Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

 ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ «ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ» ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ
(Σοφοκλέους 3, Τρίπολη)

Η πολυκατοικία μας θα βάλει ασανσέρ!
Ας πούμε σαν να γίνονταν, άγγλος κανένας, σερ.
Αλήθεια είναι εξέλιξη αυτό για μας μεγάλη
κι εκτός απ’ όσα έχει καλά, και σε μπελά ας μας βάλει.

Μα ας δούμε πρώτα τα καλά κι ύστερα τους μπελάδες
Πρώτο καλό-θα νιώθουμε εφεξής σαν δερβισάδες
γιατί ενώ πριν βογκάγαμε τις σκάλες ανεβαίνοντας
πια τώρα θ’ ανεβαίνουμε μες στο ασανσέρ, χορεύοντας.

Ύστερα αν ν’ ανεβάσουμε κάτι βαρύ χρειάζεται
κανείς μας για το πράγμα αυτό σαν πρώτα δε θα νοιάζεται:
ένα κουμπάκι κυκλικό μονάχα θα πατάμε
κι άκοπα όσο θέλουμε βάρος θα κουβαλάμε,  

χωρίς η γλώσσα πήχες τρεις να βγαίνει από το στόμα μας
ή κίτρινο να νιώθουμε πως έγινε το χρώμα μας.
Και χάρις στο μικρό αυτό και μαγικό κουμπί
στων φρούτων μας τον μακριό κατάλογο θα μπει

κι ένα που όσο κι αν πολύ η τιμή που έχει τσούζει
αλλά στη ζέστα την πολλή δροσίζει-το καρπούζι.
Ύστερα λίγο υπέρβαρον αν έχουμε ένα φίλο
και με μεγάλον να μας δει καμιά φορά έρθει ζήλο,
 
ο ζήλος δε θα του κοπεί σα δει τις τόσες σκάλες
γιατί για να τις ανεβεί μεθόδους θα ’χει άλλες.
Μία γυναίκα που έρχεται σ’ έναν ψηλά που μένει
δε θα φοβάται μη τη δουν στις σκάλες ν’ ανεβαίνει.

Κι όταν γυρνώντας σπίτι μας σακούλες κουβαλώντας
ιδούμε πως ξεχάσαμε κάτι, κουτρουβαλώντας,
δε θα ’χουμε να κάνουμε την ίδια την πορεία
βρίζοντας πλην απ’ τ’ άθεα μαζί ίσως και τα θεία...

Πολιτισμός! Με μηχανές ήρθε και η σειρά μας
ν’ ανεβοκατεβάζουμε πλέον τα όνειρα μας
και να τα πνίγουν του σπιτιού όχι μονάχα οι χώροι,
αλλά και οι μεταλλικοί που ’χει το αναβατόρι!

(Και μα τον άγιο Πρόδρομο που εκαρατομήθηκε,
τώρα που η βαρύτητα απ’ την τεχνική νικήθηκε,
διόλου δεν είναι απίθανο να πάρω και ψυγείο
έτσι που εκτός από άφθονο νερό, να ’χω και κρύο,

μιας και δεν θα ’χω πρόβλημα πώς θα το ανεβάσω.
Μπορεί και τηλεόραση ακόμα ν’ αγοράσω!)
Αλλά η λίστα των καλών το ασανσέρ που έχει
δεν έχει τέλος για ένανε που η φαντασιά του τρέχει.

Γι αυτό ας δούμε αν κάτι τι στραβό έχει η υπόθεση
όπως ας πούμε αι κλειναί Αθήναι έχουν το Λιόπεσι.
Να ένα που ’χει άσχημο για όσους ψηλά καθόμαστε:
θα πάψουμε ανεβαίνοντας σκάλες, να γυμναζόμαστε.

Άλλο: θα λείψει η χαρά, μετά από τόση κούραση
κάτι να νιώσουμε καλό-την άγια την ξεκούραση.
Αλλά κι οι ανεπιθύμητοι δε θα ’χουν να σκεφτόνται
τις σκάλες τις κουραστικές, και τσουπ! θα μας ερχόνται.

Και τέλος να! Αιτία μια από τις πολλές που έχουμε
να λέμε τέτοια που είναι πως τη ζωή δεν την αντέχουμε,
θα πάψει να υφίσταται, και πια δε θα κλαιγόμαστε,
και ούτε πια τους δύστυχους πάλι θα καμωνόμαστε.

Μα κείνο που το ασανσέρ θα μας στερήσει σίγουρα
είν’ τα συναπαντήματα στις σκάλες τα παρήγορα,
που δείχνανε πως μόνος μας καθένας μας δε ζούσε,
αφού είτε θέλοντας ή μη, κάποιος θα μας μιλούσε.

Όμως ας πάψουμε τα υπέρ και τα κατά-ο κόσμος
πάει μπροστά κι αγρίως ας, ποδοπατιέται ο δυόσμος.
Έτσι τα πράγματα έχουνε, ή θέλουμε ή δε θέ ’με
Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ αλήθεια όλοι λέμε,

στον κύριο Παναγιώτη μας, που όμορφα φερόμενος,
και τη δική του μα και ημών την κούραση σκεπτόμενος,
στην πολυκατοικία του θα βάλει ασανσέρ.
Και όπως λέει κι ο επίτιμος, θα ήτανε ανφέρ,

μπράβο να μη του λέγαμε για την απόφαση του
που εξυπηρετεί κι αυτόν, αλλά και μας μαζί του.


ΣΤΟ ΚΟΡΊΤΣΙ ΜΕ ΤΟ “TOUCH”
(Γραμμένο στο πίσω μέρος του παντελονιού-ακριβώς στο σημείο tτου που γίνονται τα  “touch”….-μιας νεαρής σερβιτόρας  στο πανηγύρι της Τεγέας του 2003)

Τι πήγες κι έγραψες
στο παντελόνι σου;
Και άλλοι στο 'πανε
ή το 'βρες μόνη σου;

Κι άλλο δεν ύπαρχε
μέρος να το 'γραφες-
γιατί στο πι' όμορφο
πήγες και το 'βαλες;

Κι αν θεονήστικος
κάποιος το διάβαζε
και χέρι πάνω του
υπάκουα θα 'βαζε,

θα 'φταιγε ο έρημος;
Όχι! Θα πλήρωνε
για κάτι που άθελα
θα τον επύρωνε.

Στο χέρι ας το 'βαζες
(εκεί ας σ' άγγιζαν).
Ή στον αστράγαλο
(τόσο δε θα 'σκυβαν)-

Μα ε κ ε ί το έβαλες-
προκλητικότατα-
και δε θα σου φερθούν
με ιπποτικότητα

οι νέοι, ου μην αλλά
κι όσοι εσχατόγηροι,
που μόνη έγνοια τους
ειν' οι ποδόγυροι...

Άλλαξ' τα ρούχα σου
και μην κολάζεις μας
και τις καλές μη συ
κακαίνεις πράξεις μας.

Είμαστε άνθρωποι-
πλάσματα αδύναμα
και δεν ελέγχουμε
κάθε μας κίνημα.

Λίγο το χέρι μας
αν θα εξέφευγε
κάποιο μας μάγουλο
πολύ θα έκαιγε,

και θα επόναγε
απ' το σκαμπίλι σου.
Άλλαξ' τα ρούχα σου-
είμαστε φίλοι σου!

Ένα "guess" να 'γραφες
εκεί τουλάχιστο
και το "touch" τ' άτιμο
για κείνες άφηστο,

που ή το γράψουνε
ή δεν το γράψουνε
δε θα γυρίσουνε
να τις κοιτάξουνε.

Άυτά για να ' χουμε
καρδιά σα 'ρχόμαστε
κι από ένα "ακούμπα με"
να μην καιγόμαστε.

Αλλιώς χωρίς φαϊ,
θα καταντήσουμε
πετσί και κόκκαλο
και θα ψοφήσουμε.

Σώσε μας. Ξήλωστο
το "touch" το άπονο
και πια δε θα ' χουμε
από σε παράπονο.

…Τότε την τύχη μας
θα σιχτιρίζουμε
που ούτε ένα σου άγγιγμα
μεις δεν αξίζουμε…



ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

(Γιορτή βιβλίου στην πλατεία του Άρεος. 2004. Δίπλα στο περίπτερο των «ποιητών» της Τρίπολης, κάποιο περίπτερο κάποιας Δημόσιας Υπηρεσίας-γειτονιά. Και πίσω από τον πάγκο του περίπτερου καθισμένα ένα κορίτσι με ένα διαβολικά ελκτικό γέλιο και ένα άλλο δίπλα του με το τέλειο στήθος.
Για την παρέα μας των αντρών, που έτσι κι αλλιώς δεν ξέραμε ονόματα, οι δύο κοπέλες ήταν η μία «Το γέλιο» και η άλλη «Το στήθος».

ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Δυο κορίτσια μας γελάνε-
άνθη ανοίγουν κι ευωδάνε
και μεθούν τη γύρω φύση
με χαράς γλυκό μεθύσι.

Δυο κορίτσια μας μιλούν
ρυάκια γάργαρα κυλούν
και το αλέγρο τους τραγούδι
δροσοστάλαχτο λουλούδι.

Κι αχ ζευγάρια δυο ματάκια
που ας γινόταν δυο λεφτάκια
να ερχόνταν από δω
και να βλέπαν ό,τι εγώ:

να ’δουν πόδια, να ’δουν χέρια
να ’δουν άσπρα περιστέρια
να ’δουν χείλια και φιλιά
κι όλο μέλι αγκαλιά.

Και να νιώσουν τι μαρτύρια
τόσα κάλλη δίνουν μύρια
και ποινή να ξέρουν ποια
θα ' χουνε γι αυτό βαριά.

Και μετά ξανά πια μπαίνουν
στις τρυπίτσες πoυ ομορφαίνουν,
να μας βλέπουν από κει
όπως πάγοι πολικοί,

που κι οι γήινοι να λιώσουν
κείνοι δεν θα τελειώσουν-
μ' ειρωνεία θα μας κοιτάζουν
και κρυφές ματιές θ' αλλάζουν.

Και στην Κόλαση μον' του Άδη
μεις θα βρούμε ίσως χάδι-
αν η θέρμη της η τόση
τα παγόβουνα θα λιώσει.

…Βρε για δες τι πάει και κάνει
ο θεός μας-το φουστάνι!
βρε για δες πού οδηγεί
η όλο αιμάσσουσα πληγή:

με την όμορφη γιορτή
δυο γυναίκες ασσορτί,
και γι αυτές εγώ να γράφω
μ’ ένα πόδι μες στον τάφο...


Η ΒΙΒΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ!

(Τυχαία σ' ένα σουπερμάρκετ της Τρίπολης, γνώρισα την Βιβή. Και η Βιβή διαβάζει! Μάλιστα, στον εικοστό πρώτον αιώνα της διασκέδασης και της απώλειας-το διάβασμα είναι η μόνη χαρά και ξεκούρασή της! Πώς να μη της πω ένα μεγάλο μπράβο-δηλαδή πώς να μη γράψω γι αυτήνε κάτι;)



Η Βιβή! Μία γυναίκα που διαβάζει!
Τι γυναίκα-πες κορίτσι δροσερό!
Ω! Το λαό μας βλέπω γρήγορα ν' αλλάζει
και να γίνεται όπως πάντα καρτερώ.

Αφού μια μικρή κοπέλα τα βιβλία
για καλλίτερη παρέα θεωρεί
ω! του κόσμου μας θ' αλλάξει η Ιστορία
κι άλλοι θα 'ρθουνε-καλλίτεροι Καιροί!

Το πρωί το μεροκάματο να βγάλει...
και τ' απόγεμα το σπίτι... τα παιδιά...
όλη αυτή η καθημερνή μεγάλη ζάλη
απ' τα χέρια της μονάχα να περνά...

Κι όμως μ' όλα αυτά να βρίσκει ευκαιρία
και -αλήθεια!- να διαβάζει η Βιβή
ενώ άλλες συνεχώς κοκεταρία
και μυαλό έχουν μονάχα για τι βι.

Ολα αυτά δεν είναι λίγα, κι ας φαντάζουν.
Η Βιβή κρατεί την τύχη όλης της γης:
μηχανές ψυχρές θα μας εξουσιάζουν
ή η θέρμη της ανθρώπινης ψυχής;

Ω! Ελπίδα που εφύτρωσε στα μύχια
της ψυχής μου που διψάει γι ανθρωπιά
ενώ γδέρνεται απ' της Τρίπολης τα νύχια
που θηριώδης τα κινεί απανθρωπιά!

Ω! Ελπίδα πως η πόλη των ανθρώπων
τα βιβλία που 'χουν πλήρως αρνηθεί,
η μαγιά κάποιας Βιβής θα βρει τον τρόπο
να την κάνει πάλι εδώ να τα δεχτεί!..  

Α! Βιβή μου που το διάβασμα σ’αρέσει
απ' τα βάθη της καρδιάς σ' ευχαριστώ:
κι αν στην πόλη αυτή σκοτάδι έχει πέσει
ένα φως νυκτός κρατάς συ ανοιχτό.



ΜΕΛΊ – ΜΕΛΌ
(Τρίπολη 2004. Πενήντα μέτρα από το σπίτι μου
ένα υπέροχο, κουκλίστικο ιδιωτικό νηπιαγωγείο.)

Μελί – Μελό, παρακαλώ
θέλω κι εγώ εκεί να ’ρθώ.
Να ’χω ζεστή μια φωλιά    
όπως στα δέντρα τα πουλιά.

Να ’μαι παιδάκι χαρωπό
να τρέχω με εύθυμο σκοπό,
και στης τσουλήθρας το κλειστό,
γερό, στενάκι να γλιστρώ.

Στην πεταλούδα  ν’ ανεβώ
και να πετάξω στο λεφτό
και σ’ άλλους κόσμους μαγικούς
μαζί μ’ αυτήν να τρέχει ο νους.

Και αγεράκι να γινώ
και τους λαμπρούς σου να φυσώ
τους μύλους τους χρωματιστούς
και να γυρνώ κι εγώ μ’ αυτούς.

Στους κήπους σου να παίξω
στο πράσινο να τρέξω
και κάτω απ’ τα δεντράκια
να λέω τραγουδάκια.

Μελί –Μελό, παρακαλώ
θέλω κι εγώ εκεί να ’ρθώ.

Δικός μου να ’ναι ο  κήπος,
και της καρδιάς  μου ο χτύπος
να ’ναι πουλιού τραγούδι-
κι ως γέλιο απ’ αγγελούδι.

Και στο τρενάκι σου να μπω
και χαρωπά να τ’ οδηγώ:
κάθε σταθμός χρυσό πρωί
κάθε στροφή χαράς πνοή.

Μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά
να ’μαστε όλα μια αγκαλιά
και οι δασκάλες οι καλές
κι ας είν’ μεγάλες και ψηλές,

κοντά σε μας να ’ναι μικρές
και τρυφερούλες κι απαλές.

Μελί –Μελό, παρακαλώ!
Θέλω κι εγώ εκεί να ’ρθώ!..

                 -------