ΤΟ ΘΕΣΠΕΣΙΟ ΟΡΑΜΑ
Απ’ τ’ άσπρα πόδια της έλαμψε η νύχτα.
Η νύχτα η νυχτιά-η νύχτα-η μαύρη νύχτα.
Εγύριζε απ’ την πόλη τη γειτονική
που πήγε
για να τηλεφωνήσω σε δυο φίλες.
Κι οι δυο κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζε από κει.
Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιές μαζί της-φιλενάδες της.
Μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
μέσα στην άναστρη νυχτιά απ’ το λίγο φως
κάποιου παράθυρου πιο πέρα.
Ξάφνου τα φώτα ενός αυτοκινήτου.
Πηδώντας δεξιά
Για λίγο η φούστα της ανασηκώθηκε.
Κι έλαμψε η νύχτα απ’ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, στέριες, μαλακές, ηδονικές κολώνες
που τον Ναό στηρίζουνε του Κόσμου
τόσο ηδονικές
που αναρωτιέσαι
αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν’ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
ως και την Πύλη του Ναού.
Τώρα,
Μετά από τ’ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-
όχι πως αναγκαστικά υπάρχει,
μα ότι έστω κάποτε υπήρξε Αυτό,
τ’ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος-
μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;
Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
μια ασήμαντη γειτονοπούλα.