Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ ΒΙΒΗ
Αίνιγμα: χαζή δεν είναι
ούτε μοιάζει με γιαγιά,
αναμφίβολα όμως είναι
τέλεια μια χαζογιαγιά.
Ποια ειν’ αυτή; Πώς τήνε λένε;
Μα, η Βιβή μας, που γι αυτήν
η λαχτάρα για τ’ αγγόνια
έρχεται απ’ όλα πριν.
Το εγγονάκι της-αχ!-βήχει!
Τι μεγάλη συφορά!
Φέρτε τσάγια και κουβέρτες!
Και γιατρούς! Και γιατρικά!
Η εγγονούλα της σαν τρέχει
κι αν πηδάει ο εγγονός,
ένας μέγας την καρδιά της
τρόμος έχει φοβερός:
Κι αν θα πέσουν και χτυπήσουν;
Κι αν το γόνατο ματώσει;
Α! Το αίμα της καρδιάς της
ας μπορούσε αντίς να δώσει...
Α! Χαζογιαγιά Βιβή μας
μη για όλα ανησυχείς-
τα παιδιά θα μεγαλώσουν
ότι αν κάνεις κι ότι αν πεις.
Αλλ’ αυτή μυαλό δεν βάζει
και τ’ αγγόνια όλο ζητά
να φροντίζει, να χαϊδεύει,
κι όλο να φιλεί γλυκά.
Αχ! Τ’ αυγά επαρασφίξαν-
τα παιδιά τα τρων μελάτα.
Και για δες-τη γεμιστή τους
Δεν εγέψαν σοκολάτα.
Θε μου! Αχ! Θ’ αδυνατίσουν!
Ας προλάβει το κακό
με κοτόσουπες, χαβιάρι,
μπριζολάκια κι αστακό!
Α! Τ’ αγνούλια Τα ’γγονάκια!
Κι α! Οι πρόθυμες γιαγιές:
«νο» ποτέ τους δεν ψελλίζουν
μοναχά φωνάζουν «γες»...
Τα ’γγονάκια κλαιν; Η Φύση
κλαίει με κείνα συντροφιά.
Θα θυμώσουν κάποια μέρα;
Όλη η γη έχει ακεφιά.
Κι αν σουφρώσει τ’ αχειλάκι
σε παράπονο κανένα,
τα καλά του κόσμου όλου
στην γιαγιά τότε είναι ξένα.
Α! Χαζογιαγιά καλή μας,
μη συνέχεια ανησυχείς,
τα παιδιά καλά θα πάνε
Ό,τι αν κάνεις κι ό,τι αν πεις.
Το τηλέφωνο χτυπάει;
Όλα γύρω σταματάνε!
Μόνο χείλια δυο μιλούνε
Κι άλλα δύο απαντάνε.
«Γιαγια θέλω...» «Ναι χρυσοήλιε,
ναι φεγγάρι μου αργυρό,
ναι ψυχούλα των ανθώνε,
ναι τσαλίμι στο χορό!
Θα σου φέρω να σου βάλω
Στο χεράκι σου τ’ αβρό
Γη και Ουρανό κι αστέρια
Και του Νότου το Σταυρό...»
«Μα, γιαγιά, μια καραμέλα
εγώ θέλω μοναχά!..»
Μα η Βιβή μας δεν ακούει
Κι όσα του ’πε κουβαλά.
Ε! Βιβή! Στα ’γγόνια σου, όλα
τα ’χεις δώσει από παλιά.
Μη έγνοια βάζεις: θα ευτυχήσουν
αφού σένα έχουν γιαγιά.