ήταν.

Έτσι αξία δίνει καθένας μας σε κάτι
και το τηρεί και το ευλογεί και το φυλάσσει-
άλλος χρυσό, άλλος αρχές, άλλος ιδέες.

Καλά πληρώνουν οι αξίες.




Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να ’χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν’ ακούει
μια γυναικεία φωνή
να του λέει: «πού πάς»
ή ας πούμε, «άργησες απόψε!».

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χολ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από το δικό του-
αλλιώς και τι να το ’κανε το χέρι.



ΕΙΣ ΚΥΡΙΑΝ ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗΝ

Δεν ξέρετε τι να κάνετε τα ποιήματά μου;

Ω! Κυρία μου!
να σας βοηθήσω.
Γίνονται εξαίσια τσιγαριστά
με λίγο σκόρδο και λεμονάκι.
Μπορείτε επίσης να τα κάνετε ψητά στο φούρνο-
κι έτσι καλά ειν’ επίσης-
μόνο να τα κοιτάζετε συχνά
γιατί αρπάζουν εύκολα.

Για γαρνίρα, πατάτες ή αρακάς.
Λεπτομέρειες να μη σας πω-
τις ξέρετε-διάβολε!
κάτι θα ξέρετε κι εσείς.

Λοιπόν καλή σας όρεξη κυρία μου.
Αν και πολύ γι αυτήν δεν αμφιβάλλω.
Εκείνο που όμως οπωσδήποτε
θα πρέπει να σας ευχηθώ
είναι: καλή σας χώνεψη κυρία μου.


ΓΛΥΚΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝΕ

Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι αλαφροί έρχονται απ’ τον καφέ του.
Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας
εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει ότι τα μάγια του δουλεύει. Και αυτό
καλά θα ταίριαζε με τις μαγείες του καφφέ.
Και λέγοντάς το
από το απίστευτο θα ξέφευγε να πει
ότι το θρο της διάχυσης της ζάχαρης ακούει
που στο πικρό μέσα διαλύεται υγρό.

Απίστευτο για κείνον όχι-γιατί αυτός
φορές πολλές μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαινοντάς τηνε διαλύεται ζωή του.


ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες
τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.

Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ’ ανάκλιντρα θανάτων-
για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη.
Κι ουτ’ έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μον’ όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με τον Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.


ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.

Γεννήθηκε ναυαγός.

Και ολοζωής μηνύματα στέλνει
σε μπουκάλια μέσα :
«ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΤΕ».

ΤΑ  ΔΡΥΙΝΑ

Απίθωσαν το δρύινο κάδο
πάνω στο παλιό δρύινο βαρέλι
το γλυκό κρασί γεμάτο
και κοιμήθηκαν.

Το πρωί
στο μέρος όπου ήταν αφημένα
είχε φυτρώσει μια μικρή
περήφανη και πεταχτούλα-
μια μικρή βαλανιδιά γαλανομάτα.


ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ένα ψάρι τώρα πολύχρωμο, ένα σπιτάκι ύστερα,
ένα λουλούδι, απλά, γρήγορα και απαλά,
με μικρές, λεπτές κινήσεις
ζωγραφίζει.

Να ζωγράφιζε κανείς έτσι
ένα νέον κόσμο
και να μη καμιά γραμμή αγωνίας χαράξει,
καμιά γωνία τρόμου,
και κανένα κενό του
με μοναξιά να μην πληρώσει.

Και έτσι να τον αφήσει ζωγραφιστόν.

Και άνθρωπο μέσα του
να μη κανέναν σχηματίσει.

Έτσι.  
Σα μιαν αιώνια ομορφιά.

Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΤΟΥ ΨΑΡΑΔΙΚΟΥ

Η γλυκεια γυναίκα του ψαράδικου
με δέρμα λευκό και βελουδένια χέρια
με το πρόσωπο αθώο σαν την αυγή
και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα
στην αγορά εβγήκε
και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.

-Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη.
-Εγώ πριν από έναν ποιητή;
-Χωρίς την ομορφιά σου
η ποίηση δεν θα τραγουδούσε.
-Δίχως την ποίηση
θα πήγαινε μαζί κι η ομορφιά μου.

Μα κιόλας
η ψυχή
με εικόνες είχε πλημμυρίσει
ακτών μαγευτικών,
γλυκόλαλων Νηρηίδων
και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας
Ερωτικών Πλασμάτων.


Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα ορίζει;
-Ο αγέρας που απ’ ολούθεν έρχεται κι ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιστά ποιος σου τ’ ανοίγει;
-Το νερό του ποταμιού που πάει απ’ το βουνό στον κάμπο.
-Και ποιος ειν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου μικρή;
-Το ρόδο με μιαν Άνοιξη σε κάθε πέταλό του.