Η ΖΩΗ
Η καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένη. "Θα πάω έξω" είπε. Ο
καναπές πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και "βρέχει έξω" της
είπε, "πού θα πας;" Την
έπιασε από το χέρι- "πες μου" της είπε πάλι "πού θέλεις να πας;"
Εκείνη τον έσπρωξε λέγοντάς του "με πονάς!"
Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
Εκείνος, χλωμός μετά απ' αυτή τη σκηνή και χολωμένος που ασυγκράτητος δείχτηκε, στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο.
Αυτή,
αγέρωχη στην αρχή, ήπια κατόπιν, κλεισμένη μέσα στο άψογο τετράγωνό
της, έφτιαξε το φόρεμά της. "Στο είπα-αν δε σ' αρέσω έτσι να μ' αφήσεις
ήσυχη. Στο κάτω
κάτω αυτό είναι το σπίτι μου".
Έκατσε ναυριασμένη.
Εκείνη
τη στιγμή δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο. Ο ένας κάθισε στην καρέκλα
βγάζοντας τα χαρτιά του. Ο άλλος βάζοντας τον καναπέ στη θέση του
ρώτησε: "μα γιατί
αυτός ο καναπές είναι όρθιος;"
Ύστερα όλα έγιναν με την κανονική τους σειρά.