Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

 ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ

Σα σβήσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε’ ν’ ανάψει
για τ’ άμοιρο το δέντρο που  έχει γείρει.

Και λέω κι εγώ αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο αίνος
οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σα θα ’μαι πεθαμένος.



ΜΕ  ΣΚΟΤΑΔΙ

Η ζωή μου κυλά με σκοτάδι
και μ’ αρχέγονα ζώα παρέα.
Αδιατάραχτη, δίχως ψεγάδι
η ζωή μου περνάει ωραία.

Κατοικώ σ’ ένα έρημο σπίτι
πριν από άμετρα χρόνια χτισμένο-
κατοικώ σ’ ενα απέραντο σπίτι
μες σε βάλτων νερά ριζωμένο.

Υγρασία τους τοίχους του σκέπει
και λειχήνες τη σκέπη του ντύνουν
παραθύρια και πόρτες δεν έχει
λίγο αέρα και φως να του δίνουν.

Ερπετών στρατιές το γεμίζουν
πάτωμα, έπιπλα, τοίχους σκεπάζουν
ανενόχλητα εκεί τριγυρίζουν
και συνέχεια βοούν και κοάζουν.

Α!  Τα ωραία τυφλά ερπετά μου!
Τόσο είναι μαζί μου δεμένα
που αν βρεθούν μια στιγμή μακριά μου
με μανία με ζητούν τα καημένα.

Και τι εύρωστα όλα τους που ’ναι!
δυνατά πώς φυσούν περπατώντας!
σαν θυμώνουν το κτίσμα πώς σειούνε
τις ουρές τους σιγά μόνο σειώντας!

Α!  Ωραία που κυλά η ζωή μου
στου μεγάλου σπιτιού μου τον χώρο!
Σε μια γη που θα ήταν δική μου
τον μικρό της ας φύτευα σπόρο!

…Μακριά κάπου ακούγονται θρήνοι
κάτι που είναι για με τέλεια ξένο.
Θα θρηνούν οπωσδήποτε ’κείνοι
που  ’χουν σπίτι στα φώτα λουσμένο.




Α!  ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..

Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνεται εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει κι η σάρκα φθίνει.

Α!  Χωροφύλακες! Για μένα είσαστε τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α!  Χωροφύλακες!  Τούτο του άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;

Α!  Χωροφύλακες!  Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σιρίτια σας-στα δεσμά σας
κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν’ αγκάθι στο σύστημά σας.

Α!  Χωροφύλακες! Α!  Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Γεια σας!  τα όπλα σας δε φτουράνε.
Α!  Χωροφύλακες!  Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε.






CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό
δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ
δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο τον βουβό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό,τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το ’φερες εδώ.



ΤΑ  ΠΟΥΛΙΑ

«Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες.
Το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις.
Ξέρω πως παίρνει ώρα  αυτή  η δουλειά.
Μόνο τις μπύρες έξω να μου αφήσεις.

Και κοίτα, όταν περνάς απ’ τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις  τα πουλιά.
Το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες.»




ΟΙ  ΣΟΛΙΣΤ

Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ’ όλα ταύτα ονειρώδεις...

Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.

Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη
στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο, που δεν είναι γυναικείο.

Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε..


ΜΑΣ  ΕΙΠΕ

Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ’ρχόνταν. Και σαν
τα εικοσιτρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,
έτσι τα πόδια έσερνε ως περπατούσε
λες ξάφνου έγινε πολύ γριά.

Και καφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.

Μ’ ας πάει να λέει και να κάνει.
Την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει.
Άραγε κόρη δεν υπήρξε.
Ας πάει να λέει και να κάνει.




Η  ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.

Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.
Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.

Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών.
Διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.

Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.

Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από  το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.

Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενηντατρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.

Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα.
Φεύγει λίγο πριν  αυτά φορεθούν.

Σε αδιάφθορα πελάγη  
αδιάφθορη και κενή  ταξιδεύει
ανάμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.

Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.

Στι χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.

Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων
έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.

Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.

Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.



ΣΕ  ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ

Σε ταφόπετρες να γράφουν τ’ όνομά τους τους είδα.

Έξω από την πόρτα του χελιδονιού
τα φτερουγίσματα πάνε χαμένα.
Στην καρδιά το αίμα περισσεύει
και στην αγάπη το μίσος δεν φελά.

Ο πιο ελαφρύς των θανάτων στο ήπιο χαμομήλι ταιριάζει.
Στη ροδιά ο θάνατος ο αντίστροφος
και στον απήγανο ο θάνατος ο τελευταίος.

Με σταγόνες ανεπαίσθητου ροζ
τα ονόματά τους να γράφουν σε ταφόπετρες είδα.

Αδιάκοπα μέσα και  πάνω τους σωρευόταν ο χρόνος
σε επάλληλα στρώματα
ώσπου κάτω του χάθηκαν.

Γη αταίριαστη με τη γη
αέρας αταίριαστος μα τον αέρα,
νερό αταίριαστο με το νερό
το κορμί τους έγινε.

Κι εγώ ατάραχους τους έβλεπα τ’ όνομά τους
σε ταφόπετρες βαριές αλαφρά να γράφουν.




ΜΑΣΣΑ

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το άνθος κόπηκε
η πηγή στέρεψε
το πουλί δίπλωσε τα φτερά
το τραγούδι σταμάτησε.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα
το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά
το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.

Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.



Η  ΓΡΑΦΗ

Θα γράψω απόψε μια γραφή
μαύρη στο μαύρο μέσα
απ’ την καρδιά μου ν’ αρχινά
να μπαίνει στη δική σου.

Να γράφει του έρωτα γραφτά
και της αγάπης λόγια.
Γραφτά και λόγια να χτυπούν
θανατερά φτεράκια.

Να θανατώνουν τις καρδιές
όπου  ήθελ’ ακουμπήσουν
και τη δική της την καρδιά
να διπλοθανατώσουν.

Κι απέ ταφόπετρα βαριά
επάνω της θα βάλω
μη σηκωθεί κι όπως πριχού
με κοροϊδεύει μάτα.



ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος μου ’στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της. Με πλοκάμια
κολλώδη μ’ έσφιγγαν
μνήμες φτηνές.




ΣΤΕΝΟΤΗΣ

Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει.
Η θέα ανάρμοστων πραγμάτων
την περηφάνια του πληγώνει.

Δεν έχει χώρο για το μπάνιο…
κι έχει σκουριάσει το κρεβάτι…
...θα πάρει ένα δάνειο!
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.

Των φαγωμένων του ενδυμάτων
δύσκολα πια μετριούνται οι χρόνοι.
Η ζήση του εκατό θανάτων
την ευτυχία λες ξεπληρώνει.

Όμως με ύφος αρειμάνιο
βλέπει τριγύρω του το μάτι-
θα πάρει ένα δάνειο!
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.





ΠΑΝΤΑ

Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι την πίκρα πίνουν.
Γυρνά του Χρόνου ο τροχός
κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μέρα αφήνουν
την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή
σκορπούσαν κι ένα μύρο.
Τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.



Η  ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ

Όπως ταξιδεύει ο ίσκιος των πραγμάτων
και όπως αλλάζουν χέρια τα τραπουλόχαρτα
έτσι κι αυτή κυκλικά
από την ευαισθησία της φεύγει.

Αιδώ και ταπεινοφροσύνη αποχωρίζεται
την προσποίηση απωθεί
και σαν από ευρύχωρον ηθμό περνούν έξω της
όλες οι δυνατότητες των λεπτών διακρίσεων.

Η αντίστασή της στην κατάκρισι μεγαλώνει
και μικραίνει στην πρόκληση των εδεσμάτων.

Έτσι η παχύσαρκος
η γεμάτη στα μάτια όλων
άδεια τω όντι μένει από κάθε τι
εκτός από τη σιγουριά
(που κάτω από τα ρούχα της ασφυκτιά
μονήρης και συρρικνωμένη και παρηγορήτρα)
πως όλα τα διωγμένα θα την πλημμυρίσουν πάλι
όταν κάποτε…
στο μέλλον…
όποτε θελήσει!
αδυνατίσει.




ΠΟΣΟ…

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει
πόσο, χαρά, δε σ’ έχω δει…

Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι από με πέρναγε πλάϊ
και κάθε μου έφευγε εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι-
και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ’ αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.

Χωρίς ν’ ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ’ έχω βρει…

Κι ούτε τη χάρη λες για να ’χω
πως είναι όλα μου νεκρά,
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα δάκρια μου πικρά.



ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.

Μας ελέγαν πως όποιον εκεί μέσα κοιτούσε
θε’ να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.

Την ημέρα δειλά το πλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.

Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ’ το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.

Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρίζω να χάσκει εμπρός μου.
Και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου
κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.



Η ΣΟΔΕΙΑ

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
 και μ’ αίμα την ποτίζω
 τριάντα χρόνια με τ’ αδρό
 χέρι μου την ορίζω.

 Για να την πάρεις θα διαβείς
 απ’ το νεκρό κορμί μου.`
 όλοι το ξέρουν:ειν’ η γης
 αυτή μόνο δική μου."

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
 που όσα λες τα ρίχνουν
 και που ετούτη την οχτιά
 δική μου αποδείχνουν.

 Από γενιά σ’ άλλη γενιά
 ήρθε στην κατοχή μου.
 Το λέει ο νόμος καθαρά-
 ετούτη η γη ειν’ δική μου".

"Παράλογα μαλώνετε
 κι ανέλογα μιλάτε `
 ανάποδα σελλώνετε
 κι ενάντια καβαλάτε.

 Ω!  Σεις αράθυμα παιδιά!
 Ω!  Άγουροι καρποί μου!
 Ω!  Ξεχασιάρηδες!  Σοδειά
 κι οι δυο είστε δικοί μου".




ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Μάθαμε πια να βλέπουμε
τα πλοία να σηκώνουν
τα δειλινά τις άγκυρες
και τα πανιά ν’ απλώνουν
σ’ άλλες στεριές για να βρεθούν
σ’ άλλα να πάνε μέρη,
που ταξιδεύουμε νοερά
χειμώνα καλοκαίρι
μαζί τους. Κι όταν κάποτε
ακούμε στις ειδήσεις
πως κάποιο πλοίο χάθηκε
παύουν οι συζητήσεις
σαν κάποιοι να μας έκοψαν
ξάφνου μια αγαπημένη
γέφυρα που μας ένωνε
μ’ όλη την οικουμένη.





ΚΑΙ  ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα

δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι
 
Γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί.
Δε σκέφτομαι κανέναν.
Γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.



ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ

Γεράσανε
σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.

Κι ούτε προσέξανε
πότε άρχισε το χρώμα να τους ντύνει το κεραμιδί
κι ούτε θυμούνται
πότε ακούσανε το πρώτο τρίξιμο
ή την ημέρα που οι αρμοί τους
στη συνηθισμένην ώθηση δυστρόπησαν.

Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.

Σκουριάσανε.

Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία τους ανοίγει.





Ο ΜΟΝΟΣ

Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτοια ιδέα.

Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.

Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.

Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική ή τον ήχο
που τα ποτήρια εκάνανε τσουγκρίζοντας
μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μια ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό του η σκέψη.

Αυτόν
μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα εκεί
το τόσο μακρινό σαν φαντασία
έτσι που κύρτωνε
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε
που μες στη σάρκινη φωτιά του έκλεινε
χορό και χορευτές  
ήλιους και σύμπαντα
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.





ΤΟΥΣ ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ

Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζει άσκοπα κι επώδυνα
σ’ ενός ανάμεσα σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός του
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;

Ως πότε μ’ άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ’ ανταλλάσσει;
Πότε ο σταθμάρχης
θα πει απ’ το μεγάφωνο πως φεύγουνε;
Πότε το τράνταγμα θα νιώσει
της εκκινήσεως;





ΝΑ ΔΙΝΕΙ

Ξέρει οπωσδήποτε πως τον γελάνε.
Ότι χολή αντίς νερό
θα του προσφέρουν κι όξος
και θα πεθάνει αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.

Ξέρει οπωσδήποτε. Αλλά για κείνον
αυτή ’ναι η μόνη εκλογή
όξος-χολή να δίνει
δεν ξέρει. Να τα πίνει
μόνο μπορεί σ’ αυτή τη γη
που όλα της του είναι μακρινά και ξένα.




ΜΙΑ ΤΥΧΗ ΦΘΟΝΕΡΗ

Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που ’ναι για μένα αυτή τρυγά.

Με το μαγικό το ραβδί της
την όμορφη μέρα μου αγγίζει
κι εκείνη πηγαίνει μαζί της
και πια η νυχτιά με ορίζει.

Στεφάνι με ρόδα πλεγμένο
εκείνη αγκαθένιο το κάνει
κι ενώ τη χαρά  περιμένω
με πόνους αυτή θα με ράνει.

Και ό,τι να σπείρω
καλό και φυτρώσει
την ώρα του θέρου
το χέρι θ’ απλώσει

και κείνη θα δρέψει
καρπούς που δικά μου
ποτάμια ποτίζανε
δάκρυα καυτά.

Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που ‘ναι για μένα αυτή τρυγά.




ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ
(στον καλό συνάδελφο Μαριάτο)

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα κάθονται στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου και
"Ritz Hotel!  " διατάζουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν
και μας διαφθείρουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
γελαστοί κύριοι
που πάντοτε έχουν δίπλα τους
κομψές κυρίες και δεσποινίδες;

Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;




ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ:ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
ΜΠΟΤΣΑΡΗ


Δεν είν’ αυτή μετάληψη. Αυτή ’ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση…ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
Το λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα
αεικίνητα,αδημονούντα…

Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
Το πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα).




ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ

"Στον ίδιο παρονομαστή".
Ποτέ δεν είχε νοιώσει τι εσήμαινε
η έκφραση αυτή. Σήμερα μόνο
και μόλις σήμερα ένιωσε τον πόνο
που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράσιν εξεστόμιζαν αυτήν.

«στον ίδιο παρονομαστή!»
κατάλαβε τουλάχιστον
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.






ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ

"ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ"
ήτο η αφιέρωσις.
Και πάντοτε δι αυτόν αναπάντητον το ερώτημα θα παραμένει :
το "ΝΕΟΝ" ή το "ΓΕΡΟΝΤΑ"
είναι το ουσιαστικόν;

Τινές υποστηρίζουν ότι ανάξιον λόγου το θέμα είναι.
Θαυμάζει την αξιολύπητον πεποίθησίν των.
Τουλάχιστον δεν αγωνιούν.

Όμως αυτός να διερωτώμαι δεν θα παύσει
διότι όσον και να ειπείς
και αι δύο εκδοχαί είναι πιθαναί:
και νεαρούς, την ψυχήν γέροντας,
ευρίσκεις,
και νεαρούς την ψυχήν, γέροντας,
ομοίως.



ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λούζεται ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
Πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!

Και μέσα σε τέτοιας μιας μέθης το λάγνο φιλί
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λαμδα αποκάτου.





ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Στο θέατρο πηγαίνουμε να βρούμε
τον κόσμο που θα έπρεπε να ζούμε-
τον κόσμο το σωστό, δίχως ψέματα,
γυμνόν και βουτηγμένον στα αίματα.

Η εικόνα η ζωντανή μας συναρπάζει
κι εντός μας λεωφόρους νέες χαράζει-
για μια ζωή με δίχως προσχήματα
το θέατρο μας δίνει μαθήματα.

Μα τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Ανέκκλητα η μοίρα μας αρπάζει
τα όποια του θεάτρου ωφελήματα
καθώς ναυαγισμένους τα κύματα.

Και πριν από την αίθουσα να βγούμε
το όποιο μάθημά μας ξεχνούμε-
στα ένοχά μας λάμπουν τα βλέμματα
τα ίδια θλιβερά προμαντέματα.



ΕΚΕΙΝΗ

Στον κρύο βοριά που παγώνει τα χνώτα
το τραίνο ακούει που αργά πλησιάζει.
θεριό αγριεμένο στη νύχτα φαντάζει
-αστράφτοντα μάτια τα δυο του τα φώτα.

Σταμάτησε. Πάνω του μία κοκότα
με μάτια μεγάλα σκληρά τον κοιτάζει-
με κάποιαν που γνώρισε κάποτε μοιάζει
που πήρε από κείνον τα χάδια τα πρώτα.

Το τραίνο ξεκίνησε. Μα ξύπνια του αφήνει
μια μνήμη που έμοιαζε για πάντα νεκρή.
Και νιώθει στο στόμα μια γεύση πικρή

καθώς σαν σε όνειρο βλέπει εκείνη
μ' αδιάντροπο ύφος να του μιλά
το μάτι να κλείνει-να του γελά.





ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ

Υπάρχουνε πανέμορφοι κάτι ανθολειμώνες
που ριζωμένοι σε ψηλά κι απέραντα οροπέδια
ανθούνε ασταμάτητα κι άνοιξες και χειμώνες
χωρίς, καθώς στα θέατρα να 'χουνε ιντερμέδια.

Σε τέτοιον ένα θα 'θελε λειμώνα αυτό να ζήσει
τόσο όσο κάνει μια πνοή αγέρα να φυσήσει,
και τις χαρές του θα 'θελε για τόσο να τρυγήσει
όσο ένα γέρικο κορμί κάνει να ξεψυχήσει.





ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ

Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη.
Ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω.
Τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.

Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάνα!"

Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω
είμαι γέρος-με πληγώνουν
την καρδιά μου τη ματώνουν.