ΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Μες στην ηρεμία της νύχτας
Στου βουνού την κορυφή
Οπου μήτε ανάσα αγέρα
Δεν αγγίζει τη μορφή-
Μες στην ηρεμία της νύχτας
Σαν λιγόθυμος ο νους
Κι από γύρω κι από πέρα
Ηχους άηχους ακούς:
Γέλια ’δω, κλάματα κείθε
Και ψιθύρους, και φωνές
Που να χτίσουν ένα κόσμο
Μον' αυτές ειν’ ικανές.
Ποιος φωνάζει; Ποιός μιλάει
Οταν όλα σιωπούν;
Ποιος τον κόσμο αυτόν γεννάει
Που αχνά οι φωνές του αχούν;
Αλλά ποιος έξω από κείνον,
Τον εχθρό κάθε κενού,
Άλλος θα ’τανε ο πλάστης
Και του κόσμου αυτουνού-
Ενός κόσμου που θα σβήσει
Κι όλα θα ’ναι όπως πριν
Όταν πάλι τα γυρίσει
Απ’ το Άχρονο στο Νυν;
Ναι! Στης νύχτας την ευδία
Δίχως ήχο, δίχως φως,
Και χωρίς λέξη ν’ αρθρώσει
Γίνομαι κι αυτός θεός.