Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

  ΜΙΑ ΓΑΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Περπατώ στο πλακόστρωτο κομμάτι του πάρκου της πόλης. Βλέπω σε απόσταση εφτά μέτρων από τον χλοοτάπητα μία γάτα, που, ακίνητη, έχει στραμμένη την προσοχή της σε ένα σημείο της νότιας γωνίας του. Σταματώ την πορεία μου, που η νοητή ευθεία της διασταυρώνει την απόσταση από τη γάτα ως το σημείο που αυτή κοιτάζει, και στέκω ακίνητος με τη σειρά μου, παρατηρώντας την. Τι βλέπει; Ή τι ακούει;  Μένει σ’ αυτή τη στάση χωρίς ούτε ένα κοίταγμα αλλού. Περνάνε ένα ή δύο  λεφτά έτσι. Ύστερα, αρχίζει να κινείται σκυφτή και με αργά, αθόρυβα βήματα προς το χορτάρι, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από εκεί όπου πριν κοίταζε. Πλησιάζω τόσο, ίσα που να μη της αποσπάσω την προσοχή. Φτάνει στο πεζούλι που χωρίζει το πλακόστρωτο από τον χλοοτάπητα και τοποθετείται κάθετα προς το πεζούλι, με τα μπροστινά πόδια της επάνω του, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να έχει στρέψει το κεφάλι της ή το μάτι αλλού. Τώρα βλέπω καλά ότι η προσοχή της είναι στραμμένη σε ένα σημείο του χορταριού δέκα πέντε περίπου εκατοστά από εκεί όπου στέκεται. Μένει, παγωμένη λες, σ’ αυτή τη θέση-για πόσο δεν μπορώ να πω: είμαι τόσο συνεπαρμένος με αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μου, που νοιώθω μέρος της παράστασης, ώστε ούτε για μένα δεν υπάρχει ο χρόνος. Σε όλο αυτό το διάστημα η γάτα ρίχνει, αστραπιαία κάθε φορά, δυο φορές από μια ματιά προς εμένα, αρκετές γι αυτήν ώστε να σιγουρευτεί ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από μένα. Ύστερα από αυτό αισθάνομαι σαν να είμαι συνένοχος σε ό,τι ετοιμάζεται. Ξάφνου ανασηκώνεται στα πίσω πόδια, χωρίς να κινήσει το κεφάλι το κορμί της αιωρείται ελαφρά και αργά μια δεξιά μια αριστερά, ύστερα ανυψώνει το κορμί για να πάρει φόρα και πέφτει βαριά πάνω στο σημείο που τόσην ώρα παρατηρούσε, με τα μπροστινά πόδια δεξιά το ένα και αριστερά το άλλο από το που έβλεπε επίμαχο σημείο, ενώ φέρνει τη μουσούδα της προς τα κάτω, πάνω ακριβώς από αυτό, στη χλόη. Ένα δευτερόλεπτο μετά και χωρίς να κινήσει διόλου  το υπόλοιπο σώμα, σηκώνει τη μουσούδα της από εκεί, κινεί για ελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, ανεπαίσθητα, τα μάτια της δεξιά αριστερά και αποφασίζει και βάζει τα πόδια της εκεί όπου πριν είχε ακουμπήσει το μουσούδι της. Εκεί, τελείως απορροφημένη από αυτό που κάνει, κοιτάζοντας στο ίδιο πάντοτε σημείο και  χρησιμοποιώντας για εργαλεία πότε το ένα πόδι της και πότε το άλλο, σκάβει το χορταρένιο αφράτο χώμα ανακατεύοντας το πράσινο της χλόης με το μαύρο-γκρίζο του χώματος. Σταματάει το σκάψιμο, σηκώνει το κεφάλι, το κινεί  ελαφρά δεξιά αριστερά, παρακολουθώντας κάτι άγνωστο και αόρατο για μένα (μια κίνηση; έναν ήχο; μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια διαφυγής κάποιου;) και ξαφνικά το χώνει ακριβώς μέσα στην τρύπα που είχε μόλις πριν ανοίξει με τα πόδια της. Εκεί, κινώντας γρήγορα το κεφάλι δεξιά και αριστερά, μέσα στο χώμα, μένει τόσην ώρα, που θα μπορούσα στο διάστημα αυτό να έχω με την ησυχία μου πάει κοντά της και να ξαναγύριζα πάλι στη θέση μου. Κάποια αίσθησή της τής έλεγε ότι δεν κινδύνευε από τίποτε άραγε, ή δεν την ένοιαζε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή παρά η λεία της, ρισκάροντας τα πάντα γι αυτήν; Και να, μετά από χώσιμο της μουσούδας της όλο και πιο βαθιά στο χώμα, σκάβοντας και με αυτήν ίσως, και για τόσο χρονικό διάστημα που αναρωτήθηκα πώς μπορεί να αναπνέει εκεί μέσα τόσην ώρα, τέλος τη σηκώνει, κρατώντας όμως τώρα στο στόμα της ένα καταματωμένο ποντικάκι. Γύρισε αμέσως προς εμένα, σαν σε συνένοχο ή συνεργάτη, με κοίταξε καλά με το λάφυρό της στο στόμα, προχώρησε λίγα αργά βήματα απομακρυνόμενη από μένα, στάθηκε, ξαναγύρισε προς το μέρος μου κοιτάζοντάς με καλά καλά ίσα μέσα  στα μάτια, φως φανάρι γεμάτη περηφάνια για το κατόρθωμά της, αλλά ίσως και ευχαριστώντας με γα την διακριτική μου στάση απέναντι σ’ αυτήν και στην όλη διαδικασία. Της φώναξα ένα «μπράβο!» ενώ ταυτόχρονα έσφιξα τα χέρια πάνω από το κεφάλι μου το ένα με το άλλο. Τότε άρχισε να γευματίζει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου αλλά και στη γάτα, να γράψω αυτό που είδα, το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για την παράσταση που δόθηκε μπροστά στα μάτια μου, μια παράσταση που μου έδειξε πόσο πιο αξιόλογα πλάσματα από τον άνθρωπο υπάρχουν πάνω στη γη, και πόσο η επικοινωνία και η αλληλοκατανόηση ενός πλάσματος με άλλο, άλλου είδους, δεν είναι καθόλου αδύνατη.