ΚΟΡΙΝΝΑ
ΤΟΠΟΣ:
Λος Άντζελες.
ΧΡΟΝΟΣ:
1999.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Κορίννα, εργάτρια 17 χρόνων
Αντρέ, εργάτης, φίλος οικογενειακός, 40 χρόνων
Νύχτα μέσα σ' ένα σταματημένο και κλειδωμένο ασανσέρ. Η Κορίννα κάθεται πάνω σ' ένα σκαμνί σε μια γωνία του ασανσέρ και ο Αντρέ στη διπλανή γωνία στο δάπεδο.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Έτσι θα μείνουμε όλη τη νύχτα εδώ-αμίλητοι;
ΑΝΤΡΕ
Αν το θέλεις ας γίνει έτσι.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Δεν το θέλω εγώ. Εσύ το θέλεις. Μήνες τώρα έχεις που δεν μου μιλάς.
ΑΝΤΡΕ
Ναι. Έχεις δίκιο. Μα αυτό γινόταν έξω. Εκεί, με τους άλλους. Τώρα είμαστε μόνοι μας. Αν το θέλεις μπορούμε να μιλήσουμε.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι, το θέλω. Εκεί ήταν ο κόσμος. Η κίνηση. Τα φώτα. Η ζωή. Εδώ είναι νέκρα, σκοτάδι και θάνατος. Εδώ είμαστε μόνοι εγώ κι εσύ. Κι η νύχτα αυτή είναι όλη η ζωή μας-είναι το δικαστήριο του μέλλοντός μας. Είναι η ίδια η αιωνιότητα.
ΑΝΤΡΕ
Αύριο πάλι όλα θα είναι ίδια.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Ποτέ πια δε θα είναι ίδια. Δεν υπάρχει αύριο. Εδώ μέσα, στη φοβερή αυτή ησυχία, είμαστε η μόνη πηγή ήχων. Ό,τι πούμε εμείς απόψε είναι τα μόνα λόγια που θ' ακουστούν πάνω στη γη. Η αλήθεια είναι τούτη η νύχτα, τούτο το κελί, τούτη η ώρα.
ΑΝΤΡΕ
Ο ήλιος θα 'βγει αύριο το πρωί. Κι όταν έβγει ο επόπτης θα σηκωθεί από το κρεβάτι του, θα πιεί τον καφέ του και στις εφτά η ώρα θα είναι εδώ και θα μας ανοίξει. Κάθε μέρα αυτό συμβαίνει και σε πολλούς άλλους.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Κι αν ακόμα γίνει όπως λες, όλα θα 'ναι πάλι διαφορετικά. Ένας άλλος επιστάτης, ένας άλλος ήλιος. Η νύχτα αυτή όλα θα τα καθαρίσει. Και αυτό που έγινε εξαιτίας σου ανάμεσά μας θέλει ένα ξεκαθάρισμα.
Ήτανε κάτι διαφορετικό. Ήτανε μια αλλαγή πέρα από τα συνηθισμένα. Σε ξέρω τέσσερα χρόνια. Μου μιλούσες, σου μιλούσα. Είχαμε μιαν επικοινωνία όπως όλοι οι γνωστοί άνθρωποι μεταξύ τους. Όποτε βλεπόμασταν μιλούσαμε, γελούσαμε..
Και ξαφνικά άρχισες να μην απαντάς στις καλημέρες και στις κουβέντες μου. Πάνε πέντε μήνες. Πέντε μήνες και δέκα μέρες.
ΑΝΤΡΕ
Και τι σε πείραξε που δε σου μιλώ; Τρώθηκε ο εγωισμός σου; Έλαττώθηκαν οι θαυμαστές σου κατά έναν; Τι;
ΚΟΡΙΝΝΑ
(έντονα)
Σου είπα, ήταν μια αλλαγή. Την παρατήρησα...
ΑΝΤΡΕ
Ας δούμε πώς μπορεί να βγούμε από εδώ μέσα και να μείνουν όλα όπως είναι. Να μείνουμε στην τωρινή ζωή μας. Πώς μπορεί ν' ανοίξει μία πόρτα χωρίς το κλειδί της;
ΚΟΡΙΝΝΑ
Δεν μπορεί.
ΑΝΤΡΕ
(σηκώνεται και εξετάζει την κλειδαριά)
Αν είχα ένα εργαλείο κάτι θα κατάφερνα. Σε παρακαλώ μου δίνεις το σκαμνί σου;
(Η Κορίννα του δίνει το σκαμνί, αυτός πατάει επάνω και εξετάζει την οροφή. Κατεβαίνει απογοητευμένος. Σκουπίζει το σκαμνί και της το δίνει. Κάθονται)
Πώς έγινε και άργησες τόσο πολύ κι εσύ; Άλλες φορές κατβαίνω μόνος τέτοια ώρα.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Έγινε. Όπως έγινε και σταμάτησε.
ΑΝΤΡΕ
Είσαι σίγουρη πως ο επιστάτης έχει φύγει;
ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι. Ήμουν η τελευταία. Νόμιζα.
ΑΝΤΡΕ
Σε είδα πολλές φορές να μιλάς μαζί του. Δεν συζητήσατε ποτέ για την περίπτωση που κάποιος κλειστεί στο ασανσέρ;
ΚΟΡΙΝΝΑ
Όχι.
(σιωπή)
ΑΝΤΡΕ
Λοιπόν θα μείνουμε εδώ για μιαν ολόκληρη νύχτα...
ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι. Κι αυτό θα κάνει τη ζωή μου ν' αλλάξει. Όπως έχει αλλάξει δυο φορές ως τώρα χωρίς την αποψινή νύχτα. Κι αυτή εδώ, ό,τι και να γίνει ανάμεσά μας, θα είναι η μεγάλη αλλαγή. Η γνώση που έρχεται κάποτε και που φέρνει την κατανόηση, που ξεδιαλύνει καταστάσες. Κάτι που δεν περίμενα να γίνει ποτέ αλλού. Μέσα σ' αυτό το ασανσέρ οι δυο μας... ποιος θα το φανταζόταν; Μια γη έπρεπε να υπάρχει για τον καθένα μας και να μη σμίγαμε ποτέ. Ή να μην είχαμε γεννηθεί.
ΑΝΤΡΕ
Κρυώνω..
ΚΟΡΙΝΝΑ
(τον κοιτάζει, διστάζει, τον ξανακοιτάζει, τέλος αποφασίζει. Βγάζει τη ζακέτα της και του την τείνει)
Πάρε. Εγώ δεν κρυώνω.
ΑΝΤΡΕ
(απότομα)
Όχι! Όχι! Δεν κρυώνω.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Τώρα είπες ότι κρυώνεις.
ΑΝΤΡΕ
(βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του)
Δεν κρυώνω.
(μαζεύεται όσο μπορεί στη γωνιά του. Η Κορίννα αποθέτει αμίλητη τη ζακέτα στην ποδιά της)
Να φορέσω τη ζακέτα σου! Για σκέψου...Φτάνει που είμαι κλεισμένος εδώ μέσα μαζί σου. Που αναπνέω τον ίδιο αέρα με σένα. Που έτσι και γυρίσω μόνο το κεφάλι μου το πρόσωπό σου θα 'βλεπα...
ΚΟΡΙΝΝΑ
Με σιχαίνεσαι λοιπόν; Με μισείς; Τι σου έκανα; Γιατί με αποφεύγεις; Γιατί όταν με βλέπεις αλλάζεις δρόμο; Ούτε ένα ρούχο μου δεν θέλεις ν' ακουμπήσεις;
ΑΝΤΡΕ
Δεν θέλω. Ναι, δεν θέλω. Κράτα τη ζακέτα σου.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Άραγε αυτή η νύχτα θα μου μάθει την αιτία που σταμάτησες να μου μιλάς;..
Σε ξέρω τέσσερα χρόνια. Ερχόσουν στο σπίτι μου. Όλοι σ’ αγαπούσαμε. Κουβεντιάζαμε, περνούσαμε τα βράδια μας με την παρέα σου κι εσύ με τη δική μας. Υπήρχε μια περίοδος μάλιστα που κάθε βράδυ ήσουν εκεί. Κι αν δεν ερχόσουν μας έλειπες. Το γέλιο δεν έλειπε από την παρέα μας. Και ο πατέρας μου σ' εκτιμούσε πολύ. Η μητέρα δεν ξέρει τι να πει που δεν μας έρχεσαι πια. Κι όταν ακόμα πιάσαμε δουλειά στο ίδιο εργοστάσιο, τίποτε δεν άλλαξε στις σχέσεις μου μαζί σου. Μάλιστα τώρα ήταν καλλίτερα. Και ξαφνικά, χωρίς αιτία, σταμάτησες να έρχεσαι στο σπίτι και σταμάτησες να μου μιλάς. Σου έλεγα καλημέρα κι εσύ μουρμούριζες κάτι κι απομακρυνόσουν βιαστικά. Στους άλλους μιλάς όπως πρώτα. Στ' αδέρφια μου το ίδιο. Μόνο σε μένα δε μιλάς. Όταν από μακριά με βλέπεις λοξοδρομείς για να μην συναντηθούμε. Κατάφερες αυτό που ήθελες-τώρα δε σου μιλώ ούτε εγώ. Έχω κι εγώ αξιοπρέπεια.
Μα όμως πόσο παράλογο μου μοιάζει αυτό που κάνω...Να διακόψω τις σχέσεις μου με κάποιον έτσι, επειδή αυτός με αποφεύγει χωρίς να ξέρω γιατί. Έμεινα ξάγρυπνη πολλές νύχτες ψάχνοντας να βρω την αιτία αυτής σου της συμπεριφοράς. Προσπαθούσα να βρω μήπως έκανα κάτι που σε πρόσβαλε, που σε πείραξε. Που σε έθιξε. Γιατί είσαι εύθικτος. Δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου. Ποτέ δε σου μίλησα άσχημα. Ούτε με μια πράξη μου δε σε πρόσβαλα. Μήπως είπα κάτι κακό σε κάποιονε για σένα και το έμαθες; Ούτε αυτό συμβαίνει. Πρώτα γιατί δε συζητώ για σένα με τους άλλους. Και προσέχω τα λόγια μου όταν μιλώ στο χώρο της δουλειάς, εδώ, στο εργοστάσιο, γιατί δεν θα 'θελα να κάνω κάποιο λάθος και να τα χαλάσω μαζί σου. Η παρέα σου ήταν καλή, είσαι ευχάριστος, έξυπνος και, είναι αλήθεια, ποτέ και συ δεν μου φέρθηκες άσχημα. Ποτέ δεν μου κακομίλησες, πάντα μου φερόσουν με ευγένεια, με κατανόηση, σαν ένας πατέρας ή σαν μεγαλύτερος αδερφός. Βέβαια δεν ήσουν
πατέρας ούτε αδερφός μου. Και θα μπορούσες να δείξεις μια δυσαρέσκεια κάποτε, θα μπορούσες σαν μεγαλύτερος να μην με προσέχεις, να με μεταχειρίζεσαι σαν παιδί που είμαι ακόμα. Όμως όχι. Πάντοτε ήσουν καλός μαζί μου. Και ευγενικός, Και περιποιητικός. Για να με πλησιάζεις κατέβαινες στην ηλικία μου. Το πρόσεξα πολλές φορές αυτό. Δεν στεκόσουν στο βάθρο του μεγάλου που απλά καταδέχεται να μιλήσει σε μια μικρή κοπέλα, αλλά γινόσουν μικρός κι εσύ κοντά μου. Και το εκτιμούσα πολύ . Δεν είμαι παιδί όμως πια. Είμαι γυναίκα. Και τώρα μπορώ να στο πω-πολλές φορές ένιωθα να κολακεύεται αυτή η γυναίκα μέσα μου από τη συμπεριφορά σου. Γιατί αν και το φέρσιμό σου ήτανε πάντα το ίδιο, μεγαλώνοντας εγώ το δεχόμουν όπως ταίριαζε κάθε φορά με την ηλικία μου. Έτσι, ένα κομπλιμέντο που, μικρή όταν ακόμα ήμουνα μου έλεγες, το δεχόμουνα με ένα γέλιο παιδιάστικο, για να το ξεχάσω αμέσως μέσα στο παιχνίδι και τις άλλες παιδικές μου απασχολήσεις που πάντοτε με περίμεναν. Όμως εδώ κι ένα χρόνο το ίδιο αθώο κομπλιμέντο το έπαιρνα, το έδενα, το κρατούσα και το νόημά του σκορπιζόταν σε όλο μου το κορμί χαρίζοντάς μου μια γλυκιά ευχαρίστηση. Και δεν το ξεχνούσα ώσπου να ακούσω το επόμενο κομπλιμέντο σου. Και ήσουνα πλούσιος σ΄ αυτά. Κι έδινες τόσα ώστε να μην ξεπεράσεις το όριο. Αλλιώς θα χάλαγες όλη τη ουσία, όλη την απόλαυση. Το ήξερες αυτό και το πρόσεχες πολύ. Πόσες τέτοιες ωραίες στιγμές μου είχες χαρίσει...Χωρίς ίσως να το υποπτεύεσαι, εγώ χρησιμοποιούσα τα λόγια σου για να ευωχούμαι. Δεν τα έπαιρνα πια σαν λόγια μεγάλου σε μικρόν, παρά σαν λόγια άντρα σε γυναίκα. Και το καταλάβαινες αυτό καμιά φορά και αμέσως άλλαζες κουβέντα ή στρεφόσουν σε άλλον και, δείχνοντας πως τάχα με αγνοείς, συζητούσες μαζί του για άλλα θέματα.
Ντρεπόμουν τότε για ό,τι ένιωθα και πήγαινα στο δωμάτιό μου όπου, ανάμεσα στα γράμματα των βιβλίων μου μπαίνανε τα γράμματα του πιο καλού λόγου που μου είχες πει πριν λίγο. Κι αυτόν το λόγο τον κρατούσα σαν φυλαχτό.
Στην κοινωνία που ζούμε δεν υπάρχει χρόνος για περιττά λόγια. Όλοι τρέχουν να προλάβουν κάτι και δεν τους μένει καιρός να πουν παρά μόνο τα απαραίτητα για την μεταξύ τους ρηχή επικοινωνία. Ούτε λόγια θαυμασμού ούτε φιλοφρονήσεις, ούτε λόγια επαινετικά όποιου καλού έχει κάποιος. Μόνον εσύ, ίσως γιατί ήρθες εδώ από την πατρίδα όταν ήσουν μεγάλος, ίσως γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας σου, μόνο εσύ μπορούσες να λες τέτοια όμορφα λόγια. Και δεν ήτανε μόνο τα λόγια. Ήταν και τα μάτια σου. Γεμάτα θαυμασμό κάθε φορά, συμπλήρωναν τον καλό σου λόγο. Γεμάτα θαυμασμό και λαμπύρισμα.
Με ρώτησες γιατί μ’ ένοιαξε που σταμάτησες να μου μιλάς. Ίσως και να μου έλειψαν αυτά τα λόγια τα θαυμαστικά, αυτά τα φωτεινά βλέμματα. Που για σένα βέβαια δεν σήμαιναν ίσως τίποτα, σε μένα όμως έδιναν κάτι που δε θα το βρω σε άλλους και αλλού όσο και να ψάξω.
(μικρή σιωπή)
Θυμάμαι εκείνο το ροζ φουστάνι που πήγα κι αγόρασα για το χορό. Από την πρώτη στιγμή που το είδα δεν μου άρεσε. Μα ήτανε το μόνο που βρήκα. Το αγόρασα, το φόρεσα, δεν μπορούσα όμως να το χωνέψω. Μου έμοιαζε ανυπόφορο. Ώσπου όταν με είδες να το φορώ -θυμάσαι;-μου είπες πως είναι όμορφο και πως μου πηγαίνει θαυμάσια. Τότε το αγάπησα κι εγώ.
(χαμογελάει)
Θυμάμαι μια μέρα, πριν χρόνια, όταν είχα φτιάξει μια χάρτινη γιρλάντα και την είχα κρεμάσει γύρω από το λαιμό μου γυρίζοντας από το σχολείο. Όλοι με μάλωναν και με κορόϊδευαν που έκανα τέτοιες παιδιάστικες κουταμάρες. Εσύ είπες: "Τι ωραίο κολλιέ! Και πώς σου πηγαίνει!.."
Γιατί έχεις θυμώσει μαζί μου;
ΑΝΤΡΕ
(ονειροπόλα και σαν να μιλάει στον εαυτό του)
Το ροζ φουστάνι... μια πανδαισία... η χάρτινη γιρλάντα... Ποιος μπορεί να πει ότι ήρθε άσκοπα στον κόσμο όταν σε είδε να φοράς το ροζ εκείνο φουστάνι ή μια χάρτινη γιρλάντα στο λαιμό...Έξυπνος εγώ...για σκέψου... έξυπνος κι όμως πιασμένος σαν χαζή μύγα στο δίχτυ. Αρκετά έξυπνος για να μπορέσω να καταλάβω τι κρύβει μέσα του ένα άνθος' αρκετά έξυπνος για να καταλάβω πόσο αδύναμη είναι η δύναμη...πόσο μικρό είναι το μεγάλο…πόσο πολύ το τίποτα...όμως πολύ κουτός ώστε να μην μπορέσω να μυρίσω το άνθος, να μην γνωρίσω τη δύναμη ή την αδυναμία, να μείνω έξω από κάθε μεγάλο ή μικρό. Πολύ κουτός για να ζήσω...για να υπάρξω...για να γεννηθώ λες...Μα πάλι πώς μπορεί να πει κανείς πως δεν έζησε όταν έχει κρατήσει μέσα στο χέρι του το χέρι σου...
ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι... η χειρομαντεία... Μου κράταγες το χέρι στο χέρι σου και διάβαζες τη μοίρα μου. Εγώ το είχα αφήσει μέσα στο δικό σου κι ένιωθα τόσο ελαφριά σαν να είχα ξεφορτωθεί όλο το βάρος μου κι όχι μόνο του χεριού μου. Κι όλο πράγματα που αρέσουν μου έλεγες. Πόσο είμαι έξυπνη, πόσο είμαι όμορφη, πόσο πολύ θα ζήσω. Μόνο λόγια όμορφα βγαίναν από το στόμα σου για μένα. Μου είπες ξάφνω πως αγαπώ ένα νέο της ηλικίας μου. Σου είπα: "φυσικά θα είναι της ηλικίας μου. Κανένα γέρο θ' αγαπούσα;» Ύστερα από αυτό τελείωσε γρήγορα η χειρομαντεία.
ΑΝΤΡΕ
Ω! Η ζωή! Η ζωή! Η ζωή μου! Γεμάτη αβεβαιότητα, κενό, φόβο πριν απ' όλα.
Μα από τότε που βρέθηκα σε τούτη τη χώρα-πάνε τώρα δέκα χρόνια- βλέπω γύρω μου ανθρώπους που φόβος δεν ξέρουνε τι θα πει. Που ντροπή δεν ξέρουνε τι θα πει. Που δεν έχουν αισθήματα. Όλοι αντιδρούν ίδια σε κάθε ίδιο ερέθισμα. Όλοι λένε τα ίδια λόγια σαν απάντηση στην ίδια ερώτηση. Αναρωτιέσαι αν είναι ζωντανά όντα ή ρομπότ, δημιουργήματα κάποιου αργόσχολου μηχανικού. Αφότου ήρθα εδώ προσπαθώ ν' ανακαλύψω σε κάποιον από αυτούς κάτι που να με κάνει να πω πως είναι άνθρωπος κι αυτός, όπως τόσοι που άφησα φεύγοντας από την πατρίδα-την πατρίδα μας.
Μάταια όμως.
Ωραία είναι να κυλάει έτσι η ζωή. Ήσυχη, προγραμματισμένη, με από πριν όλα γνωστά, με τις ανάγκες της όλες από καιρό καλυμμένες, με το θάνατο ένα ακόμα επεισόδιο, το τελευταίο της σειράς.
Είπα πως είναι ωραία τέτοια ζωή. Όχι. Δεν εννοώ πως είναι ωραία για κείνους που τη ζούνε. Γιατί δεν τη ζουν. Για κείνους αυτό δεν είναι ζωή. Είναι ένα πρόγραμμα, μια κουρντισμένη παρέλαση όπου σαν στρατιώτες συμμετέχουν.
Ωραία είναι για κείνον που την βλέπει απέξω. Που ζηλεύει. Που θα ήθελε να είναι ένας απ' αυτούς. Που θα ήθελε να είναι ένα τίποτε δηλαδή. Ή, που είναι το ίδιο, να ζει μηχανικά τη ζωή του χωρίς όλα εκείνα τα φοβερά συναισθήματα που κάνουν τη ζωή μια κόλαση.
Ναι! Έρχονταν φορές που θα το ήθελα κι εγώ. Θα ήθελα να είμαι ένα στρατιωτάκι ανάμεσα στα πλήθη εκείνα που βλέπω να περνάνε μπροστά μου αλύγιστα, άφοβα, αναίσχυντα αναίσθητα, βαδίζοντας άσκεφτα προς ένα άγνωστο τέρμα. Άγνωστο για μένα, τώρα, όχι γι αυτούς' αυτοί τίποτα δεν ξέρουν-τα ξέρουν όλα... Να είχα βγει από ένα εργοστάσιο δηλαδή στο οποίο θα μου έχουν δώσει μορφή και υπόσταση κι από κει θα προχωρώ όπως εκείνοι έχουν κανονίσει.
Άλλες φορές όμως τα βάζω με τον εαυτό μου που αφέθηκε να ζηλέψει τέτοια ζωή. Όχι πως είμαι εγώ κάτι καλλίτερο από κείνους. Μακριά από μένα η αίσθηση αυτή. Δεν έχω κατηγόρια για κανέναν. Κι αν κάποιος παίρνει τις διαπιστώσεις μου σαν κατηγόριες, το σφάλμα δεν είναι δικό μου. Όχι, δεν είμαι καλλίτερος απ' αυτούς. Είμαι όμως διαφορετικός. Κι όχι γιατί φτιάχτηκα εξαρχής έτσι, αλλά γιατί δεν έζησα σ' αυτή τη χώρα. Αν ζούσα εδώ, η ίδια πορεία θα περίμενε κι εμένα. Ίδιο ρομπότ θα ήμουνα κι εγώ τώρα. Μα έζησα αλλού. Δε με άδραξε η μηχανή στα γρανάζια της. Ελεύθερος ήμουνα και είμαι. Κανείς δε με έβαλε στο καλούπι να βγω ρομπότ από κει. Κανείς δεν έβγαλε τον φόβο από μέσα μου. Κανένας δε με έστιψε ώσπου να αποβάλω τα ανθρώπινα στοιχεία μου-τη ντροπή, τη σκέψη, την αγωνία, τον φόβο. Μακριά από μένα η πίστη στην παντοδυναμία του ανθρώπου. Μακριά από μένα η δήθεν νίκη του ανθρώπου πάνω στη φύση. Μακριά από μένα η νίκη του ανθρώπου πάνω στη μοίρα του. Μακριά από μένα τέλος η ιδέα του ανθρώπου σαν του προνομιούχου όντος του ζωικού βασιλείου. Είναι το πιο δυστυχισμένο.
Και ήρθα εδώ. Και τα είδα όλα αυτά. Και βρέθηκα μόνος μέσα σε έναν άλλο κόσμο όπου κανένας δε με γνώριζε, κανένας δεν με καταλάβαινε, κανένας δεν είχε κάτι κοινό με μένα. Ήρθα εδώ ένας άνθρωπος μέσα στα ρομπότ. Κάποια ανώτερη τεχνική βέβαια τα 'χει δημιουργήσει που ένας ηλίθιος θα υποκλίνονταν μπροστά της. Ούτε την ευτυχία να είμαι ένας ηλίθιος δεν έχω. Και η ενέργεια για να δρουν και να κινούνται όλα αυτά τα ρομπότ δεν είναι ο ηλεκτρισμός. Και για να μη σκουριάσουν δεν τ' αλείφουν με λάδι. Η δύναμη που τα κινεί είναι η εργασία. Και το συντηρητικό λάδι τους είναι το χρήμα. Θεέ μου! Πόσο χαρούμενη ήσουν όταν, κάθε φορά που είχες τα γενέθλιά σου σού έδιναν για δώρα άλλος δέκα άλλος είκοσι δολάρια... Όταν μιλούσες γι αυτά έλαμπες ολόκληρη από...από ευτυχία. Ναι, ήσουν ευτυχισμένη γιατί είχες χρήματα.
Στη χώρα μου όταν τα κορίτσια έχουν γενέθλια, έχουν μια τρελή παιδιάστικη χαρά γιατί θα βάλουν κοκκινάδι στα χείλη, γιατί θα τους επιτρέψουν την μέρα εκείνη να μείνουν έξω ως τις οχτώ το βράδυ αντί ως τις έξι, γιατί ο πατέρας θα τους πάρει καινούργια παπούτσια. Κι όταν θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια σου όταν σου είπα πως θα σου έδινα τα μισά λεφτά αν θα κέρδιζα το λαχείο... ούτε ο Έρωτας δεν λάμπει έτσι στα μάτια των κοριτσιών του τόπου μου. Άλλη ήπειρος, άλλος κόσμος. Άλλος πλανήτης.
Άγγιξα κάποιον από τους ανθρώπους του καινούργιου μου πλανήτη. Σκληρό και κρύο ήταν η αίσθηση που αποκόμισα. Kοίταξα μέσα στα μάτια τους. Απλανή, ουδέτερα, ούτε του μίσους τη σπίθα δεν μπορούσαν να κρατήσουν. Άφοβοι στο περπάτημά τους, στις κινήσεις τους, στη ζωή τους. Τραβούν κατεπάνω στα εμπόδια και τα τσακίζουν. Δισταγμός, λέξη άγνωστη για κείνους. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, οι δηλώσεις και οι αναφορές τους, ακολουθούν η μια την άλλη προδιαγραμμένες. Ίδιοι όλοι τους αναμεταξύ τους. Σε ένα λαό τριακοσίων εκατομμυρίων! Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί! Αλλά δεν έχει νόημα να απαριθμήσω τις μηχανικές τους ενέργειες και ιδιότητες. Κοίταξε τον εαυτό σου. Θα δεις μερικά απόαυτά μόνον, και αυτά ξεθωριασμένα. Γιατί έχεις ξεφύγει πια από εκείνη την ακραία κατάσταση και αποκτάς συνείδηση, έστω επιοπόλαια ακόμα, έστω σχετική. Μα αρκετή για να σε ξεχωρίζει κιόλας από κείνους. Κι αυτή η διαφορά σου από κείνους, είναι έργο δικό μου. Εγώ σου χάρισα το δώρο αυτό. Εγώ σ' έκανα να ξεχωρίζεις από τους άλλους. Και αυτή η αλλαγή πιά καθορίζει την ζωή σου οριστικά.
Όταν ήρθα έριξα μια ματιά γύρω μου και είδα τις μορφές των ατσάλινων ανθρωπόμορφων όντων, είδα την παντοδυναμία του χρήματος, είδα τη στερεμένη βρύση της ανθρωπιάς . Είδα το χάος στα μάτια τους. Είδα το Τίποτα πίσω από το μυαλό τους. Είδα το αδύνατο να αλλάξω κάποιον απ' αυτούς. Είδα τη μοίρα του κόσμου τούτου που κάποια σαδιστική μηχανή τον έφτιαξε, είδα τον άνθρωπο χαμένον για πάντα και για όλα. Εσύ ήσουν η μόνη από το περιβάλλον μου που προσφερόσουν για μια προσπάθεια ανθρωποποίησης. Ήσουνα κόρη μεταναστών αγνών και πρωτόγονων που είχανε κουβαλήσει από την πατρίδα ό,τι καλό μπόρεσαν να φορτώσουν στο καράβι που τους έφερε εδώ. Κι αυτά τα λίγα καλά θα μπορούσαν να σου τα δώσουν κι εσένα. Μα εσύ γεννήθηκες εδώ. Και ό,τι ανθρώπινο σου δίνανε ανατρέφοντάς σε, έλιωνε σαν κερί κάτω από το βάρος της ατσάλινης νέας κοινωνίας σου.
Σιγά σιγά αλλά σταθερά οι μηχανικές στρατιές σε άλωσαν και οικειοποιήθηκαν όλα σου τα ανθρώπινα. Και η ψυχή σου πήρε κι εσένα τη μορφή του σώματός, του μεταλλικού σώματός τους. Και δεν ξεχώριζε μέσα σου ψυχή. Ζούσες όπως αυτοί. Αγαπούσες τα παιχνίδια τους, διάβαζες τα βιβλία τους, χανόσουν όλο και πιο βαθιά στην απανθρωπιά της χώρας σου. Κι είχες την ίδια άλογη αντίδραση σε κάθε τι λογικό. Και είχες πάρει και το γέλιο τους το φριχτό που δεν είναι ούτε ξέσπασμα χαράς ούτε στοιχείο μιας ευχάριστης διάθεσης, αλλά απλή μηχανική πράξη που μπαίνει σε ενέργεια όταν πατηθεί το ανάλογο κουμπί. Έτσι, εμόρφαζες το γέλιο σε κάθε συνάντησή σου με κάποιον, σε κάθε χωρισμό σου απ' αυτόν, σε κάθε σημείο της συζήτησης που η αμηχανία αλλιώς θα γέμιζε.
Είχες εξοστρακίσει την ντροπή από τη ζωή σου. Κάθε ίχνος ευγένειας και τακτ το έβγαλες από μέσα σου. Κάθε είδος ευαισθησίας, λύπης, φόβου, τρόμου, ήταν άγνωστο για σένα. Και η ελευθερία η περίφημη της χώρας σου ήταν για σένα η ίδια η ύπαρξή σου. Ελευθερία να μην είσαι άνθρωπος-αυτή ήταν η ελευθερία σου. Αυτή ήσουν όταν σε γνώρισα. Είχες κάνει τα περισσότερα βήματα προς το χαμό κι ήσουν έτοιμη να κάνεις κι όσα έμεναν ακόμα. Δεν κρατιόσουν. Ήθελες να ορμήσεις μπροστά. Να γίνεις ένα μεγάλο ρομπότ δικαιώνοντας τους κατασκευαστές σου.
Πότε μίλησες μαζί μου στον καιρό που σε γνωρίζω; Πότε έκατσες ν' ακούσεις τι είχα κι εγώ να σου πω, και να μου πεις κι εσύ την άποψή σου; Πότε τόσα χρόνια αντάλλαξες μαζί μου κάποιες λέξεις παραπάνω από όσες το πρόγραμμά σου σού επέτρεπε; Τέσσερα χρόνια που σε γνωρίζω πότε μίλησες σοβαρά μαζί μου; Σου έδωσα πολλές ανθρώπινες ευκαιρίες μα το ρομπότ μέσα σου τις εξουδετέρωνε όλες. Όταν ένιωθες πως η συζήτηση άρχιζε να γίνεται δύσκολη για σένα, σηκωνόσουν κι έφευγες. Έτσι, αναπάντεχα, χωρίς καμία πρόφαση, χωρίς καν να ζητάς τυπικά συγνώμη, χωρίς καμιά αιτία, μόνο και μόνο επειδή το ρομποτικό σου μυαλό ήταν έτσι φτιαγμένο να κάνει. Και πότε πήγαινες κι έπαιρνες ένα ποτό από το ψυγείο, πότε πήγαινες κι άνοιγες την τηλεόραση, πότε πήγαινες στο δωμάτιό σου, ή έβγαινες έξω αφήνοντάς με με την ατελείωτη κουβέντα στα χείλια μου. Θα μπορούσες να μου πεις πως δεν είχες να πεις τίποτα με ένα μεγάλο άνθρωπο σαν και μένα, που τόσο αταίριαστες οι ηλικίες μας ήταν. Μα δεν θα ήταν αλήθεια. Γιατί έκανες ώρες παρέα και συζητούσες με άλλους της ίδιας ηλικίας με μένα, που όμως ήσαν κι αυτοί ρομπότ. Ο λόγος λοιπόν δεν ήτανε αυτός. Μακάρι να ήτανε. Αυτό θα προϋπέθετε λογική, σκέψη, συνείδηση. Όχι. Τίποτα τέτοιο. Γίνονταν επειδή και μόνο έτσι ήταν προσχεδιασμένο να γίνει από τους σοφούς του κόσμου σου που σε είχαν έτσι ορίσει. Αν δεν σταματούσε το ασανσέρ αυτό την ώρα που μας κατέβαζε, δεν θα γινόταν η συζήτηση αυτή ανάμεσά μας. Μερικές φορές το απρόοπτο μπορεί να προβλέψει. Και που ήρθα στη χώρα σας και σε συνάντησα ήτανε κάτι απρόβλεπτο. Μέσα στην ρομποτοποίησή τους και τελείως σίγουροι για τη δύναμή τους οι σοφοί σας δεν είχαν προβλέψει πως ο ανθρωπισμός ενός ξένου θα μπορούσε να κρατήσει άσβηστος επί πολύ ύστερα από τον ερχομό του εδώ, και πολύ περισσότερο πως θα μπορούσε αυτός να επηρεάσει και άλλους. Φυσικά ο μηχανισμός σας είναι έτσι στημένος που από τη σύστασή του προβάλλει κάθε δυνατή αντίσταση σε κάθε ανθρώπινο. Ως ένα σημείο όμως. Σκέφτηκα πως ο έρωτας, το πάθος, όσο κι αν είχε μαχανοποιηθεί, όσο κι αν είχε προσεχτεί η τυποποίησή του από τους επιστήμονές σας, πάντα, μέσα στην πολλαπλότητα των παραγόντων που το επηρεάζουν και το δραστηριοποιούν, πάντα θα έμενε κάποιο μικρό άνοιγμα, κάποιο σημείο που δεν θα το είχαν προσέξει καλά ώστε να το απομονώσουν, να το αποκλείσουν κι αυτό. Κάποια μικρή τρυπούλα, κάποιο παραθυράκι θα τους ξέφευγε. Κάποια διαρροή δεν θα την αντιλαμβάνονταν. Σε σένα τουλάχιστο, που δε σε είχαν φτιάξει εκείνοι από την αρχή, αλλά τους παραδόθηκες αργότερα.
Και πέτυχα αλήθεια αυτό που έψαχνα να βρω. Το αδύνατο σημείο σου ήτανε ίδιο με κείνο που έχουν όλες οι γυναίκες πάνω στη γη-η φιλαρέσκεια, αυτή η βρώμικη και καταστροφική κατάσταση. Στην αρχή, στους πρώτους μήνες, ό,τι μηχανευόμουν για να σε κολακέψω κύλαγε πάνω σου χωρίς να σε αγγίξει καθόλου. Σαν όπως οι κύκνοι βουτάνε στο νερό και βγαίνουν άβροχοι όλο. Έβρισκα κάτι κάθε φορά για να υμνήσω πάνω σου. Τη μια κάποια από τις ομορφιές του σώματός σου, την άλλη κάποιο σου ελάττωμα που συ δεν το ήξερες ή το περνούσες για προτέρημα, ύστερα κάποιο ρούχο σου ,κάποιο στολίδι έπειτα. Κίνδυνος να παρεξηγηθώ από τους άλλους που ήταν μπροστά δεν υπήρχε. Ούτε που καταλάβαιναν τι έλεγα. Όπως εσύ στην αρχή.
Και οι λέξεις που σου έλεγα, στην αρχή αιωρούνταν στο ψυχρό δωμάτιο, ξαναγύριζαν σε μένα, με πλήγωναν σε κάθε άγγιγμά τους, μόνο στ' αυτιά σου δεν πλησίαζαν, μόνο το ρομποτικό σου μυαλό δεν μπορούσαν να προσπελάσουν. Σαν το άγριο ζαρκάδι ανύποπτη τριγύριζες ανάμεσά τους. Μα επέμενα. Κάτι μου 'λεγε πως θα πετύχω στο τέλος. Δοκίμασα να σου πω πως έχεις κρυφά πνευματικά χαρίσματα. Το ίδιο αποτέλεσμα. Άρχισα να βρίσκω υπέροχη κάθε γελοία σου πράξη, κάθε ρομποτένιο σου λόγο. Έπρεπε να τραβήξω την προσοχή σου. Αυτό θα ήτανε το πρώτο βήμα.
Μα συ χανόσουν. Πολλές φορές ερχόμουν στο σπίτι και δε σ' έβρισκα. Ήσουν πότε σε μια φίλη σου, πότε για ψώνια, πότε στο δωμάτιό σου, πότε στον κινηματογράφο. Κι έπρεπε να κυνηγάω σαν λαχανιασμένο σκυλί τις ώρες για να σε πετύχω και μέσα σ' αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, και να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις που θα
δικαιολογούσαν το κομπλιμέντο μου, ώστε αυτό να έρθει φυσικό και να μάθεις να το δέχεσαι ύστερα από μια διεργασία παρόμοια πάντοτε, ώστε να το συνηθίσεις.
Ήθελα να σε σώσω από τα ρομπότ. Ήθελα να σε κάνω άνθρωπο. Ήθελα να νιώσεις το φόβο, την έλλειψη, την εγκατάλειψη, την απογοήτευση, την ερημία, τη φρίκη του να ζεις, τον πόνο, το φόβο τέλος, το πιο ανθρώπινο. Και ο χρόνος περνούσε. Οι εβδομάδες ...οι μήνες...τα χρόνια...και τίποτα δε φαινόταν ικανό να σε αλλάξει.
Ώσπου μια μέρα κάτι φάνηκε. Είδα ένα φως να ανάβει στα μάτια σου, που φώτισε το σύμπαν... Είδα ότι τόσα χρόνια προσπάθειας από μέρους μου δεν είχαν πάει άδικα. Είχα έρθει στο σπίτι σου κι ήσουν έξω. Περίμενα. Ήρθες. Με χαιρέτησες με το ρομποτικό χαμόγελό σου. Πήγες στο δωμάτιό σου. Πήρες κάτι που ήθελες, βγήκες και διευθύνθηκες πάλι προς την εξώπορτα."Πού πας;" σου είπα. "Έξω", μου είπες, "θα πάω σινεμά με την Έϊμυ". Και για να μου πεις αυτά είχες σταθεί για λίγο κοντά μου.
"Δε σε είδα καθόλου σήμερα. Κάτσε να σε δω λίγο", σου είπα. Μια λάμψη φώτισε το κρύο βλέμμα σου. Κατάλαβες. Έκανες να κάτσεις-εσύ που άλλοτε σε παρόμοια περίσταση ούτε που θ’ άκουγες τι σου είχα ζητήσει, ξαναπήγες να φύγεις, ξανακοντοστάθηκες. Τέλος έφυγες λέγοντάς μου σιγά: "Θα ξανάρθω". Και πήγες αργά προς την πόρτα. Ήταν η πρώτη φορά που περπατούσες ανθρώπινα. Χωρίς εκείνη την ορμή και την άλογη αγερωχότητα που οδηγούσαν μέχρι τότε το βήμα σου.
ΚΟΡΙΝΝΑ
(σιγά)
Εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα, τότε σε είδα για πρώτη φορά.
ΑΝΤΡΕ
Τόσων χρόνων προσπάθεια είχε αποδώσει επιτέλους καρπούς. Τόσοι κόποι τότε φάνηκε πως δεν πήγαν χαμένοι. Ύστερα από δυο μέρες ήμουν σίγουρος πως σωστά είχα καταλάβει, πως είχες νιώσει. Ξανάρθα. Ήσουν στο δωμάτιό σου. Όταν έμαθες πως ήμουν εκεί ήρθες έξω και έκατσες αμίλητη στον καναπέ. Σε έβλεπα καθώς κουβέντιαζες με τους άλλους, να στρώνεις επάνω σου μια μπλούζα φανταχτερή που πρώτη φορά την έβλεπα. Την είχες αγοράσει την προηγούμενη μέρα όπως έμαθα μετά. Περίμενες να τελειώσω τη συζήτηση και να στραφώ σε σένα. Περίμενες να σου δείξω τον θαυμασμό μου για τη μπλούζα και για το πόσο ωραία σου πήγαινε. Γύρισα
τέλος προς το μέρος σου. Έδειξα χαρούμενη έκπληξη: "Καινούργια μπλούζα:;" "Ναι, σ' αρέσει;" "Είναι υπέροχη!"
Και αμέσως μετά: "Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα βρισκόταν κάτι που να σε ομορφήνει περισσότερο..." Για πρώτη φορά είδα χαρά να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό σου. Α! Να μπορούσε έτσι ευτυχισμένα να γελάσει κανείς μόνο μια φορά στη ζωή του...Συνέχισα ύστερα από αυτό να σε επαινώ. Αν και δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς λόγια υμνητικά για μια εμορφιά σαν τη δική σου, πολλές φορές δεν έβρισκα τι να σου πω. Χρησιμοποίησα για ένα διάστημα όσους επαίνους σου είχα πει ως τότε, όταν ακόμα ούτε καν άκουγες πως σου μιλούσα. Όλα ηχούσαν σαν για πρώτη φορά στ' αυτιά σου που τώρα ήσαν ορθάνοιχτα κι ευαίσθητα για κάθε μου λόγο. Σιγά σιγά δεν χρειάζονταν να σου μιλώ. Μια θαυμαστική ματιά μου, ένας θαυμαστικός μορφασμός μου ήταν αρκετός για να καταλάβεις. Και τόσο ακατανόητος για τους άλλους ώστε κανείς να μην υποθέσει πως κάτι μας συνέδεε.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι. Είχα αρχίσει μιαν άλλη ζωή.
Ήμουν χαρούμενη και πρώτη φορά ένιωθα έτσι.
Και αυτή ήταν η δεύτερη αλλαγή που ένιωσα στη ζωή μου.
Η πρώτη ήταν όταν από μικρό παιδί μπήκα στην εφηβεία.
Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι τα τριαντάφυλλα. Όταν τ΄ άγγιζα ήμουν τριαντάφυλλο κι εγώ. Όταν ήμουν δίπλα στα ζωάκια ήμουν κι εγώ ένα απ' αυτά... Κοντά στο ποταμάκι κυλούσα κι εγώ μαζί του και όταν ενύχτωνε χανόμουν μες στη νύχτα. Μόνο πουλί ποτέ δεν έγινα. Κι αυτό είναι το μέγα μου παράπονο από τα
παιδικά μου χρόνια. Και φωτιά έγινα, και αέρας, και βράχος απότομος και αιχμηρός. Χωρίς να το επιδιώκω-όλα γίνονταν αυτόματα. Ήμουν ένας ανύποπτος χαμαιλέων. Μονο που δεν πέταξα. Και τα πουλιά τ΄ άγγιζα όταν ήταν σκοτωμένα ή φυλακισμένα.
Και ξαφνικά, μέσα σε λίγες κιόλας μέρες όλα τέλειωσαν. Όλα έγιναν απλά και γρήγορα και ας ήτανε τόσο βαθιά. Τα παιδικά μου όλα χάθηκαν πίσω από ένα τοίχο που ορθώθηκε μπροστά μου αδιαπέραστος. Και πίσω του, μαζί με τ’ αλλα χάθηκες και συ, ένα απ' όλα, ούτε καλλίτερο ούτε χειρότερο από όλα τ' άλλα. Γιατί μέχρι τότε δεν σε έβλεπα παρά σαν κάτι από κείνα τα παιχνίδια μου που όπως τα κούρντιζα πήγαιναν. Ήταν τότε που εσύ είχες βαλθεί να με κάνεις άνθρωπο όπως λες. Μα πώς θα γινόταν άνθρωπος ένα παιδί διαχυμένο σε όλα; Και ο τοίχος στεκόταν εκεί ολοένα κρύβοντάς μου κάθε τι. Είχαν τελειώσει λοιπόν όλα; Αυτό ήτανε η ζωή, αυτό ήτανε ό,τι μπορούσα να χαρώ με το κορμί μου; Ένα παιχνίδι με τα παιχνίδια, μια χαρά με τη χαρά και πάει; Εχτύπησα τον τοίχο με τα χέρια μου. Τον έγδαρα. Τον κλώτσησα. Τον πάλεψα για να τον γκρεμίσω. Εφώναζα:-Πάρτε αυτό τον τοίχο από μπροστά μου. Όποιος τον έχτισε εδώ ας τον γκρεμίσει. Ή ας με ξαναπάει στο άλλο του το μέρος. Εγώ ανήκω στην από κει μεριά του. Ακούστε με. Γκρεμίστε τον τοίχο μου. Και κάθε φορά, μετά από κάθε τέτοια πάλη, αποκαμωμένη, δαρμένη, άϋπνη, απογοητευμένη, έπεφτα στο χώμα.
Πόσος χρόνος πέρασε έτσι; Δε μετριέται με ανθρώπινα μέτρα. Και είχα αποφασίσει πως αυτή θα ήταν η ζωή μου από κει και πέρα. Ένας τοίχος και μια μοναξιά.
Τριγύριζα μέσα στο πλήθος των γύρω μου ανθρώπων σαν υπνωτισμένη από την επιρροή τους επάνω μου. Και ν' αντιδράσω δεν μπορούσα στη δύναμη που με έκανε ένα μ' αυτούς. Για χρόνια πολλοί φίλοι των αδερφών μου και αργότερα πολλοί συμμαθητές μου από το σχολείο έρχονταν στο σπίτι μου. Πολλά αγόρια με πλησίαζαν. Μα κανένα ποτέ δε μου είπε πόσο όμορφη ήμουν. Κανένας τους δεν πρόσεξε ποτέ κάτι καινούργιο επάνω μου. Το μόνο που κάνανε που και που, ήταν να μου προσφέρουν σφίγγοντάς την μέσα στη γροθιά τους και προτείνοντάς την μου κατάμουτρα σαν να θέλαν να με απειλήσουν, μια πορτοκαλάδα ή μια κόκα κόλα. Και θαρρούσαν ότι έπρεπε εγώ να την πάρω ευχαριστώντας τους επειδή είχαν χαλάσει για μένα λεφτά για να αγοράσουν την πορτοκαλάδα. Και το μόνο περιστατικό μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια
που μου θύμισε πως είμαι γυναίκα ήταν όταν ένας από αυτούς πλησίασε το πρόσωπό του μια μέρα κοντά στο δικό μου διατάζοντάς με: φίλησέ με!.. Μα τι γυναίκα θα ήμουν αν φιλιόμουν με κάποιον ύστερα από μια διαταγή;
Δεν ένιωθα τίποτε από όλα αυτά. Καμιά ζέστα δε με τύλιξε. Καμιά γλύκα δε με γλύκανε, κανένα κουδούνισμα δεν ήχησε όμορφα στα αυτιά μου.
Και τότε ήρθες εσύ. Δηλαδή ήρθες εσύ για μένα-γιατί πάντοτε ήσουν κοντά μου αλλά εγώ, τυφλωμένη από τη βαναυσότητα των συναναστροφών μου δε σ' έβλεπα. Ίσως γιατί όπως λες κι εγώ ήμουν ένα ρομπότ μέσα στα άλλα. Και τι άλλο μπορούσε να μου κρύβει για χρόνια κάτι τόσο φανερό και τόσο ωραίο;
Και ήρθες εσύ και γκρέμισες τον απαίσιο τοίχο που μου είχε στερήσει κάθε χαρά. και μου έδειξες τον καινούργιο μου κόσμο, γεμάτον με ανυποψίαστες, πρωτόφαντες για μένα χαρές. Και όλα άλλαξαν από τότε μέσα μου και γύρω μου. Και πάλι όλη η γη έγινε δική μου. Απέραντοι κάμποι καταπράσινοι απλώνονταν μπροστά στα κατάπληκτα μάτια μου. Ήτανε σαν να ήμουνα πάλι παιδί. Μα τώρα ένα παιδί με μάτια και χέρια και πόδια και κορμί δικά του, που ζητούσαν να τον δικό τους ρόλο μέσα στον καινούργιο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά τους. Και αυτή η δεύτερη αλλαγή που έγινε σε μένα ήταν υπέροχη.
Ξανάγινα ένα παιδί-ναι. Μα ένα παιδί που μόνο μέσα από ένα μαγικό γυαλί θεωρώντας την μπορούσε να ζει και να αιστάνεται τη νέα του γλυκιά πραγματικότητα. Και το μαγικό αυτό γυαλί ήσουν εσύ.
Εσύ που γκρέμισες τον τοίχο που μου έκρυβε τη χαρά, εσύ που έγινες το κρύσταλλο που μόνο κοιτάζοντας μέσα από αυτό φαίνονταν όλα ωραία.
Γρήγορα κατάλαβα πως μακριά από σένα όλα ξαναγίνονταν μαύρα και ο τοίχος άρχιζε να υψώνεται και πάλι απειλητικός.
Μα κοντά σου και μέσα από σένα όλα ήταν απρόσμενα επιθυμητά και ωραία.
Όταν έβλεπα τα γλυκά κι ευγενικά σου μάτια να με κοιτάζουν γεμάτα θαυμασμό που δεν προσπαθούσες καθόλου να κρύψεις, τότε κάθε τι καινούργιο μέσα μου ξυπνούσε και με αγωνία περίμενε κάποιον σου λόγο για να ευωχηθεί.
Όταν μου 'λεγες τα ωραία σου λόγια, ολόκληρη συνεπαιρνόμουν από τη μουσική τους.
Δεν μπορούσα να δείξω τίποτε μπροστά σου. Κάτι πιο δυνατό από τη θέλησή μου με κρατούσε να μην δείξω πόσο με ευχαριστούσαν όλα αυτά.
Πολλές φορές στη διάρκεια των συζητήσεών μας θα πρόσεξες πως με κάποια πρόφαση ζητούσα συγνώμη κι έφευγα γρήγορα. Πήγαινα στο δωμάτιό μου, έκλεινα την πόρτα, και άφηνα τον εαυτό μου να ξεσπάσει σε μιαν άφωνη χαρά για να μην ακουστώ.
Ύψωνα τα χέρια μου κι ευχαριστούσα το θεό και τον παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ αυτή η χαρά. Μετά ερχόμουν όσο μπορούσα πιο γρήγορα στο μέρος όπου καθόσουν εσύ. Πόσο φοβόμουν μην πάρεις για αγένεια την απουσία μου! Ναι, εγώ που προτύτερα έφευγα από το δωμάτιο σαν να μην υπήρχε άλλος μέσα σ' αυτό, σαν να μην υπήρχε κάποια κουβέντα που έτσι την άφηνα μετέωρη, εγώ, τώρα κρεμόμουν από τα χείλη σου.
Από την άλλη άρχισα να σε ντρέπομαι. Έπαψα να φορώ τα κοντά παντελόνια που έδειχναν τους μηρούς μου ως επάνω και φορούσα ρούχα φαρδιά που δεν εφάρμοζαν πάνω μου. Μα τίποτα δεν άλλαξε στη στάση σου απέναντί μου. Και κατάλαβα σιγά σιγά ότι δεν ήταν το ντύσιμό μου που σε έκανε να με προσέχεις και να να θέλεις μου μιλάς, αλλά κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ που σε ενδιέφερε σε μένα. Σαν το βλέμμα σου να τρυπούσε και τα ρούχα μου και το κορμί μου, και να στόχευε κάπου βαθύτερα μέσα μου.
Ήταν σαν η ματιά σου να τρυπούσε τα ρούχα μου και να με έβλεπες γυμνή. Και αυτή η σκέψη μού άρεσε και βάθαινε τη σημασία των λόγων σου κάθε φορά που αυτά λυτρωτικά ραίναν το μύρο τους επάνω μου.
«Πού θα σταματήσει;», «Ως πού θα φτάσει;», «Ως πότε,» αναρωτιόμουνα. Και ένας τρόμος με τύλιγε και μια δυστυχία μ' έζωνε στη σκέψη πως κάποτε θα 'παυες να μου λες πόσο όμορφη είμαι. Μα κάθε ανησυχία μου διαλύονταν όταν έφτανε το πρωί. Μια καινούργια μέρα άρχιζε, μια μέρα που κάποια από τις ώρες της θα σε έφερνε κοντά μου πάλι-στο σπίτι μας. Και με την πρώτη ευκαιρία, που τώρα βοηθούσα κι εγώ να δημιουργηθεί, θα άκουγα πάλι τον γλυκό λόγο σου, θα ένιωθα πάλι να ηλεκτρίζομαι από τον θαυμασμό που ξεχύνονταν από όλο το είναι σου για την ομορφιά μου και για ό,τι καλλίτερο, ό,τι διαφορετικό είχα γίνει ύστερα από τόσον καιρό κοντά σου.
Και ξαφνικά όλα αυτά σταμάτησαν.
Απότομα.
Έπαψες να έρχεσαι στο σπίτι.
Έπαψες να μου μιλάς.
Έπαψες να με χαιρετάς όταν με έβλεπες έξω.
Άλλαζες δρόμο όταν συναντιόμασταν.
και πια για μένα μετά από την μεγάλη χαρά ήρθε η μεγάλη λύπη. Σιγά σιγά μα χωρίς οπισθοχώρηση, ένα αδιαπέραστο πέπλο έπεσε και σκέπασε όλα γύρω.
Ήρθες κοντά μου, μού 'δειξες το φως και μ' έριξες στο σκοτάδι.
Ήρθες, μου έφερες το πιο λαμπρό φόρεμα, κι όταν ντύθηκα μ' αυτό μου το ξέσχισες και με άφησες γυμνή.
Μου έδειξες την ευτυχία και την πήρες αμέσως από κοντά μου.
Μέσα στη γύρω ξερασιά νεράκι σε είχα δροσερό και στέρεψες.
Έτσι, χωρίς εξήγηση, χωρίς λόγο κανένα.
Αν ήξερα το γιατί, η λογική θα έντυνε, έστω επιφανειακά, λίγο από το χάος που άνοιξε η απουσία σου.
Ούτε αυτήν δε με αφήνεις να χρησιμοποιήσω. Γιατί; Και τι θα γίνω πια; Η τύχη μου ποια θα 'ναι;
ΑΝΤΡΕ
Ο προορισμός μου τελείωσε εδώ. Έπρεπε να σε βγάλω από αυτό τον συρφετό των ρομπότ. Έπρεπε να σου δώσω την αίσθηση. Έπρεπε να σε κάνω άνθρωπο. Έπρεπε μέσα σ' αυτή τη χώρα να σπείρω τον δικό μου μικρό σπόρο ανθρώπινης ουσίας. Το κατάφερα. Αυτό είναι το τέλος της αποστολής μου. Δεν με χρειάζεσαι πια. Δεν πρέπει να είμαι κοντά σου πια. Αλλού είναι η θέση μου τώρα. Θυμάσαι τη μέρα που ήμασταν μέσα στον κήπο σου και βλέπαμε κατάπληκτοι τα άνθη της πορτοκαλιάς μετά από την βροχή; Και τα μυρίζαμε, και ο αέρας, υγρός και νοτισμένος βαριά με το άρωμά τους μας ζάλιζε καθώς τον αναπνέαμε;
ΚΟΡΙΝΝΑ
Πώς να μην θυμάμαι; Ήταν η τελευταία φορά που ήρθες στο σπίτι. Ήταν η τελευταία φορά που μου μίλησες.
ΑΝΤΡΕ
Εκστατική κοίταζες τα καθαροπλυμένα ανθάκια και μου είπες:"Ένα τέτοιο ανθάκι είναι η ψυχή μου".
Δεν είχα να σου μάθω τίποτε άλλο πια. Ούτε περίμενα ν' ακούσω τίποτε άλλο από αυτό. Ο προορισμός μου είχε τελειώσει πια.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Αυτό ήτανε λοιπόν; Για να μου κάνεις ένα μαρτύριο τη ζωή μου με πλησίασες; Μου λείπουν τα λόγια που μου έλεγες. Τώρα οι μέρες μου περνάνε άχαρες, κρύες. Οι νύχτες μου είναι φριχτές καθώς ξέρω πως κανείς δε βρίσκεται κοντά μου να νοιώσει τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής μου, να τη ντύσει με όμορφα φορέματα και να τηνε φέρει μπροστά μου ωραία όπως εσύ μόνο την έκανες κάποτε να είναι.
Ναι, θα αλλάξουν όλα απόψε. Θα με ξανακάνεις ευτυχισμένη. Δεν είναι η περιέργεια που με σπρώχνει να μάθω γιατί με απαρνήθηκες. Είναι η ελπίδα πως όλα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα. Είναι η ελπίδα πως όσες μέρες πέρασα μακριά σου θα γίνουν από σήμερα ένας περασμένος εφιάλτης που θα τον ξεχάσω τελείως όταν θ' ακούσω από το στόμα σου και πάλι λόγια θαυμασμού για ό,τι δικό μου, που η ζεστή και σίγουρη φωνή σου θα βυθίσει μέσα μου για να με κυριέψει πάλι το νόημά της. Έλα να συνεχίσουμε τη ζωή μας από κει που την αφήσαμε. Έλα να νιώσουμε ό,τι ο κάθε άνθρωπος ποθεί να νιώθει. Έλα συ μοναδική μου μέσα στον κόσμο χαρά. Έλα και δώσε μου την ευτυχία που κανείς άλλος δεν μπορεί-δεν ξέρει να μου δώσει. Έλα. Έτσι μόνη μου μέσα σε τόσα άψυχα δεν το αντέχω.
Έλα πάλι στο σπίτι μας. Τα δέντρα είναι πάλι ανθισμένα. Τα πορτοκάλια κάνουν πάλι την παράξενη συντροφιά τους με τα σταφύλια-εκείνα, προς το μέρος της κουζίνας-και σε περιμένουν κι αυτά να τα γέψεις.
Έλα πες μου πάλι εκείνα τα λόγια που με καίνε γλυκά. Ας γίνει η νύχτα η αποψινή μια καινούργια αρχή για την παλιά μας συντροφιά που όσο δεν εκτιμούσα τότε τους θησαυρούς της τόσο τώρα τους αναζητώ.
Είναι άχαρα όλα γύρω αν κανένας δεν με θαυμάζει. Αν δε με προσέχει κανείς. Αν δεν με χαϊδεύει κανένα μάτι με τα χάδια της αφοσίωσης, του θαυμασμού…
(χαμηλώνει τη φωνή της)
της αγάπης…της λατρείας...του πόθου…
(δυνατά και αποφασιστικά)
Ναι! Γιατί να μη το πω; Το ξέρω. Μ' αγαπάς. Με ποθείς. Με λατρεύεις. Κι εγώ θέλω να αρέσω. Να μ' αγαπάνε. Να με ποθούν. Δώσε μου τη χαρά που εσύ με έμαθες να χαίρομαι...
ΑΝΤΡΕ
Αν σε έμαθα την χαρά δεν στην έμαθα για να χαρείς μα για να σου λείψει. Αν σου γνώρισα της ευτυχίας τα ρίγη ήταν για να τα στερηθείς. Αν σου έφερα την ελπίδα ήταν για να σε παραδώσω στην απελπισία και στον φόβο.
ΚΟΡΙΝΝΑ
(έντρομη)
Θεέ μου όχι!
ΑΝΤΡΕ
Όλα της ζωής σου πρέπει να είναι δύστυχα. Πρέπει να ζητάς και να μην βρίσκεις. Πρέπει να νοιώθεις και να μη σε νοιώθουν. Πρέπει το μέλλον σου να είναι ζοφερό. Πρέπει ολόκληρη να είσαι μια επιθυμία και να βρίσκεις την αδιαφορία. Σου έδωσα την αίσθηση για να αισθάνεσαι πόνο. Σου έδωσα τη γνώση για να ξέρεις πως δεν θα έβρεις εκείνο που ζητάς. Σου έδωσα ψυχή για να υποφέρεις. Σου έσπειρα τον πόθο για να σε σπαράζει απλήρωτος.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Γιατί δεν με άφησες όπως ήμουν-ένα ρομπότ; Γιατί αν ήτανε να με αφήσεις βουτηγμένη στον πόνο-γιατί να μου δώσεις την ανθρωπιά; Πώς θα ζήσω σε τέτοια μια κόλαση σ' όλη μου τη ζωή από τις φλόγες της τυλιγμένη; Πώς χωρίς σταγόνα νερού για να σβήσω λίγη από τη δίψα που εσύ... εσύ μου άναψες;
ΑΝΤΡΕ
Είσαι άνθρωπος.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Νόμιζα πως μ’ αγαπάς. Δεν μ’ αγαπάς λοιπόν καθόλου;
ΑΝΤΡΕ
Σ' αγαπώ. Είσαι το δημιούργημά μου.
ΚΟΡΙΝΝΑ
(θυμωμένα και ειρωνικά)
Το δημιούργημά σου; Είσαι θεός λοιπόν;
ΑΝΤΡΕ
Ναι. Είμαι θεός.
ΚΟΡΙΝΝΑ
(έξαφνα σηκώνεται και φωνάζοντας όλο και δυνατότερα, υστερικά)
Ναι; Ναι; Λοιπόν είσαι θεός; Θα σου πω εγώ τι είσαι.
(κάνοντας εξαγριωμένη βόλτες μπροστά του)
Είσαι ένας γερο-σάτυρος. Αυτό είσαι! Ένας γερο-παραλυμένος. Με βρήκες μικρή και βάλθηκες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου. Μπόρεσες να με κοροϊδέψεις και θα κατάφερνες ό,τι είχες στο νου σου αν δε σε σταματούσε ο φόβος για τις συνέπειες. Αυτό είσαι. Με βρήκες μικρή και νόστιμη και βάλθηκες με γλυκόλογα να με κάνεις να σ' αγαπήσω. Τα κατάφερες. Μα για κάποιαν αιτία την τελευταία στιγμή έκανες πίσω.
Ένας γερο-σάτυρος είσαι! Ένας γερο-βρωμιάρης! Αυτό είσαι! Ένας ξεκούτης γέρος που του αρέσουν τα μικρά κοριτσάκια -ένας διεστραμμένος γέρος.
(ο Αντρέ μένει ακίνητος κοιτάζοντας κάτω. Η Κορίννα ορμάει πάνω του, τον πιάνει από τα ρούχα του, τον ταρακουνάει, τον χτυπάει, τέλος τον ξαπλώνει κάτω)
Μ’ ακούς ελεεινέ; Αυτό είσαι. Ένας παλιάνθρωπος. Ένας ετοιμόρροπος γέρος που μπορεί να σε κάνει καλά μια γυναίκα σαν και μένα. Μια οχιά είσαι! να τι είσαι...
(Τα τελευταία λόγια τα προφέρει όντας έτοιμη να του πατήσει με το πόδι της το κεφάλι. Κατεβάζει σιγά σιγά το πόδι της δίπλα στο κεφάλι του)
Ναι...μια οχιά είσαι. Είσαι το φίδι. Όχι ο θεός. Μα την αλήθεια, έτσι σερνάμενος χάμου ίδιος μοιάζεις. Και σε σιχαίνομαι...Σε σιχαίνομαι όσο μπορεί άνθρωπος να σιχαθεί. Ένα σιχαμερό φίδι. Ένα γλοιώδες ερπετό είσαι!...
(λέγοντας αυτά κάθεται στη γωνιά της πάλι. Σιωπή. Ο Αντρέ σηκώνεται και σιγά παίρνει πάλι τη θέση του)
ΑΝΤΡΕ
(σιγά)
Ναι. Είμαι το φίδι. Αυτό είναι ο θεός.
ΚΟΡΙΝΝΑ
Όχι. Είσαι το φίδι μα ο θεός είναι άλλος. Και θα με πάρει από την κόλαση που εσύ με έριξες και θα με πάει στον παράδεισο. Και συ θα μείνεις εκεί, σερνάμενος στο χώμα και γλοιώδης.
ΑΝΤΡΕ
(ήρεμα)
Παράδεισος ήταν η ρομποτική σου ζωή. Δεν χαίρεσαι που τώρα έχεις ψυχή-που έγινες άνθρωπος;
ΚΟΡΙΝΝΑ
(αλλάζοντας απόφαση, προκλητικά μέχρι χυδαία)
Κι αν έχω ψυχή όμως έχω και σάρκα.
(σηκώνεται και γονατίζει δίπλα του)
Και αυτή η σάρκα έχει το σχήμα που σου αρέσει. Τόσες φορές μου το 'δειξες. Τόσες φορές μου το είπες. Τη σάρκα αυτή την ποθείς. Θέλεις να την χαρείς. Γιατί κι εσύ, θεός ή φίδι, είσαι κι εσύ από σάρκα που διψάει έρωτα.
(τον αγγίζει, σκύβει προσπαθώντας να τον δει στα μάτια )
Θυμήσου πόσες φορές με πόθησες, πόσες φορές ευχήθηκες να ήμουν δική σου. Πόσες φορές μ' έγδυσες με τα μάτια σου. Τώρα ήρθε η ώρα να γίνουν αλήθεια όλα όσα φανταζόσουν στην πιο τρελή σου φαντασία. Γύρνα τα μάτια σου και δες με έτσι φλεγόμενη. Άπλωσε τα χέρια σου και πιάσε με! Άγγιξέ με! Μίλα μου πάλι… Και πες μου πόσο είμαι ωραία. Και μη μιλήσεις για τα πόδια, το στήθος, το κορμί μου, όπως φανταζόσουν πως είναι.
(αρχίζει να γδύνεται)
Δικά σου όλα τώρα είναι ζωντανά. Και ούτε που χρειάζεται να με ξεντύσεις. Όλα μου τα ρούχα τα αποθέτω μπροστά στα πόδια σου. Και πάνω τους γυμνό θα ξαπλώσω το κορμί μου. Δικό σου.
(βγάζει και το τελευταίο της ρούχο και το απιθώνει μπροστά του. Ύστερα ξαπλώνει πάνω στα ρούχα που έβγαλε ,τον πιάνει από το χέρι και προσπαθεί να τον φέρει κοντά της )
Έλα. Να μου πεις μονάχα έστω πως είμαι ωραία. Πες το μου. Δες με. Αγκάλιασέ με. Νοιώσε με και ύστερα πες μου πως αυτό που ένοιωσες ήτανε ωραίο.
ΑΝΤΡΕ
(σηκώνεται και αποφασιστικός και ήρεμος αρχίζει να τήνε ντύνει. Η Κορίννα δεν αντιδρά.) Χίλιες στιγμές κι αν ζήσεις σαν και τούτη, πάλι την άρνηση θε ν' αντικρίσεις. Κανείς ποτέ δε θα σου δώσει ό,τι σου 'δωσα. Δυστυχισμένη θα κυλά η ζωή σου και ποτέ ικανοποίηση δε θα 'βρεις. Κι όταν στο τέλος φτάσεις του μακρινού σου ταξιδιού, μέσα στο σκεβρωμένο το κορμί σου η ίδια φωτιά θα λαμπαδιάζει άσβηστη κι ακοίμητη στον αιώνα. Είναι η φωτιά που εγώ μέσα σου έχω ανάψει. Για να μη χαθεί. Για να υπάρχει δίνοντας τη ζέστα της στον κόσμο να κινείται. Για να γεννοβολάει αστέρια και ήλιους και φεγγάρια και σύμπαντα. Για να πλάθει φίδια θεούς κι ανθρώπους. Κι ακόμα-μην τρομάζεις-για να φτιάχνει ρομπότ. Για να φτιάχνει κήπους, εργοστάσια και ασανσέρ που σταματάνε κρατώντας μέσα τους φυλακισμένους πλάστη και πλάσμα, δυο δυστυχισμένα όντα χαμένα μέσα στου σύμπαντος μιαν άκρη
(λέγοντας αυτά την έχει ντύσει και την καθίζει στο σκαμνί της. Ύστερα κάθεται κι αυτός στη γωνιά του)
Ας κάτσουμε πάλι όπως ήμασταν πρώτα. Είπαμε πολλά. Τώρα ξέρεις.
Χώθηκες πιο βαθιά στη δυστυχία. Λίγο ακόμα και θα υποταχτείς τέλεια. Ας ησυχάσουμε πια. Όλα είναι περιττά όπως και όλα είναι απαραίτητα. Τα υπηρετήσαμε και τα δυο. Κανένας δεν μπορεί να μας ψέξει για ανεπάρκεια. Και ας ακολουθήσει καθένας το δρόμο του. Εγώ τρέχοντας προς το τέλος κι εσύ περπατώντας δυστυχισμένη και λιγότερο ελπίζοντας σε κάθε καινούργια σου μέρα.
(μεγάλη σιωπή)
ΚΟΡΙΝΝΑ
(βγάζει από την τσέπη της ένα κλειδί. Άψυχη, παραδομένη)
Πάμε να βγούμε από δω μέσα. Εγώ σταμάτησα το ασανσέρ.
(Ο Αντρέ δεν ξαφνιάζεται. Σηκώνεται και ετοιμάζεται να βγει ενώ η Κορίννα ανοίγει την πόρτα του ασανσέρ. Ο Αντρέ βγαίνει και τραβάει προς την έξοδο του κτιρίου. Η Κορίννα βγαίνει πίσω του. Με όση δύναμη μπορεί να συγκεντρώσει του φωνάζει)
Στάσου!
(ο Αντρέ κοντοστέκεται. Στρέφει προς αυτήν. Ικετευτικά)
Πες μου κάτι... κι ας μην το πιστεύεις…
(ο Αντρέ ξαναστρέφει εμπρός και συνεχίζει να περπατά ώσπου να πάψουν να ακούγονται τα βήματά του. Η Κορίννα απλώνει το χέρι προς αυτόν σαν για να κρατηθεί από κάτι. Κάνει κάτι να πει, δεν το λέει. Κατεβάζει το χέρι απελπισμένη. Γονατίζει και σκύβει το κεφάλι ώσπου αυτό ν’ ακουμπήσει στο πάτωμα)
Α Υ Λ Α Ι Α